Οι Διωγμοί της Ορθόδοξης πίστης στη Σοβιετική Ρωσία – Γ΄

16 Σεπτεμβρίου 2013

Βέβαια, ό,τι σχεδιαζόταν από τα επιτελεία των κομμουνιστών θα έπρεπε να συμβεί από «την επιμονή των εργάτων» και με «πρωτοβουλία από κάτω». Στη Saratovskaya Gubernia, οι κομμουνιστές οργάνωσαν μεγάλη προπαγάνδα στις εφημερίδες, προκειμένου να παρουσιάσουν την Εκκλησία ως Ιούδα που παρέδωσε το Χριστό, ενώ ο Χριστός βέβαια παρουσιαζόταν, φυσικά, ως ο πεινασμένος λαός. Στα πρωτοσέλιδα του Τύπου δημοσιεύονταν ανώνυμα γράμματα από  δήθεν «χριστιανούς». Σε ένα από αυτά αναφερόταν χαρακτηριστικά: «Θεωρούσα την εαυτή μου ορθόδοξη χριστιανή και πιθανότατα θα παρέμενα τέτοια, αν οι ιερείς δεν ήταν υποκριτές και άπληστοι για χρήματα. Από τη στιγμή αυτή, όμως, μεταπείθομαι και κατηγορώ όλους τους ιερείς, ανεξαιρέτως, ότι εσείς δεν είστε υπηρέτες του Θεού, αλλά του “χρυσού μόσχου”»[16].

soviet

Όταν οι Αρχές βεβαιώθηκαν ότι η κοινή γνώμη είναι με το μέρος τους, το VTSIK, την 26η Φεβρουαρίου του 1922, έδωσε εντολή για την κατάσχεση των εκκλησιαστικών κειμηλίων. Αμέσως, σε ολόκληρη τη χώρα, άρχισαν αρπαγές αλλά και συγκρούσεις με τον πιστό λαό. Οι Κομμουνιστές αυτό περίμεναν και κατηγόρησαν την Εκκλησία για αντεπαναστατική δραστηριότητα. Στην πόλη Šuya, τη 15η Μαρτίου του 1922, κατά τη κατάσχεση ο λαός αφόπλισε τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού. Για να αντιμετωπίσουν το εξεγερμένο πλήθος οι Αρχές έστειλαν στρατιωτικό απόσπασμα οπλισμένο με πυροβόλα, το οποίο επέβαλε την τάξη, με θύματα όμως από την πλευρά των αμάχων πέντε νεκρούς και δεκαπέντε τραυματίες. Την ίδια ημέρα επαναστάτησαν οι εργάτες δύο εργοστασίων και έτσι ο Κόκκινος Στρατός δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην πόλη μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας[17].

Όταν ο Λένιν πληροφορήθηκε τα νέα αυτά, έστειλε προσωπική επιστολή στον Β. Μ. Μόλοτωβ και στα μέλη του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚ Ρωσίας, τη 19η Μαρτίου του 1922, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά: «…Ένας ευφυής συγγραφέας, όταν ρωτήθηκε για τη γραμμή που πρέπει να κρατήσει η κρατική πολιτική, απάντησε ότι, αν για συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς πρέπει να πραγματοποιηθούν θηριωδίες, αυτές πρέπει να έχουν σύντομη διάρκεια και  δυναμικό χαρακτήρα, επειδή ο λαός δεν θα αντέξει για μεγάλο χρονικό διάστημα τέτοιες  θηριωδίες. Η διεθνής θέση της Ρωσίας, την περίοδο αυτή, δικαιολογεί τη διάπραξη τέτοιων θηριωδιών. Μετά τη Συνάντηση της Γένοβας μπορεί τα σκληρά μέτρα κατά της αντιεπαναστατικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας να μην ήταν δυνατά και να ενείχαν κινδύνους για εμάς. Τώρα, όμως, η νίκη μας είναι αδιαμφισβήτητη… Για το λόγο αυτόν προτείνω, χωρίς δισταγμό, να λάβουμε σκληρότατα μέτρα, ακριβώς αυτήν τη χρονική στιγμή, να έρθουμε σε άμεση ρήξη με την εκκλησιαστική ιεραρχία και να τη συντρίψουμε τόσο ανελέητα, ώστε να μας θυμούνται για πολλές δεκαετίες μετά… Όσους περισσότερους εκπροσώπους του Κλήρου και της Μπουρζουαζίας εξοντώσουμε, τόσο το καλύτερο…»[18].

Έτσι, στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε οργανώθηκαν από τις κομμουνιστικές Αρχές δημόσια δικαστήρια και διεξήχθησαν δίκες με κατηγορούμενους κληρικούς, 154 στη Μόσχα και 80 στην Αγία Πετρούπολη (Λένινγκραντ)[19]. Στη Μόσχα, καταδικάστηκαν σε θάνατο διά τουφεκισμού οι ιερείς Αλέξανδρος Zaozerski, Βασίλειος Sokolov, Χριστόφορος Nadezhdin, ο ιερομόναχος Μακάριος (Telegin) και ο λαϊκός Σέργιος Tichomirov. Στην Αγία Πετρούπολη (Λένινγκραντ) ο μητροπολίτης της πόλης Veniamin (Kazanski), ο αρχιμανδρίτης Σέργιος (Šeyn), οι λαϊκοί Iurij Novatski και Ιωάννης Kavšarov. Οι υπόλοιποι φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν στη Σιβηρία. Σύμφωνα με το αρχειακό υλικό που μέχρι σήμερα έχει μελετηθεί, το 1922 διεξήχθησαν, στη χώρα, 231 δίκες και καταδικάστηκαν 732 άτομα[20].

            Στην τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, οι αρχές της Σοβιετικής Ρωσίας προχώρησαν από την περιστασιακή προπαγάνδα, στη συστηματικά οργανωμένη δράση για την τελική εξόντωση της Εκκλησίας, με ευθύνη της «Κοινής Κρατικής Πολιτικής Διοίκησης» (= Объединенное государственное политическое управление // ОГПУ), υπεύθυνος της οποίας για εκκλησιαστικά ζητήματα ήταν ο E. A. Tučkov. Το 1931 ο ίδιος βραβεύθηκε με το παράσημο της «Κόκκινης Σημαίας» για τις υπηρεσίες του στην Πατρίδα. Συγκεκριμένα, βραβεύθηκε για την επιτυχή του δράση με τις εξής επιτυχίες:

ü  Σχίσμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία (σε τρία γενικά κινήματα: «Ανανεωτικοί»,  «Οπαδοί του Τύχωνος» και λοιποί).

ü  Κατάσχεση εκκλησιαστικών κειμηλίων.

ü  Οργάνωση δύο εκκλησιαστικών συνόδων (των «Ανανεωτών»), οι οποίες καθαίρεσαν τον πατριάρχη Τύχωνα και αποφάσισαν την εκκένωση των Μονών, την παραχώρηση των ιερών λειψάνων στις κρατικές Αρχές και τήρηση νομιμοφροσύνης προς τη Σοβιετική εξουσία.

ü  Παρασκηνιακή δραστηριοποίηση στο εξωτερικό, σχετικά με ζητήματα της Εκκλησίας της Ρωσίας.

ü  Ματαίωση και διπλωματική αποτροπή της Σταυροφορίας, που προκήρυξε το 1930 ο Πάπας Ρώμης κατά της Σοβιετικής Ένωσης.

ü  Δραστηριοποίηση, με στόχο αποδοχής στο Στρατό διαφόρων αιρετικών.

ü  Εξουδετέρωση των παράνομων αντεπαναστατικών οργανώσεων, οι οποίες δρούσαν υπό τη σημαία των Σχισματικών («Ζώσα Εκκλησία»)[21].

[Συνεχίζεται]

[16] Саратовские известия. 1922, 10 февраля. №32, c. 3.

[17] Телеграмма губкома г. Иваново-Вознесенска в Политбюро 18 марта 1922 г./ Русская Православная Церковь и коммунистическое государство, 1917–1941, c. 88.

[18] Русская Православная Церковь и коммунистическое государство, 1917–1941, с. 88-91.

[19] Ibidem, 69.

[20] Архивы Кремля. В 2-х кн./ Кн. 1. Политбюро и Церковь. 1922–1925 гг. М.-Новосибирск, 1997, 78.

[21 Русская  Православная  Церковь и коммунистическое государство. Документы и фотоматериалы. Москва, 1996, 290–291.