Ξένες Προπαγάνδες και Λειτουργική Ζωή – 1

29 Ιουλίου 2013

Οι επιδράσεις των ξένων προπαγανδών στη λειτουργική ζωή των κατοίκων της Ημαθίας, κατά την ύστερη οθωμανοκρατία μέσα από δημοσιεύματα του ημερήσιου και περιοδικού τύπου.

Η προσπάθεια εισαγωγής της βουλγαρικής γλώσσας στην Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Σφίνιτσας.

Με την ίδρυση των νέων εθνικών κρατών στο Βαλκανικό χώρο, κατά τον 19ο αιώνα (του ελληνικού – 1830, της σερβικής ηγεμονίας – 1848, του ρουμανικού – 1859, του βουλγαρικού – 1878) και ειδικότερα μετά την υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878) εντείνονται οι διάφοροι εθνικοί ανταγωνισμοί στο Μακεδονικό χώρο[1]. Τα νεοσύστατα κράτη των Βαλκανίων ακολουθώντας πολιτική εθνικής διείσδυσης αποσκοπούσαν στην προσάρτηση εδαφών ανάλογα με τις επεκτατικές τους βλέψεις. Ιδιαίτερα αισθητές έγιναν οι προπαγανδιστικές προσπάθειες διεκδίκησης εδαφών και εξαγοράς συνειδήσεων του πληθυσμού από πλευράς των νεοσύστατων κρατών της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Παράλληλα, παρατηρείται και η δράση θρησκευτικών προπαγανδών όπως της Ρωμαιοκαθολικής, η οποία προσπαθούσε να προσελκύσει στην Ουνία μέρος του πληθυσμού της Μακεδονίας και η Προτεσταντική η οποία έδρασε με ανάλογους σκοπούς[2].

2. faros17_5 3

Οι απαρχές της βουλγαρικής εθνικής κίνησης εντοπίζονται στην έκτη δεκαετία του 19ου αιώνα και συνδέονται με τα πρόσωπα των αδελφών Μιλαδίνωφ, οι οποίοι με ιδιαίτερο ζήλο άρχισαν να διαδίδουν τη βουλγαρική γραφή ανάμεσα στους σλαβόφωνους πληθυσμούς και να εισηγούνται την εισαγωγή της διδασκαλίας της βουλγαρικής γλώσσας στα σχολεία διαφόρων επαρχιών όπου το σλαβόφωνο στοιχείο ήταν πολυάριθμο[3]. Λίγα χρόνια αργότερα (1870) ιδρύθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία και μετά από δύο χρόνια (1872) ανακηρύχθηκε η εκκλησιαστική της αυτονόμηση. Με την κίνηση αυτή η Βουλγαρική Εκκλησία ουσιαστικά ανεξαρτητοποιούνταν και διέκοπτε τις εκκλησιαστικές της σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο[4].

Η επεκτατική πολιτική και η πολιτική διείσδυσης των βαλκανικών κρατών στη Μακεδονία εκτυλίχθηκε κατά κύριο λόγο σε δύο βασικά πεδία, το εκκλησιαστικό και το εκπαιδευτικό, καθώς αυτά τεκμηρίωναν την εθνική συνείδηση και καταγωγή των κατοίκων του μακεδονικού χώρου[5].

Ορισμένα από τα μέσα τα οποία χρησιμοποίησαν οι ξένες προπαγάνδες για να επιτύχουν τους σκοπούς τους ήταν ο χρηματισμός, ιδιαίτερα του πληθυσμού της υπαίθρου, η γλώσσα, τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στη λατρεία και γενικά καθετί το οποίο μπορούσε να αποτελέσει συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους προπαγανδιστές και τους κατά τόπους κατοίκους της Μακεδονίας[6].

Έτσι, παρατηρείται η προσπάθεια της Βουλγαρίας να προσελκύσει τον σλαβόφωνο πληθυσμό της Μακεδονίας χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα τη σλαβική–βουλγαρική καταγωγή των κατοίκων ικανοποιώντας τις λατρευτικές τους ανάγκες μέσω της αυτόνομης πλέον Βουλγαρικής Εξαρχίας, η οποία τελούσε τις λατρευτικές συνάξεις στη σλαβονική.

Τέτοια προβλήματα τα οποία αντιμετώπισαν πολλές φορές περιοχές της Μακεδονίας περιγράφονται στον ημερήσιο και τον περιοδικό τύπο της εποχής εκείνης, δίνοντας σε εμάς πολύτιμα στοιχεία και τεκμηριώνοντας ακόμα περισσότερο τη δράση και τις επιδιώξεις των διάφορων εθνικών ανταγωνιστικών κινήσεων στη Μακεδονία κατά τα τέλη των οθωμανικών χρόνων.

Οι προπαγανδιστικές κινήσεις της Βουλγαρίας εντοπίζονται και σε διάφορες περιοχές της Ημαθίας, όπως αποδεικνύεται, εκτός των άλλων και από διάφορα δημοσιεύματα του περιοδικού τύπου της Κωνσταντινούπολης και του ημερήσιου τύπου της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Παρακάτω παρουσιάζονται δημοσιεύματα που αποδεικνύουν την επίδραση και την προσπάθεια της βουλγαρικής προπαγάνδας να διεισδύσει και να επηρεάσει τη λειτουργική ζωή των κατοίκων της Ημαθίας. Με τον τρόπο αυτό θεωρούσαν οι προπαγανδιστές ότι θα επιτύγχαναν την αύξηση της επιρροής τους και την επίτευξη των συμφερόντων τους.

Τα δημοσιεύματα αναφέρονται στην προσπάθεια ένταξης της βουλγαρικής γλώσσας στη λειτουργική ζωή της ιεράς μονής του Αγίου Αθανασίου Σφινίτσης[7] και προέρχονται από την εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Φάρος της Μακεδονίας» (Φ.τ.Μ.). Η προσπάθεια αυτή πραγματοποιήθηκε το έτος 1889, ενώ υπεύθυνος για αυτήν φαίνεται να είναι ο μοναχός Γαβριήλ που, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, είχε προσεταιριστεί από την προπαγάνδα και λειτουργούσε ως όργανό της[8].

  Το ιστορικό της προσπάθειας αποτυπώνεται στο φύλλο 1330 του Φ.τ.Μ.[9], όπου ο συντάκτης ενημερώνει το αναγνωστικό κοινό για το πρόσωπο του μοναχού Γαβριήλ, την εκκλησιαστική του πορεία και την προσπάθεια εισαγωγής της βουλγαρικής γλώσσας στη λειτουργική ζωή της ιεράς μονής. Σύμφωνα με αυτόν, ο μοναχός Γαβριήλ αφιερώθηκε στο μοναχικό βίο στη μονή του Αγίου Αθανασίου και λίγα χρόνια αργότερα μετέβη σε άλλο μοναστήρι της επαρχίας Βοδενών. Εκεί, ήλθε σε επαφή με τη βουλγαρική προπαγάνδα και, σύμφωνα με το συντάκτη, εκβουλγαρίστηκε. Μετά από λίγα χρόνια, ο Γαβριήλ επανήλθε στη μονή Σφινίτσης και κατόπιν πίεσης, προς τον ηγούμενο Χρύσανθο, κατόρθωσε να εισάγει τη βουλγαρική γλώσσα στη λειτουργική ζωή της μονής χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

[Συνεχίζεται]

[1] Βούρη Σοφία, Πηγές για την ιστορία της Μακεδονίας – Εκκλησία και Κράτος 1889-1905, Gutenberg, Αθήνα, 1999, 25 και Ξυνάδας Γ. Εμμανουήλ, Κοσμάς Ευμορφόπουλος (1860-1901) Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Βεροίας και Ναούσης, Πελαγονίας, Νικοπόλεως και Πρεβέζης. Εκκλησιαστική και εθνική δράση. Η προσφορά του στην εκπαιδευτική διαδικασία και την Ψαλτική Τέχνη, (Ανέκδοτη Διδακτορική Διατριβή) Θεσσαλονίκη, 2012, 12-13. 

[2] Ἀγγελόπουλος Ἀθανάσιος, Ξέναι προπαγάνδαι εἰς τὴν ἐπαρχίαν Πολυανῆς κατά τὴν περίοδον 1870 -1912, Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη, 1993, 12, Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, Νεότερη ιστορία της Μακεδονίας (1830-1912) Από τη γένεση του νεοελληνικού κράτους ως την απελευθέρωση, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, 76-84, και Ξυνάδας Μητροπολίτης, ο.π., 13. Βλ. επίσης Νικολαΐδου Ελευθερία, Οἱ κρυπτοχριστιανοί της Σπαθίας (ἀρχές 18ου αἰ. -1912), Ι.Μ.Α.Χ., Ἰωάννινα, 1979.

[3] Βακάλόπουλος, Νεότερη, ο.π., 56-57.

[4] Για τη Βουλγαρική Εξαρχία βλ. Στεφανίδης Βασίλειος, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα, 1998, 740-742, Γεδεών Μανουήλ, Ἔγγραφα Συνοδικά καὶ Πατριαρχικὰ περί τοῦ Βουλγαρικοῦ Ζητήματος, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, Ἐν Κωνσταντινουπόλει, 1908, Καραθανάσης Αθανάσιος, Ὁ Ἑλληνισμός καὶ ἡ μητρόπολη τοῦ Νευροκοπίου κατὰ τὸν Μακεδονικό Ἀγώνα, Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη, 1991, 25-34 και Βακαλόπουλος, Νεότερη, ο.π., 68-73.

[5] Βούρη, Πηγές, ο.π., 27-28.

[6] Βλ. Νικολαΐδου, Ξένες προπαγάνδες καὶ ἐθνική ἀλβανική κίνηση στὶς μητροπολιτικές ἐπαρχίες Δυρραχίου καὶ Βελεγράδων κατά τὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ ταὶς ὰρχές τοῦ 20ου αἰώνα, Ι.Μ.Α.Χ., Ἰωάννινα, 1978, 192, Βούρη, Πηγές, ο.π., 25-44 και, Βαβούσκος Κωνσταντίνος, Ἡ συμβολή τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Πελαγονίας εἰς τὴν ἰστορίαν τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη, 1959, 15.

[7] Η Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Σφινίτσης, τον καιρό κατά τον οποίο διαδραματίζονταν τα γεγονότα, υπαγόταν στην Επισκοπή Κίτρους. Με την κατάργηση της η μονή υπήχθη στην Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας. Βλ. Τζουμέρκας Παναγιώτης, Ο Επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας 1904-1933. Ο βίος και η δράση του. Συμβολή στην επισκοπική ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, 112 υπ.243.

[8] Το περιστατικό παρουσιάζει και ο Παπάζης στη μελέτη του για την Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Σφινίτσης. Βλ. Παπάζης Αγγ. Δημήτριος, «Τὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Σφίνιτζας. Ἱστορική προσέγγιση (1788-1994), Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίς Α.Ε.Α.Θ., Θεσσαλονίκη, 2011, 642-789.

[9] Ἀνώνυμος, «Ἡ βουλγαρικὴ γλῶσσα ἐν ὀρθοδόξοις ναοῖς», Φάρος τῆς Μακεδονίας, 1330 (20-4-1889), 1.