Ο Γέρ. Ιωσήφ ο Ησυχαστής & η Αγιορειτική ανάκαμψη -2
1 Σεπτεμβρίου 2013Βέβαια στην ανάκαµψη αυτή συνέβαλε πολύ και η οµαδική εγκατάσταση συνοδειών, που προσήλθαν από µονές εκτός Αγίου Όρους. Οι συνοδείες αυτές έρχονταν προσκαλούµενες από παλαιότερους αγιορείτες, που έβλεπαν µέ πόνο την ερήµωση των µονών τους. Συνήθως µάλιστα στις περιπτώσεις αυτές χρειάζονταν να παρακαµφθούν και τυπικά εµπόδια, προκειµένου να καταστεί δυνατή η εγκατάστασή τους στις µονές. Έτσι η µονή που προσκαλούσε κάποια συνοδεία, σε συνεννόηση µέ την Ιερά Κοινότητα, παρέκαµπτε ακόµα και τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη (άρθρο 112) σχετικά µέ την ηλικία η τον τόπο κουράς του πνευµατικού πατέρα της συνοδείας και επέτρεπε την έλευση και ανάδειξή του σε ηγούµενο. Τέτοια όµως προβλήµατα δεν υπήρχαν για τις αγιορείτικες συνοδείες που µετακινήθηκαν από εξαρτήµατα σε µονές, όπως ήταν οι συνοδείες των πνευµατικών τέκνων του Γέροντα Ιωσήφ.
Ο πρώτος συνασκητής του Γέροντα Ιωσήφ, ο Γέροντας Αρσένιος, µαζί µέ τον παπα-Χαράλαµπο και την συνοδεία του µετακινήθηκαν το 1967 στο Μπουραζέρι και τελικά, τον Σεπτέµβριο του 1979, ως συνοδεία εικοσιενός µελών στην Ιερά Μονή Διονυσίου, όπου ο παπα-Χαράλαµπος έγινε ηγούµενος [12].
Ο παπα-Εφραίµ, τώρα προηγούµενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, πήγε µέ την συνοδεία του το 1967 στο Κελλί του Αγίου Αρτεµίου της Σκήτης της Προβάτας, και το 1973 πλαισιούµενος από την εικοσιεξαµελή συνοδεία του ανέλαβε την ηγουµενία της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, η οποία µετατράπηκε από ιδιόρρυθµη σε κοινοβιακή. Το 1979 δωδεκαµελής οµάδα της διευρυµένης πλέον αδελφότητας της Φιλοθέου εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Κωνσταµονίτου. Το 1980 ένα από τα πνευµατικά τέκνα του παπα-Εφραίµ, ο ήδη µακαριστός Εφραίµ ο νεώτερος, πλαισιούµενος από εικοσαµελή οµάδα της Φιλοθέου, ανέλαβε την ηγουµενία της Ιεράς Μονής Ξηροποτάµου, που επίσης µετατράπηκε σε κοινοβιακή, ενώ το 1981 µιά δωδεκαµελής οµάδα επάνδρωσε την Ιερά Μονή Καρακάλλου. Εξάλλου ο προηγούµενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου ίδρυσε και καθοδηγεί αρκετά γυναικεία και ανδρικά µοναστήρια στην Ελλάδα, όπως και δεκαοκτώ στις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικης και τον Καναδά, µέ κεντρικό το µοναστήρι του Αγίου Αντωνίου της Αριζόνας, όπου και εγκαταβιώνει.
Ο Γέροντας Ιωσήφ, τώρα Βατοπαιδινός, εγκαταστάθηκε το 1975 στο Κουτλουµούσι, ακολούθως στην Κύπρο, από όπου επέστρεψε το 1981 στο Κελλί του Ευαγγελισµού της Καψάλας, για να αναλάβει και να επανδρώσει τελικά µέ συνοδεία που απαρτιζόταν από εικοσιτρία µέλη την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, η οποία ήταν επίσης ιδιόρρυθµη και είχε φτάσει σε πλήρη σχεδόν διάλυση. Το 1990 η Μονή µετατράπηκε σε κοινοβιακή και εκλέχθηκε ηγούµενος ο Γέροντας Εφραίµ, και ήδη αριθµεί περί τα εκατό µέλη.
Τέλος το έτος 2001 οκταµελής συνοδεία µοναχών µέ τον πρώην ηγούµενο της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Εφραίµ τον νεώτερο εγκαταστάθηκε στην Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Ανδρέου στις Καρυές και έχει ήδη εξελιχθεί σε εικοσαµελή αδελφότητα.
Στα πνευµατικά τέκνα του Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή συγκαταλέγεται και άλλη µεγάλη µορφή του νεώτερου αγιορειτικού µοναχισµού, ο παπα-Εφραίµ ο Κατουνακιώτης [13]. Μολονότι κατά την µοναστική τάξη ο παπα-Εφραίµ είχε Γέροντα τον πατέρα Νικηφόρο, τον οποίο υπηρέτησε µέ υπεράνθρωπη υποµονή, πνευµατικός πατέρας και καθοδηγητής του ήταν ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Εκτός από την ολιγάριθµη συνοδεία, που συγκρότησε µέ αρκετή καθυστέρηση στα Κατουνάκια, ο παπα-Εφραίµ και καθοδήγησε µέ το πνεύµα του Ησυχαστή Γέροντά του, µεγάλο πλήθος ανθρώπων στηρίχθηκε και εµπνεύστηκε από την προσωπικότητά του, ενώ πολλοί οδηγήθηκαν στον µοναχισµό.
Ένα άλλο πνευµατικό τέκνο του Γέροντα Ιωσήφ ήταν ο ερηµίτης Γεώργιος Βίτκοβιτς [14]. Αυτός έµεινε έξι µήνες µαζί του διδασκόµενος την αδιάλειπτη προσευχή και ακολούθως εγκαταστάθηκε στο Παλαιό Ρωσικό, αλλά επισκεπτόταν τον Γέροντα Ιωσήφ κατά περιόδους και βρέθηκε δίπλα του κατά την κοίµησή του. Ο ερηµίτης αυτός προώθησε την παράδοση του διδασκάλου του στον σερβικό µοναχισµό.
Αρκετά τέλος πνευµατικά τέκνα και έκγονα του Γέροντα Ιωσήφ ίδρυσαν και καθοδηγούν γυναικεία και ανδρικά µοναστήρια σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος και του εξωτερικού. Υπολογίζεται ότι από την ρίζα του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού προέρχονται άµεσα η έµµεσα περισσότεροι από χίλιους µοναχοί και µοναχές [15].
Μαζί µε την αριθµητική αύξηση του µοναχισµού η ησυχαστική παράδοση µε την άσκηση της µονολόγιστης ευχής του Ιησού, που αναζωογονήθηκε από τον Γέροντα Ιωσήφ, εισέδυσε όχι µόνο στα κοινόβια που συγκρότησαν οι πνευµατικοί απόγονοί του, αλλά και ευρύτερα στον ορθόδοξο µοναχισµό της Ελλάδος και του εξωτερικού. Σε αυτό, όπως και στην όλη ανάκαµψη του µοναχισµού, συνέβαλαν και άλλοι σπουδαίοι Γέροντες της περιόδου αυτής, όπως οι Γέροντες Παΐσιος και Σωφρόνιος, για να περιοριστούµε σε αυτούς που έφυγαν από την παρούσα ζωή.
Ο Γέροντας Παΐσιος στήριξε την πρώτη προσπάθεια για αναβίωση αγιορειτικής µονής, που έγινε το 1968 µέ την επάνδρωση της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα. Αλλά και γενικότερα η παρουσία του ενέπνευσε σε πολλούς νέους το ησυχαστικό πνεύµα και βοήθησε στην επανίδρυση κελλιών και τη δηµιουργία ησυχαστικών εστιών που υπάρχουν σήµερα στο Άγιον Όρος. Πίστευε µάλιστα ότι «από τον ησυχασµό θα προέλθει η αναγέννηση της Εκκλησίας» [16]. Εξάλλου ο Γέροντας Σωφρόνιος, που µέ το έργο του για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη παρεκίνησε πολλούς νέους στον µοναχισµό, πρόσφερε µέ τη θεολογία του τη φυσική συνέχεια της ησυχαστικής παραδόσεως των αγίων Συµεών του Νέου Θεολόγου και Γρηγορίου του Παλαµά στην εποχή µας.
Μέσα στην προοπτική αυτή, η ησυχαστική παράδοση αποτέλεσε ουσιώδες στοιχείο της κοινοβιακής ζωής, ενώ από την άλλη πλευρά η κοινοβιακή παράδοση µέ τις τακτές ακολουθίες της καθιερώθηκε ως ένα βαθµό και στην ησυχαστική ζωή. Τέλος το πνεύµα αυτό επηρέασε και το ευρύτερο πλήρωµα της Εκκλησίας, πράγµα που ανάγεται επίσης στους πρωτεργάτες της ανακάµψεως του µοναχισµού.
Η εξέλιξη αυτή του αγιορειτικού µοναχισµού, που κυοφορήθηκε σε περίοδο έντονης εκκοσµικεύσεως της κοινωνικής ζωής αλλά και άµεσης η έµµεσης αποδοκιµασίας του αναχωρητικού µοναχισµού από την εκκλησιαστική ηγεσία και τις χριστιανικές οργανώσεις, έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα, αλλά και ενέχει σοβαρή κρισιµότητα. Από τη µία δηλαδή πλευρά φανερώνει τη διαχρονική ισχύ της ησυχαστικής παραδόσεως στον ορθόδοξο χώρο, και ιδιαίτερα στο Άγιον Όρος, όπου µπορεί να επιβιώνει και µέ τους πιο αντίξοους όρους, ενώ από την άλλη θέτει επί τάπητος τους κινδύνους, που συνεπάγεται η αναπόφευκτη προσαρµογή της στη νέα περίοδο.
Με τα δεδοµένα αυτά µπορεί να λεχθεί, ότι η πρόσφατη ανάκαµψη του µοναχισµού του Αγίου Όρους σηµατοδοτήθηκε µε µια νέα ησυχαστική ανακαίνιση, που πραγµατοποιήθηκε από τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και άλλους σπουδαίους Γέροντες. Έτσι η ησυχαστική ανακαίνιση, µε την οποία συνδέεται η ανάκαµψη του αγιορειτικού µοναχισµού, διαθέτει περισσότερες ρίζες και δηµιουργεί ευρύτερες προοπτικές.
Από την άλλη όµως πλευρά, η εµπέδωση της ανακάµψεως αυτής συντελείται µέσα σε ένα ραγδαίως µεταβαλλόµενο κόσµο. Όλοι οι νέοι µοναχοί ανατράφηκαν µέσα στον κόσµο αυτόν. Κανένας βέβαια δεν γεννήθηκε στο Άγιον Όρος. Κανένας δεν γνώρισε από παιδί τους ρυθµούς της ζωής του. Και η ησυχαστική ζωή είναι τελείως ξένη και αντίθετη προς τους ρυθµούς της σύγχρονης ζωής, στους οποίους γαλουχήθηκαν οι νέοι µοναχοί. Εξάλλου, το πλήθος των προσκυνητών και των επισκεπτών, οι µακροπρόθεσµες οικοδοµικές εργασίες, τα πολλά µέσα µεταφοράς, επικοινωνίας, συντηρήσεως και εξυπηρετήσεως των ιδιαίτερα αυξηµένων αναγκών των ιερών µονών συνεπάγονται έντονη κοσµική παρουσία, θόρυβο και περισπασµό. Πώς µπορεί η ησυχαστική ανακαίνιση να µην αλλοτριωθεί; Πώς µπορεί αυτό που κυοφορήθηκε και γεννήθηκε στην ησυχία της ερήµου να διατηρήσει την ταυτότητά του µέσα στη σύγχρονη προβληµατική;
Το 1963, όταν η µοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους γιόρταζε τη συµπλήρωση της πρώτης χιλιετίας της ιστορίας της, είχε λεχθεί ότι ο εορτασµός αυτός αποτελούσε την «επικήδεια τελετή» ή ακόµα και το «µνηµόσυνο» του µοναχισµού του Αγίου Όρους. Ήδη γνωρίζουµε ότι τα πράγµατα εκεί δεν εξελίχθηκαν µέ τους κανόνες της ανθρώπινης λογικής. Και στο ερώτηµα που µας απασχολεί η απάντηση µε βάση την ανθρώπινη λογική είναι πολύ δύσκολη και µάλλον αρνητική.
Το Περιβόλι όµως της Παναγίας δεν δεσµεύεται από την ανθρώπινη λογική. Και η πεποίθηση αυτή είναι το ισχυρότερο όπλο για τη διατήρηση της ταυτότητας του Αγίου Όρους. Ταυτόχρονα οι αστείρευτες πνευµατικές πηγές του, η αδιάκοπη διαδοχή των πνευµατικών του πατέρων, ο πλούτος και η σοφία των λατρευτικών τυπικών και των ασκητικών κανόνων του προσφέρουν ουσιαστικά αντίβαρα στις ασκούµενες πιέσεις. Γι’ αυτό η υπακοή, που αποτελεί τη σπουδαιότερη µοναχική αρετή, η τακτική συµµετοχή στη λατρευτική ζωή, που βρίσκεται στο κέντρο της πνευµατικής ζωής, και η πιστή τήρηση των τυπικών και ασκητικών κανόνων, που διαφυλάσσουν τη διαχρονικότητα της µοναστικής παραδόσεως, µπορούν να εξασφαλίσουν την αναλλοίωτη διατήρηση της ησυχαστικής ανακαινίσεως και σήµερα. Αυτονόητο βέβαια είναι ότι η διατήρηση αυτή δεν πρέπει να νοηθεί ως φωτογραφική επανάληψη του παρελθόντος, αλλά ως ζωντανή πρόσληψη και παράδοση µέσα στο συνεχιζόµενο ιστορικό γίγνεσθαι.
12. Για περισσότερα βλ. Ιωσήφ Μ. Δ., Παπαχαράλαµπος Διονυσιάτης, Ασπροβάλτα Θεσσαλονίκης 22003, σ. 165 κ.ε.
13. Βλ. Ιεροµονάχου Ιωσήφ, Γέροντας Εφραίµ Κατουνακιώτης, Κατουνάκια Αγίου Όρους 2000. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο χαρισµατούχος υποτακτικός, Γέροντας Εφραίµ Κατουνακιώτης, Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου 22002.
14. Βλ. Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο µοναχός Γεώργιος, ο ερηµίτης του Άθω (1920-1972), Θεσσαλονίκη 22005.
15. Αρχιµ. Εφραίµ, Καθηγουµένου Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Αίσθησις ζωής αθανάτου, Οµιλιες για τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2005, σ. 79 και 184-185.
16. Βλ. Ιεροµονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, σ. 484.