O Γέροντας Γερμανός Σταυροβουνιώτης μέσα από τις επιστολές του

Γέροντας Γερμανός Σταυροβουνιώτης· Σημεία της προσωπικότητάς του μέσα από τις επιστολές του

1. Ταπείνωσις

Αρίστη οδός προς ύψωσιν η ταπείνωσις» (Γρ. Θεολόγος)

Στα «Αποφθέγματα των αγίων Γερόντων» διαβάζομε: «Είπε ο αββάς Αντώνιος: είδα όλες τις παγίδες του εχθρού διαβόλου απλωμένες στη γη· και αφού στέναξα ειπα· ποιός μπορεί άραγε να σωθεί από αυτές; και άκουσα μια φωνή να μου λέγει, μόνο ο ταπεινός» (Γεροντικό, Έκδ. «’Αστέρος», σελ.2).

Ο π. Γερμανός ακολουθώντας πιστά τη γραμμή αυτή του Μ. Αντωνίου, που είναι γραμμή όλης της Ορθόδοξης ασκητικής παραδόσεως που ξεκινά από τον ίδιο τον Κύριο, έκανε την ταπείνωση τρόπο ζωής. Όλη η μοναστική ζωή του και ως απλού μοναχού, αλλά και ως ηγουμένου, ήταν ενας δείκτης προς την ταπείνωση. Μπορούμε να πούμε πως μεγαλύτερη σημασία από το αξίωμα του ηγουμένου είχε γι’ αυτόν το «αξίωμα» της ταπεινοφροσύνης. Κατά τον άγιο Μακάριο «μεγάλη ύψωσις και τιμιότης και αξίωμα η ταπεινοφροσύνη».




Γέροντας Γερμανός Σταυροβουνιώτης
Γέροντας Γερμανός Σταυροβουνιώτης

Αυτό που είχε ή μάλλον αυτό που ήταν -βίος ενάρετος- δεν το φανέρωνε. Το κρατούσε «έσωθεν», στα «ταμεία και τας αποθήκας της καρδίας» (άγ. Μακάριος) όπου είναι και το πεδίον διεξαγωγής των πνευματικών αγώνων. Εξωτερικά έδινε την εντύπωση του ιδιώτη, του πτωχού και εξουθενωμένου, του «σαλού διά Χριστόν». Έτσι εκρατείτο στην ασφάλεια, αλλά και στο μεγαλείο της εκούσιας ασημότητας και της καταφρονήσεως και εσώζετο από την παγίδα να υπολογίζει σ’ αυτόν ο κόσμος «υπέρ ο βλέπει ή ακούει» (Β’ Κορ. ιβ’ 6). «Αί παγίδες του νοητού εχθρού –γράφει– συντρίβονται μόνον διά της ταπεινώσεως και της πνευματικής αγάπης προς πάντας».

Αναδιφώντας κανείς τις επιστολές του παρατηρεί πως αυτό το ταπεινό και κενωτικό φρόνημα που τον διέκρινε – για όσους τον γνώρισαν – δεσπόζει και στα γράμματά του στα πνευματικά του τέκνα, που αποτελούν πνευματικές παραινέσεις για κάθε αγωνιστή του πνεύματος. Γράφει σε μια επιστολή του σε πνευματικό του τέκνο:

«Ο Ιησούς τον όποιον ηκολουθήσαμεν θεληματικώς ή μάλλον ηξιώθημεν να μας δοθή αυτό το χάρισμα..» Κάνει τη διόρθωση «ή μάλλον…» για να βρίσκεται στην καθοδηγητική γραμμή του αποστόλου Παύλου (Α’ Κορ. δ’ 7). Αν νικηθεί από την έπαρση θα χάσει το χάρισμα, που δεν είναι δικό του, αλλά του «εδόθη». Το «χάρισμα» παραμένει, «αναπαύεται και θάλλει και αυξάνει εν τη ταπεινοφροσύνη» (αγ. Μακάριος).

Σε άλλο σημείο γράφει σχετικά: «Όταν η καρδιά του ανθρώπου έχη το φόβο του Θεού, έχει την ταπείνωσιν και έχουσα την ταπείνωσιν δεν φοβείται να πέση, κατά το προφητικόν «η καρδιά μου τω φόβω σου σκεπέσθω ταπεινοφρονούσα μή, υψωθείσα, αποπέση εκ σου Πανοικτίρμον» (Αναβαθμοί Πλ. Δ’ ήχου). Και ο άγιος Μακάριος από τα πνευματικά του βιώματα βεβαιώνει: «Ο ταπεινός ουδέποτε πίπτει. Που γάρ πεσείν έχει υποκάτω πάντων ών;» Και ο γέροντας Γερμανός επανέρχεται συχνά στο ίδιο αγαπητό του θέμα και σημειώνει: «Η ταπείνωσις είναι η πιο σύντομος οδός η άγουσα εις την πνευματικήν κατάρτισιν».

Η λαχτάρα του να προχωρήσει περισσότερο στην «ατέλεστον» οδόν της ταπεινοφροσύνης φαίνεται και από τους παρακλητικούς στίχους που ο ίδιο συνθέτει και απευθύνει στον Χριστό.

«Δός μου, Χριστέ, ταπείνωσιν, πνεύματι να πτωχεύσω, την θάλασσα των πειρασμών ακόπως για να πλεύσω. Δός μοι, Χριστέ, ταπείνωσιν και απλότητα καρδίας, για να μπορέσω να γενώ κάτοικος Βασιλείας».

2. Αυτομεμψία

Έκφραση της ταπεινοφροσύνης του Γέροντα είναι και η αυτομεμψία του (αυτοκατηγορία). Όπως λέγει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «η αυτομεμψία σύνεστιν (=συνυπάρχει) αεί τη ταπεινώσει της ψυχής». Ο δε Μ. Βασίλειος λέγει πως η αυτομεμψία είναι «αφανής προκοπή», η δε «οίησις αφανής απώλεια». Και ο γέροντας Γερμανός ακολουθώντας την παράδοσιν των διδασκάλων και εμπνευστών της πνευματικής ζωής δεν χάνει ευκαιρίαν να κατηγορήσει τον «ανάξιον», τον «χωρίς αρετήν», τον «τυφλόν» εαυτόν του. Γράφει λοιπόν σε μια επιστολή του: «Πτωχός και πένης ειμί εγώ πάσης αγαθής πράξεως… Ο Ιησούς μας είπε: «εμέ δει εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με». Εγώ όμως τι πρέπει να κάμω που δεν έχω την δύναμιν όχι μόνον τα έργα του Ιησού να ποιήσω, αλλ’ ουδέ τα πλέον μικρά και ελάχιστα; Ημείς -λέγει ο απ. Παύλος – είμεθα «μεσίται Θεού και ανθρώπων» ίνω τύχωσι σωτηρίας. Εγώ όμως που δεν είμαι άξιος ουδέ τον εαυτόν μου να σώσω, τι πρέπει να κάνω;… Εάν είχον και ολίγην έστω αρετήν, μάλλον ακτίνα φωτός, θα μπορούσα να φωτίσω άλλους και να τους οδηγήσω εις την οδόν της σωτηρίας. Τουναντίον όμως, εφαρμόζεται και δι’ εμέ το «τυφλός τυφλόν οδηγεί και αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται». Πραγματικώς πολύ λυπούμαι… Αρμόζει και εις εμέ το: «ιατρέ θεράπευσον σεαυτόν» και «γενέσθαι φως και ούτως φωτίσας». Και με φρόνημα ταπεινό εκζητεί τις προσευχές των πνευματικών του τέκνων. «Θα θαρρήσω εις τας προσευχάς των πνευματικών μου τέκνων, ως είπε και ο Απόστολος, «εύχεσθε υπέρ εμού» διότι πιστεύω ότι πολλοί υποτακτικοί έσωσαν τους γέροντές τους με την επιμονήν εις τας προσευχάς των».

3. «Ουδέν ισχυρότερον απογνώσεως»

Εύκολα θα οδηγηθεί κανείς στο συμπέρασμα πως μετά την κατάσταση αυτή της αυτομεμψίας θα έλθη η απόγνωση, δηλαδή η απώλεια της ελπίδας για σωτηρία. Είναι όμως έτσι; Ας το δούμε.

Υπάρχει μια απόγνωση που την εμπνέει ο διάβολος. Είναι η απώλεια της ελπίδας στο Θεό Πατέρα την οποίαν ο Γέροντας ονομάζει «τέρας θηριόμορφον». Σ’ αυτήν όμως δεν οδηγεί η αυτομεμψία. Υπάρχει και μια άλλη απόγνωση που την φοβείται ο διάβολος και αγωνίζεται να την καταργήσει, γιατί φέρει την ενίσχυση της ελπίδας στο Θεό. Είναι αυτή που ακολουθεί την αυτομεμψία και χαρακτηρίζει τη ζωή των αγίων. Είναι η εγκατάλειψη της ελπίδας για σωτηρία από τον εαυτό μας, τα επιτεύγματά μας, τις φιλοδοξίες και τους θριάμβους μας, τα πλούτη μας και την ευμάρειά μας και γενικά από όλα τα ανθρώπινα. Και κατά συνέπειαν η απελευθέρωση του ανθρώπου από αυτά. Τίποτε από αυτά δεν σώζει τον άνθρωπο, δεν του χαρίζει δηλαδή πλήρωμα ζωής, γιατί σαν ανθρώπινα φέρουν την σφραγίδα της ανεπάρκειας. Τους λείπει η διάσταση του θείου. Η βιολογική ζωή, την οποίαν και μόνον εξυπηρετούν, στερείται πληρότητας και ολοκληρίας, που υπάρχει μόνο στην ένωση θείου και ανθρωπίνου. Η ανθρωπίνη σωτηρία είναι ματαία (Ψαλμ. υθ’ 13).

Το βασικό αμάρτημα του άνθρώπου από το ξεκίνημα της ιστορίας του μέχρι σήμερα είναι η ψευδαίσθηση πως μπορεί να τελειωθεί με τα ανθρώπινα πράγματα, γι’ αυτό και υποδουλώνεται σ’ αυτά και χάνει την ελευθερία του και τον ηγεμονικό ρόλο του πάνω σε όλα, όπως καθώρισε ο Θεός από την αρχή (Γεν. α’ 26, 28). Αντί να άρχει στα πράγματα γίνεται αρχόμενος από αυτά. Στην πραγματικότητα τα καθιστά θεούς του, τα λατρεύει και μιλά για τον θάνατο του Θεού. Και στο τέλος το μόνο που του εξασφαλίζουν είναι η απώλεια και ο θάνατος και του ίδιου του ανθρώπου. Γι’ αυτό για να μη επολεσθεί ο άνθρωπος πρέπει να απολεσθεί η ελπίδα στα πράγματα και στον «κόσμο» που θέλει να κερδίσει.

Ο Χριστός σαν όρο σωτηρίας έθεσε την απώλεια. Σωζόμαστε, δηλ. ζούμε το πλήρωμα της ζωής, αν απολέσουμε την «ψυχή» μας, δηλαδή τον βιολογικό τρόπο ζωής (Ματθ. ις’ 25). Και γίνεται αυτή η απώλεια «ένεκεν εμού» λέγει ο Χριστός, δηλαδή «διά τον εις εμέ πόθον» (αγ. Ισαάκ) και την πληρότητα ζωής που βρίσκεται «εν Αυτώ». Σχολιάζοντας αυτήν την «απώλεια» ο άγιος Ισαάκ λέγει: «Λοιπόν ετοίμασον την ψυχήν σου εις αφανισμόν τέλειον» για να σωθείς. Το ίδιο κατηγορηματικός είναι και ο άγιος Μάξιμος όταν λέγει: «Πάντα τα φαινόμενα (=όσα φαίνονται) δείται σταυρού και πάντα τα νοούμενα δείται ταφής». Όλοι στοχεύουν την τέλεια απόγνωση.

Πως μπορεί ο άνθρωπος να στηρίζει την ελπίδα του σε πράγματα που πρέπει να σταυρώσει και να νεκρώσει για να σωθεί, δηλ. για να ζήσει αληθινά, και να είναι και ο ίδιος σταυρωμένος γι’ αυτά, δηλαδή ελεύθερος; Η καύχηση του απ. Παύλου είναι γιατί σταυρώθηκε για όλα (Γαλ. ς’ 14) δηλαδή έγινε ελεύθερος «εν Χριστώ».

Η απόγνωση λοιπόν είναι η νίκη όλων των πραγμάτων. Γι’ αυτό ο αγ. Ισαάκ διακηρύττει: «Ουδέν ισχυρότερον απογνώσεως· αύτη ου γινώσκει ηττηθήναι υπό τίνος». Πως να νικηθεί αφού όλα τα υποτάσσει και βασιλεύει πάνω σ’ όλα! Ο Κύριος επί του Σταυρού είναι Βασιλεύς της δόξης. Τον αποκαλώ Βασιλέα – λέει ο Χρυσόστομος – επειδή τον βλέπω σταυρούμενον. Σταυρούμενος – φαινομενικά νικημένος – νικά και θριαμβεύει επί όλων των «αρχών και εξουσιών του σκότους» (Κολ. β’ 15).

Σ’ αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος επιστρέφει στο βασιλικό του αξίωμα που είχε πριν από την πτώση. Τους τρεις Παίδες που όχι απλώς δέχονται να μπούν στη φωτιά, αλλά και μέσα στη φωτιά αναπέμπουν προσευχή γεμάτη ταπείνωση και αυτομεμψία τους σέβεται η φωτιά. Τον προφήτη Δανιήλ σέβονται τα λιοντάρια όπως και πλήθος άγιοι «ηυλίζοντο μετά των θηρίων» που όχι μόνον δεν τους έβλαπταν, αλλά και τους σέβονταν υποτακτικά.

Το να φθάσει ο άνθρωπος στην τέλεια απόγνωση είναι τελείωση. Αυτό όμως είναι ακατόρθωτο εφ’ όσον βρισκόμαστε στο σάρκινο σκήνωμα. Αφού και αυτών των «τελείων η τελειότης είναι ατέλεστος». Αποτελεί όμως στόχον όλων των αγίων, που διάλεξαν την πορείαν της θεώσεως μέσω του σταυρού και του θανάτου. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ερμηνεύοντας τα λόγια του Θεού στο Μωϋσή μπροστά στη φλεγόμενη βάτο, «λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου», λέγει και τα εξής: «Απαιτείται κάθαρση, γιατί ούτε το ελάχιστο δεν πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο, ούτε και υποδήματα, δηλ. ούτε και κάποιο πάθος, καμμιά προσκόλληση σε κάτι ή άλλο νεκρό πράγμα. Μόνο ο κεκαθαρμένος -λέγει ο ίδιος άγιος- θα μπορέσει να εγγίσει την «αγίαν και θεοβάδιστον γην». «Καθαρτέον εαυτόν πρώτον και είτα τω Καθαρώ προσομιλητέον».

Η εγκατάλειψη της ελπίδας στα πράγματα του κόσμου έρχεται σαν αποτέλεσμα του προσανατολισμού μας σε μια άλλη ελπίδα, στην ελπίδα της μέλλουσας ζωής, όπως γράφει και ο γέροντας Γερμανός: «Όταν ο άνθρωπος πιστεύει ακραδάντως εις την μέλλουσα ζωήν, αδιαφορεί διά την πρόσκαιρον ζωήν, φροντίζει να περάσει «όπως – όπως» σαν ένας οδοιπόρος περαστικός. Ούτε κατοικίαν επίσημον θέλει, ούτε τιμάς προσδέχεται, ούτε ονειδισμούς φοβείται, ούτε κακοπάθειαν αποστρέφεται, αλλά όλος χαράν εμπεπλησμένος ουδέποτε λυπείται, διότι προσδέχεται την μέλλουσαν πόλιν, ως ο Αβραάμ, «ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός». Και σε άλλο σημείο γράφει: «Πόσον θα ήμην χαρούμενος, εάν έβλεπα τα πνευματικά μου τέκνα βαδίζοντα την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, την άγουσαν όμως επί το βραβείον της άνω κλήσεως! Θα επληρούτο και εις εμέ το «οι σπείροντες εν δάκρυσιν εν αγαλλιάσει θεριούσι».

Η απάντηση της επιθυμίας να προσκολληθούμε στα πράγματα του κόσμου δεν εξαντλείται σε μια στείρα άρνηση, αλλά σε μια μεταμόρφωση του πάθους για τον κόσμο σ’ ένα πάθος για τον Χριστό και τη Βασιλεία Του. Ο έρωτας για τον κόσμο μεταμορφώνεται σε έρωτα για τον Χριστό. Αυτή η μεταμόρφωση αποτελεί τον σκοπό της Ορθοδόξου ασκήσεως. Είναι πορεία δύσκολη, μαρτυρική, σταυρώσιμη, πορεία στην αληθινή ζωή μέσω του θανάτου που είναι και νίκη κατά του θανάτου. «Ιδού γάρ ήλθε διά του Σταυρού χαρά..». Είναι αυτό που ονομάζεται στην Ορθόδοξη Παράδοση «χαροποιόν πένθος» η «χαρμολύπη». Πενθεί κανείς και λυπείται και κλαίει και στερείται από πολλά και σταυρούται και νεκρούται για τον «κόσμο» και από αυτή την κατάσταση έρχεται χαρά γιορταστική. «Όποιος περνά τη ζωή του συνεχώς με το κατά Θεόν πένθος, δεν παύει από του να εορτάζει καθημερινά» (άγ. Ιωάννης της Κλίμακος). Η οδύνη από την απόγνωση που αναφέραμε οδηγεί στη χαρά της ελπίδας στο Θεό. Ο σταυρός οδηγεί στην Ανάσταση. «Επί τον σταυρόν ανίωμεν (=ας ανέλθωμεν). Γλυκείς οι ήλοι ει και λίαν οδυνηροί» (Γρηγόριος Θεολόγος). Από την τεθλιμμένην οδόν οδηγούμαστε στη ζωή. Ο Κύριος μακαρίζει τους πενθούντας «ότι αυτοί παρακληθήσονται». Και ο αγ. Ισαάκ: «Πάση διά Θεόν ταλαιπωρία, άνεσις ακολουθεί».

Και ο Γέροντας μιλώντας για το ίδιο θέμα χρησιμοποιεί το παράδειγμα των αγίων Σαράντα μαρτύρων και γράφει: «Αλγεινή η πήξις (=η παγωμένη λίμνη) αλλ’ ηδεία η απόλαυσις· δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο Παράδεισος. Έν τω κόσμω θλίψιν έξετε αλλά θαρσείτε εγώ νενίκηκα τον κόσμον». Και σε άλλο σημείο γράφει: «Ω, τι μυστήριον κρύπτεται μέσα εις αυτήν την κατά Θεόν λύπην! Από αυτήν γεννάται χαρά ανεκλάλητος, που δεν ανταλλάσσεται ούτε με όλους τους θησαυρούς της γής. Είναι η χαρά της Βασιλείας των Ουρανών, κατά τον λόγον του Κυρίου: Η «Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν»… Πως θα αποκτήσωμεν την χαράν ταύτην; Δήλον ότι διά του κατά Θεόν πένθους, διότι λέγει: Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται. Αναθέτοντες δε κάθε πρόβλημά σας στην πρόνοια του Θεού μπορείτε παντοτεινά να χαίρετε… Και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών». Και αλλού βλέπει την χαράν σαν αποτέλεσμα της απάρνησης του θελήματος μας, δηλαδή της απόγνωσης. Γράφει σ’ ενα δίστιχο:

«Αν θέλεις να ’χεις τη χαρά παντοτινά κοντά σου, μην προσπαθείς να εκτελείς θελήματα δικά σου».




Γέροντας Γερμανός Σταυροβουνιώτης
Γέροντας Γερμανός Σταυροβουνιώτης

4. Η «μακαρία ελπίς»

Η κάθαρση του ανθρώπου από τα πάθη και η εγκατάλειψη της ελπίδας στα πράγματα του κόσμου τον οδηγεί «πορευθήναι οπίσω του Χριστού» και στην εκζήτηση του ελέους Του. Η απόγνωση από τον εαυτό μας και τον κόσμο μας οδηγεί στη «μακαρίαν ελπίδα του Θεού» (Τίμ. β’ 13) την οποία κατέχει «ως άγκυραν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν». (Έβρ 6, 19).

Ο γέροντας Γερμανός βλέπει την έλλειψιν ελπίδας εις τον Θεόν σαν τέχνην του πονηρού και λέγει: «Ο πονηρός φροντίζει να μας φέρει την απελπισίαν με το ότι δεν προοδεύομεν και δεν κατορθώνομε καμμιάν αρετήν. Και αυτή είναι η τέχνη του… Ό,τι όμως και αν σας φέρει στον λογισμόν, λέγετε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…» και τότε «ως εκλείπει καπνός εκλείψει ο πολέμιος». Ή χρησιμοποιεί τα λόγια του Ψαλμωδού: «Εν τω ουρανώ τα όμματα εκπέμπω μου της καρδίας, προς σε Σωτήρ, σώσόν με ση επιλάμψει» (Ανάβαθμοί Β’ Ήχου). «Εμοί δε το προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν έστι, τίθεσθαι εν τω Κυρίω την ελπίδα της σωτηρίας μου» (Ψαλμ. οβ’ 28).

Η αδιάλειπτος μνήμη του Θεού, λέγει ο άγιος Μακάριος, βοηθεί τον άνθρωπον «διαφυγείν και ρυσθήναι του πονηρού». Και ο γέροντας Γερμανός γράφει: «Ο Ιησούς ας είναι το εντρύφημα της διανοίας σας και ο στόχος της οδοιπορίας σας».

5. Η ατέρμων μετάνοια

Η Μετάνοια σαν αλλαγή της ζωής της πτώσεως στην κατά Χριστόν ζωήν είναι ατέρμων. Διότι όσο και αν προχωρήσει ο άνθρωπος στην αγιότητα, παρουσιάζει κάθε λίγο και σημεία της αμαρτωλής καταστάσεως. Γι’ αυτό, κατά τον άγιον Ισαάκ, «Χρήζομεν μετανοίας εν ταίς εικοσιτέσσαρσιν ώραις της νυκτός και της ημέρας… εως θανάτου». Και το έργον αυτής, κατά τον ίδιον άγιον, «ου δύναται τελειωθήναι πώποτε». Οι άγιοι όχι απλώς δεν έλεγαν ότι «ετελειώθησαν» εις την μετάνοιαν, αλλά είχαν την συναίσθηση ότι δεν «έβαλαν αρχήν μετανοίας». Στην ίδια γραμμή είναι τοποθετημένος και ο γέροντας Γερμανός. Παρ’ όλην την επί έξι δεκαετίες άσκησή του να ζήσει το «κατά Χριστόν είναι», ομιλεί με τέτοιο τρόπο σαν να μη έκανε τίποτε και ζητεί, έστω και λίγο, να μείνει κοντά στον Χριστό στο τέλος της ζωής του.

«Εσείς –γράφει– θέλετε στήριγμα, καλώς κάμνετε. Εγώ δεν έχω στήριγμα ει μή μόνον τον Θεό. Παρακαλέστε τον να μου δίδει κουράγιο, αντοχήν, υπομονήν, ίσως ανατείλουν δι’ εμέ καλύτεροι ημέραι, φωτεινοί, ημέραι ανακουφίσεως, και μπορέσω να συγκεντρωθώ και απολαύσω Όν επόθησα εκ νεότητάς μου. Να ζήσω έστω και λίγα χρόνια κοντά Του!»

Αναφέρεται στο «Γεροντικό» για τον αββά Σισώη πως όταν επρόκειτο να πεθάνει έλαμπε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και έβλεπε τον Μ. Αντώνιο, τον χορόν των Προφητών και των Αποστόλων, και εφαίνετο να συνομιλεί με κάποιον. Και όταν οι παρευρισκόμενοι τον ρώτησαν με ποιον συνομιλεί απάντησε: Να, οι άγγελοι ήλθαν να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν να μετανοήσω έστω και λίγο. Και όταν του είπαν δεν έχει ανάγκην να μετανοήσει, απάντησε: «δεν ξέρω αν έβαλαν αρχήν μετανοίας». Και όταν παρέδωκε το πνεύμα εγένετο ως αστραπή και επλήσθη όλος ο οίκος ευωδίας. (Γεροντικό, εκδ. «Αστήρ», σελ. 111).

Τέτοια είναι η Μετάνοια των αγίων: «Καρδιά συντετριμμένη και τεταπεινωμένη» (Ψαλμ. ν’), κατάστασις διαρκείας, ισόβια, «Έπεσες;» ερωτούν οι Πατέρες, «ανάστα· και πάλιν έπεσες, πάλιν ανάστα· μη απογινώσκων όλως (=χωρίς να επελπίζεσαι καθόλου) την σεαυτού σωτηρίαν» (Πέτρος Δαμασκηνός).

Όταν λοιπόν ο γέροντας Γερμανός στα βαθειά γηρατειά βλέπει τον εαυτό του σαν να μή πέτυχε τίποτε και επιθυμεί να ζήσει έστω και για λίγο κοντά στον Χριστό, βρίσκεται μέσα στο κλίμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως που πιστεύει στο απεριόριστον της Μετανοίας, αφού και αυτών των «τελείων η τελειότης είναι ατέλεστος».

6. Πτωχεία

Ο Γέροντας είναι ο πεινασμένος και διψασμένος για τη Βασιλεία του Θεού. Ποθεί ν’ ακολουθήσει την πτωχείαν Εκείνου που «επτώχευσε δι’ ημάς» και αυτό συνιστά στα πνευματικά του τέκνα. Ήξερε πόσον μεγάλος πειρασμός είναι ο πλούτος και η πολυτέλεια και γι’ αυτό ζούσε με άκρα λιτότητα. Έγραφε δε σε πνευματικά του τέκνα: «ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην γενόμενος άνθρωπος ούκ είχε που την κεφαλήν κλίνει, διδάσκων ημάς την ακτημοσύνην και ότι είμεθα πάροικοι και παρεπίδημοι, οδοιπόροι της παρούσης ζωής και ξένοι των εγκοσμίων. Οφείλομεν λοιπόν να μιμηθώμεν τον Κύριόν μας. Μή μας μέλλει αν θα κατοικώμεν εις καλό ή ημελημένο κελλί. Όταν Εκείνος δεν είχε που την κεφαλήν κλίνει, ημείς διά το κελλί να φθάσωμεν εις το σημείον να εγκαταλείψωμεν τον αγώνα να γίνωμεν φυγάδες; Απολαύσεις εις πολυτελή κελλία δεν αρμόζουν εις τους ακολουθούντας Αυτόν. Ακολουθήστε λοιπόν τον Ιησούν «όπου αν υπάγη».

Η κάθαρση από την επιθυμίαν των απολαύσεων κατορθούται αν ο άνθρωπος επιθυμήσει την απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών. Τότε θα καταλάβει πως «καλή ευπορία είναι το διά Χριστόν απορείν» (Γρηγόριος Θεολόγος). Με τον τρόπον αυτόν γράφει και καθοδηγεί τους παραλήπτες των επιστολών του: «Πόσον είμεθα ατελείς και χρειαζόμεθα δύναμιν πνευματικήν ή μάλλον πτερά διά να μας αναβιβάσουν εις τον ουρανόν νοερώς να ίδωμεν τα αγαθά α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν, οίτινες ηκουλούθησαν Αυτόν άχρι θανάτου, ως ήτο ο απόστολος Παύλος, ο οποίος λέγει: Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχώρια ή ξίφος ή μάχαιρα..; ταύτα έχοντες κατά νούν οφείλομεν να βαδίζωμεν πάντοτε εμπρός· Μη στραφώμεν εις τα οπίσω και γίνωμεν «στήλη αλός» ως η γυνή του Λώτ» (σύμβολον του ανθρώπου που φεύγει την αμαρτίαν για λίγο και επιστρέφει πάλιν σ’ αυτή). Και αλλού επιλέγει: «Ας υπομείνωμεν τα παρόντα δεινά διά την ελπίδα των μελλόντων αγαθών».

Τα υλικά αγαθά συνήθως γίνονται πάθος και παρεμβάλλονται μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού και δημιουργούν «χάσμα μέγα». Μας εμποδίζουν να κοινωνήσωμεν και να ενωθούμε με τον Θεόν. Γι’ αυτό ο άγιος Ισαάκ λέγει: «Προηγείται του συνδεθήναι Θεώ το λυθήναι της ύλης». Και ο γέροντα Γερμανός προσανατολίζει τα πνευματικά του παιδιά προς την «αγάπην του Χριστού», προς τη Βασιλεία Του και προς τα «αγαθά α ητοίμασεν ο Θεός». Τους γεμίζει την ζωήν με κάτι άλλο, αφού θα αητοπαραιτηθούν από την προσκόλλησιν στα παρόντα Οι μύστες της άνω πορείας δεν υποδουλώνονται στα φθειρόμενα, «άνω γάρ ορώσι».

«Σας εύχομαι -γράφει- όπως οδεύετε την οδόν την φέρουσαν εις την ουράνιον πόλιν, ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός. Ημών γάρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει. Έν τω κόσμω τούτω υπάρχουν τρικυμίαι, ανεμοζάλαι, κύματα αφρίζοντα έτοιμα να καταποντίσουν κάθε ψυχήν, αλλά υπάρχει η σωτήριος άγκυρα, η πίστις εις τον αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν. Πιστεύοντας εις τον Θεόν δεν απελπιζόμεθα, ουδέ ατονούμεν… Λοιπόν άνω «σχώμεν τας καρδίας».

Έτσι σκέπτεται και ζει και γράφει και καθοδηγεί ο γέροντας Γερμανός. Ο βίος του υπήρξεν «επαινετός και Θεώ καθαιρόμενος». Είχε την Χάριν του Αγ. Πνεύματος, το οποίον, όπου πνεύσει «εξαίρει των της γης (= τον υψώνει από τα γήϊνα) πτεροί, αύξει (=αυξάνει την χάριν) τάττει άνω» (Αναβαθμοί Πλ. Β’ ήχου). Θα μπορούσε να πει με τον άγ. Γρηγόριο Θεολόγον: «Εφύλαξα την καλήν παρακαταθήκην (τον Χριστόν), ή ζώ και πολιτεύομαι, ην και συνέκδημον λάβοιμι, μεθ’ ής και αλγεινά πάντα φέρω και τερπνόν άπαν διαπτύω» (το περιφρονώ).

Πηγή: Περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία [ www.orthodoximartyria.com ], Έκδοση Παγκυπρίου Συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως «Οι Φίλοι του Αγίου Όρους» τεύχος 100, Λευκωσία Χειμώνας 2013.