Εξομολόγηση εξ αποστάσεως

25 Αυγούστου 2013

Σε κάποια πρόσφατη “θεοφιλή αδολεσχία” μιας συμπαθη­τικής συναναστροφής ειπώθηκαν ως συνήθως πολλά και διάφορα, ώσπου τελικά η συζήτηση στάθηκε γύρω από το μυστήριο της εξομολογήσεως. Και τούτο οφείλετο σε κάποιον της συντροφιάς που απροσδόκητα διατύπωσε την άποψη ότι στη σημερινή μας εποχή δε θα ήταν άσκοπο να επιτραπεί σε ιδιαίτερες περιπτώσεις η τέλεση του μυστηρίου της εξομολογήσεως μέσω… τηλεφώνου! Πριν του δώσουμε το χαρακτη­ρισμό του νεωτεριστή θα πρέπει να αναφέρουμε ότι είναι κυβερνήτης πλοίου ανοιχτής θάλασσας και αρκετές φορές νιώθει την ανάγκη να επικοινωνήσει με τον πνευματικό του μέσω του ασύρματου τηλεφώνου και να του αποθέσει τις αμαρτίες του. Ο ίδιος, εκτός από την περίπτωσή του, αναφέρθηκε και σε συ­μπατριώτες μας που είναι, σκορπισμένοι στα πέρατα της γης, όπου πολλοί από αυτούς δεν έχουν την ευχέρεια να συναντή­σουν ορθόδοξο ιερέα.

petraheili (2)

Η απρόσμενη πρόταση του καπετάνιου άναψε τη συζήτηση για πολλή ώρα. Κι όπως είναι ευνόητο υπήρξαν δύο στρατό­πεδα. Πολλά και σημαντικά τα όσα διατυπώθηκαν και από τις δύο πλευρές. Εκείνα που είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επει­δή πλησίαζαν και στην πρόταση του καπετάνιου, ήταν τα όσα ειπώθηκαν για εξομολόγηση με αλληλογραφία.

Πρέπει να πάμε αρκετά πίσω, γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα, τότε που έζησε ο μέγας γέροντας όσιος Βαρσανούφιος σε κελί της Λαύρας του ηγούμενου Σερίδου, κοντά στη Γάζα της Παλαιστίνης. Ο όσιος δεν ήταν ιερέας, αλλά είχε την ευλογία να συγχωρεί αμαρτίες, κάτι που δε σπάνιζε την εποχή εκείνη. Επειδή ο Βαρσανούφιος ήταν έγκλειστος, δεν επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο, παρά μόνο μέσω του ηγουμένου Σερίδου. Έτσι, όσοι ήθελαν να επικοινωνήσουν με το γέροντα του έγραφαν και αυτός απαντούσε με τον ίδιο τρόπο.

Σχετικά με το χάρισμα των αγίων να απαλλάσσουν τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους γράφει ο ίδιος ο όσιος Βαρσανούφιος:

    Ο «Απόστολος» λέει ότι «πολλά ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη» (Ιακ.5, 16). Δηλαδή, όταν ο άγιος και δίκαιος εύχεται και συγχρόνως και ο αμαρτωλός συνεργάζεται με τη μετάνοια του όσο μπορεί, πολλά μπορούν να γίνουν με τη δύναμη της θέλησης των αγίων, καθώς ο αμαρτωλός από μόνος του αδυνατεί να ξεπληρώσει τις οφειλές του. Ο αμαρτωλός συμβάλλει με λίγα, η δε παράκληση των αγίων με πολλά. Για παράδειγμα, αν κάποιος έχει ανάγκη να σηκώσει δέκα μόδιους σταριού, ενώ δεν μπορεί ούτε δύο  ας βρει άνθρωπο που σέβεται το Θεό για να σηκώσει τους εννέα και ν’ αφήσει σ’ αυτόν τον έναν, έτσι ώστε να σωθεί και να μην τον σκοτώσουν στο δρόμο οι ληστές. Το ίδιο γίνεται με τη μετάνοια.

Είναι γνωστό ένα περιστατικό με τον όσιο Βαρσανούφιο όταν κάποιος αδελφός αρρώστησε από φυματίωση και κινδύ­νευε να πεθάνει. Παρακάλεσε τότε το μέγα γέροντα, έτσι τον ονόμαζαν, να προσευχηθεί γι’ αυτόν και να παρακαλέσει για άφεση των αμαρτιών του. Η απάντηση του οσίου Βαρσανουφίου ήταν η εξής:

     Να μη φοβηθείς, αδελφέ, αλλά μάλλον να χαρεί η ψυχή σου και να ευφρανθεί εν Κυρίω. Πίστεψέ με στ’ αλήθεια ότι τώρα ο Θεός συγχώρησε όλες σου τις αμαρτίες, όσες έκανες από παιδί μέχρι τώρα, σύμφωνα με την παράκλησή σου. Ευλογημένος ο Θεός που θέλησε να σου τις συγχωρήσει όλες».

Και άλλες παρόμοιες απαντήσεις βρίσκονται στις επιστολές του οσίου .

Μετά το μέγα γέροντα η επόμενη μαρτυρία προήρχετο από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Ιωάννη Ε΄ τον Ελεήμονα (609-620). Το σχετικό περιστατικό αφορά μια γυναίκα που είχε πέσει σε βαρύ αμάρτημα. Όταν αυτή πληροφορήθηκε ότι ο επίσκοπος επέστρεψε από ταξίδι του στη Ρόδο και ότι ήταν βαριά άρρωστος, αποφάσισε να τον συναντήσει. Παρουσιάσθηκε εμπρός του, έπεσε στα πόδια του και με κλάματα ζητούσε να τη συγχωρήσει. Ο  Ιωάννης της είπε να εξομολο­γηθεί το αμάρτημά της.  Η γυναίκα απάντησε ότι δεν μπορεί να το εξαγορεύσει με λόγια. Τότε ο επίσκοπος της πρότεινε να το αναφέρει γραπτά. Όμως και στην πρόταση αυτή του είτε: «ου δύναμαι τούτο ποιήσαι». Ο λόγος ήταν ότι αυτός στον οποίο θα παρέδιδε το γράμμα για να το πάει στον Επίσκοπο ενδεχομένως να το άνοιγε. Ο Ιωάννης, μετά από κάποια σιωπή, τη συμβούλεψε να το στείλει ως γράμμα, αλλά σφρα­γισμένο με βούλα. Τότε η γυναίκα συμφώνησε, με την προϋ­πόθεση ότι το «γραμμάτιόν» της δε θα γινόταν ποτέ γνωστό σε τρίτον. Αφού ο επίσκοπος δέχτηκε τη συμφωνία αυτή, την έστειλε να συντάξει το γράμμα της.

Είχαν περάσει πέντε μέρες από τότε που έλαβε το γράμμα με τη σφραγίδα από τη γυναίκα ο Ιωάννης, όταν εκδήμησε προς τον Κύριο. Το γεγονός τάραξε τη γυναίκα και τη γέμισε φόβο για την τύχη του γράμματός της. Με τη σκέψη και μόνο ότι θα μαθευτεί το αμάρτημά της, «έκφρων μεν και παραπλήξ, μικρού δείν δέει τοιώδε περισχεθείσα εγεγόνει». Έψαξε παντού να βρει την επιστολή της χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Στην απελπισία της σκέφτηκε, ότι ο επίσκοπος και μετά το θάνατό του θα μπορούσε να υποδείξει που βρίσκεται το γράμμα της. Από τη στιγμή αυτή με φωνές και δάκρυα στάθηκε απέναντι στον τάφο του τρεις μέρες και τρεις νύχτες και παρακαλούσε τον επίσκοπο Ιωάννη να την πληροφορήσει για την τύχη του γράμματός της.

Την τρίτη τέλος νύχτα παρουσιάζεται ως ο­πτασία που βγαίνει από τον τάφο ο  Ιωάννης, προχωρεί προς τη γυναίκα και της δίνει το «γραμμάτιον βεβουλλωμένον» λέγο­ντάς της: «Επιγινώσκεις, ω γύναι, τούτο; Λάβε και λύσον και βλέπε Θεού έργα παράδοξα». Μετά από τα λόγια αυτά η οπτα­σία χάθηκε και έμεινε μόνο το γράμμα στα χέρια της γυναίκας. Διαπίστωσε ότι η σφραγίδα δεν είχε παραβιαστεί. Αμέσως άνοιξε το γράμμα. Το χαρτί ήταν το ίδιο, αλλά τα γράμματά της και η υπογραφή της είχαν σβηστεί και πάνω σ’ αυτά υπήρχαν άλλα γράμματα και άλλη, άγνωστη υπογραφή, που έλεγαν: «Διά Ιωάννην τον δούλον μου, εξήλειπταί σου το μέγα αμάρτημα » .

Σε μεταγενέστερη εποχή, τον 10ο αιώνα, υπήρχαν παρόμοια περιστατικά με τον όσιο Λουκά το νέο Στυλίτη, που ασκήτευε στον περίφημο Όλυμπο της Βιθυνίας. Η εξομολόγηση γινόταν με σημείωμα που το έγραφε ο ενδιαφερόμενος στη βάση του στύλου. Στη συνέχεια το σημείωμα το έβαζαν σε καλάθι, το οποίο ο όσιος το ανέβαζε επάνω στην κορυφή του στύλου. Αφού ο όσιος διάβαζε την εξομολόγηση, κατέγραφε σε χαρτί την απάντησή του, καθώς  και το αν είχε συγχωρήσει τις αμαρτίες.

Τη συνήθεια εξομολογήσεων με επιστολές τη συναντάμε και στις αρχές του 14ου  αιώνα με το Θεόληπτο Φιλαδελφείας, ο οποίος υπήρξε πολέμιος της ενωτικής  Συνόδου της Λυών (1274). Εξαιτίας αυτού του γεγονότος είχε φυλακιστεί από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγο (1259-1282). Ο Θεόληπτος υπήρξε και πνευματικός διδάσκαλος του Γρηγο­ρίου ΙΙαλαμά. Από τη δεύτερη δεκαετία του 14ου  αιώνα υ­πήρξε επί πλέον πνευματικός καθοδηγητής των γυναικών μο­ναχών της Μονής Φιλανθρώπου Σωτήρος στην Κωνσταντινού­πολη. Τη μονή είχε αναστηλώσει η ηγουμένη Ειρήνη-Ευλογία, που ήταν κόρη του Νικηφόρου Χούμνου, ευνοούμενου του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ του Παλαιολόγου .

Ο Θεόληπτος, ως πνευματικός των μοναχών, τους είχε επι­τρέψει να του υποβάλλουν γραπτώς τις εξομολογήσεις τους. Αυτό προκύπτει από μια επιστολή του Θεολήπτου προς την ηγουμένη, με την οποία της συνιστά να είναι συνοπτική στην περιγραφή των αμαρτιών της, δίνοντάς της μάλιστα και ένα είδος υποδείγματος.

Αλλά και το 1822 αναφέρεται εξομολόγηση με επιστολή. Πρόκειται για τα αδέλφια νεομάρτυρες Σταμάτιο και Ιωάννη, που ήσαν ηλικίας 18 και 22 ετών και κατάγονταν από τις Σπέτσες. Το καΐκι τους, με το οποίο μετέφεραν εμπορεύματα, εξώκειλε λόγω θαλασσοταραχής στα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας, που βρίσκονται απέναντι από τη Χίο. Οι Τούρκοι, ύστερα από προδοσία, τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν στον πασά στη Χίο. Εκείνος απαίτησε να αρνηθούν την πίστη τους και να ασπαστούν το Ισλάμ. Πάνω από εβδομάδα έγκλειστοι στη φυλακή, δέχονταν παντοειδείς πιέσεις για να αλλαξοπιστήσουν. Οι νέοι απέρριψαν τις προτάσεις με σθένος.

 Η πίστη τους ήταν αταλάντευτη. Διαισθάνθηκαν ότι την επόμενη μέρα θα τους αποκεφάλιζαν. Η έννοια τους ήταν να εξο­μολογηθούν και να μεταλάβουν το σώμα και το αίμα του Κυ­ρίου. Η λύση βρέθηκε. Μια χριστιανή γυναίκα, που λεγόταν Φράγκα, σύχναζε στη φυλακή για να επισκέπτεται τον άντρα της, που ήταν φυλακισμένος. Οι νέοι εξαγόρευσαν σ’ ένα χαρτί τα αμαρτήματά τους, το ενεχείρισαν στη Φράγκα και την παρακάλεσαν να το παραδώσει στον επίσκοπο. Ο δεσπότης δέ­χτηκε την εξομολόγησή τους και τους ειδοποίησε ότι το χάραμα θα τους έστελνε να μεταλάβουν τα Άχραντα Μυστήρια.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι κρατούμενοι μοίρασαν τα ρούχα τους στους άλλους φυλακισμένους και ό,τι χρήματα είχαν. Κράτησαν μόνο λίγα για να τα στείλουν στο δεσπότη μετά τον αποκεφαλισμό τους.

Όλη τη νύχτα έψαλλαν την παράκληση στην Παναγία και όποιες άλλες προσευχές ήξεραν. Το χάραμα ήρθε η γυναίκα, η Φράγκα, και όπως είχε τάξει ο δεσπότης έφερε μαζί της τα Τίμια Δώρα.

Οι νέοι, ανανεωμένοι από το τίμιο αίμα του Κυρίου, με χαρά έχυσαν το αίμα τους μπροστά στο δήμιο για να εξαγο­ράσουν την είσοδό τους στον ουρανό.

(Ηλίας Α. Βουλγαράκης, «Καθημερινές ιστορίες Αγίων και αμαρτωλών στο Βυζάντιο», εκδ. Μαΐστρος, σ. 73-79)