Ο Βίος ενός θεμελιωτή της Ορθόδοξης Λειτουργικής

18 Σεπτεμβρίου 2013

Στη σειρά των άρθρων του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αρχιμ. Νικολάου Ιωαννίδη, σχετικά με τη Θεολογία της Βυζαντινής Λειτουργικής, που έχουμε ήδη εγκαινιάσει, παρουσιάζουμε σήμερα το Βίο του πρώτου από τους μελετώμενους Πατέρες, του αγ. Νικολάου Καβάσιλα.

1. Ο Νικόλαος Καβάσιλας — α) Βιογραφικά στοιχεία

Ο Νικόλαος Καβάσιλας, παρ’ ότι ανήκει στους μεγαλύτερους θεολόγους του ΙΔ’ αιώνα, συγκαταλέγεται μεταξύ των βυζαντινών λογίων για το πρόσωπο και το βίο των οποίων ελάχιστες πληροφορίες παραλάβαμε. Έτσι κατά το παρελθόν επικράτησε μεγάλη σύγχυση μεταξύ των ερευνητών σχετικά με το πρόσωπό του. Η συστηματική όμως εξέταση των πηγών, καθώς και η έκδοση αρκετών ανεκδότων έργων του κατά τις τελευταίες δεκαετίες, εμπλούτισε τις πενιχρές γνώσεις μας με νέα στοιχεία και διευκρίνισε αρκετά ζητήματα, ώστε σήμερα να έχουμε σαφέστερη εικόνα για τον σπουδαίο αυτόν βυζαντινό άνδρα και το έργο του[6].

kabasilas

Ο Νικόλαος, γόνος, από τη μητέρα του, της πολύ γνωστής βυζαντινής οικογένειας Καβάσιλα[7], έφερε και το πατρικό επώνυμο Χαμαετός, με το οποίο όμως σπάνια αναφέρεται. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη περί το 1322. Αυτό τεκμαίρεται από επιστολή που απηύθηνε το 1351 στην Άννα Παλαιολογίνα, η οποία διοικούσε τότε τη Θεσσαλονίκη ως επίτροπος του συναυτοκρατορα υιού της Ιωαννου Ε’, και στην οποία αναφέρει ότι ακόμη δεν είχε συμπληρώση το τριακοστό έτος της ζωής του[8]. Επίσης το 1353 υπήρξε υποψήφιος κατα την εκλογή νέου πατριάρχου και σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες θα πρέπει να ήταν οπωσδήποτε τριάντα ετών. Άρα η άποψη ότι γεννήθηκε το 1290 ή το 1300, που είχε διατυπωθεί παλαιότερα, δεν ευσταθεί και θωρείται πλέον βέβαιο ότι γεννήθηκε περί το 1322.

Καίτοι η Θεσσαλονίκη υπήρξε πνευματικό κέντρο με σημαντικές σχολές, προτίμησε, κατά την εφηβία του, να μεταβεί στη Κωνσταντινούπολη για ανώτερες σπουδές. Εκεί σπούδασε φιλοσοφία, ρητορική, νομική, φυσικές επιστήμες και θεολογία, προφανώς στη Σχολή φιλοσοφίας, ίσως δε και στη Σχολή του Πατριαρχείου. Κάποιες πληροφορίες για τις σπουδές του βρίσκουμε στις επιστολές του προς τους γονείς και φίλους του στη Θεσσαλονίκη.

Η έναρξη του εμφυλίου πολέμου το 1341 (εξέγερση του Ιωάννη Καντακουζηνού κατά του ανήλικου αυτοκρατορα Ιωαννου Ε’ Παλαιολόγου), και η διαμάχη μεταξύ ησυχαστών και αντιησυχαστών βρίσκουν τον Νικόλαο Καβάσιλα στην Κωνσταντινούπολη. Προφανώς για να αποφύγει να εμπλακεί σ’ αυτές τις πολιτικές και εκκλησιαστικές διενέξεις επέστρεψε το 1342 στη γενέτειρά του, όπου όμως είχε φθάσει ο απόηχος των ταραχών της πρωτεύουσας. Οι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης, ένα μείγμα εργατών, προσφύγων και επαιτών με έντονα κοινωνικά αιτήματα, τάχθηκαν με το μέρος του αυτοκράτορα και εναντίον του Καντακουζηνού, στασίασαν και κατέλαβαν τη διοίκηση της πόλης τον Ιούλιο του 1342. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό της πόλεως, που με την πάροδο του χρόνου δυσκόλευσε τη ζωή των κατοίκων της.

Έτσι, το 1345, το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών επέλεξε τον Νικόλαο Καβάσιλα, ως πολίτη που διέθετε το απαιτούμενο κύρος λόγω της ευγενούς καταγωγής και των πολλών προσόντων του, να προσεγγίσει τον Καντακουζηνό και να ζητήσει συμβιβασμό. Ο Νικόλαος μαζί με τον συμπολίτη του Γεώργιο Φαρμάκη συναντήθηκαν στη Βέροια με τον αντιπρόσωπο του Καντακουζηνού και πέτυχαν συμβιβασμό με ευνοϊκότατους όρους. Δυστυχώς όμως τα γεγονότα δεν εξελίχθηκαν θετικώς. Οι Ζηλωτές, κατά τα μέσα Ιουλίου 1345, εξεγέρθηκαν κατά των ευγενών, πολλοί από τους οποίους σφαγιάσθηκαν, λεηλάτησαν την πόλη και επέβαλαν ενα καθεστώς βίας και τρομοκρατίας. Ο Νικόλαος Καβάσιλας διασώθηκε ως εκ θαύματος, αλλά τα γεγονότα των ταραχών και των σφαγών άφησαν τα ίχνη τους βαθειά χαραγμένα στην ευγενική ψυχή του. Αυτό διαπιστώνουμε από τα όσα έγραψε μετά την εποχή εκείνη και αναφέρονται στα κοινωνικά προβλήματα που οδηγούν συνήθως το λαό σε διχασμό, στην κοινωνική και πολιτική δικαιοσύνη και προβάλλουν τη σαφέστατη θέση του υπέρ των αδικουμένων και κατατρεγμένων. Τα συγγράμματά του αυτά τον καταξιώνουν ως έναν από τους λίγους βυζαντινούς συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής τους.

Η επώδυνη παραμονή του Νικολάου στη Θεσσαλονίκη διακόπηκε όταν, το 1347, ο Ιωάννης Καντακουζηνός μετά την επικράτησή του τον κάλεσε στη Κωνσταντινούπολη, όπου ανέλαβε καθήκοντα αυτοκρατορικού συμβούλου. Η θέση αυτή του έδωσε τη δυνατότητα να βρεθεί στο κέντρο των πολιτικών και εκκλησιαστικών εξελίξεων και ασφαλώς η προσφορά του και στους δύο αυτούς τομείς ήταν μεγάλη. Η συμβολή του στην επίλυση των ιδιαίτερων προβλημάτων που είχαν δημιουργήσει οι Ζηλωτές στη Θεσσαλονίκη είναι προφανής. Είναι μάλλον απίθανο να μη συνέβαλε στη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων μερίδων της γενέτειρας του, το 1349, και στην οριστική επικράτηση της ειρήνης με την εκεί παραμονή του Ιωάννου Ε’ το 1350. Άλλωστε το υπαινίσσεται και ο ίδιος ο Καντακουζηνός, όταν αναφερόμενος στον Καβάσιλα λέγει «πολλής ο βασιλεύς ηξίου ευμενείας, και εν πρώτοις μάλιστα των φίλων… και των ομιλητών (συνομιλητών)»[9].

Το ίδιο σημαντική ήταν η προσφορά του Νικολάου και στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Ως αυτοκρατορικός σύμβουλος στάλθηκε από τον Ιωάννη Καντακουζηνό στον αντιησυχαστή Νικηφόρο Γρηγορά, για να τον πείσει να αποδεχθεί τις ησυχαστικές απόψεις[10]. Η αποστολή αυτή πέραν του καθήκοντος προς τον αυτοκρατορα εξέφραζε οπωσδήποτε και τις προσωπικές του αντιλήψεις υπέρ της διδασκαλίας του Γρηγορίου Παλαμά, τις οποίες άλλωστε κατέγραψε σε ειδική πραγματεία (Κατά των του Γρηγορά ληρημάτων λόγος). Η φιλία του προς τον Παλαμά φανερώνεται και από το γεγονός ότι τον συνόδευσε στο ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη το 1347, προκειμένου να ενθρονισθεί στην εκεί αρχιεπισκοπή, για την οποία είχε εκλεγεί, πράγμα που ως γνωστό δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της άρνησης των Ζηλωτών να τον δεχθούν εξ αιτίας της φιλίας του με τον Ιωάννη Καντακουζηνό.

Είναι όμως πιθανό σε προγενέστερη εποχή ο Καβάσιλας να ταλαντεύθηκε μεταξύ ησυχαστών και αντιησυχαστών -ίσως υπό την επιρροή του αντιησυχαστού φίλου του Δημητρίου Κυδώνη-, αν λάβουμε υπόψη τα όσα αναφέρει ο Ιωσήφ Βρυέννιος: «της ακιβδήλου και τελείας μοίρας τελείς εν χριστιανοίς· του νενοθευμένου και κιβδήλου μέρους καθάπερ απήλλαξαι, και την εκ πατέρων ευσέβειαν απαραποίητον φυλάττων, ουδαμώς τοις παραχαράξασι ταύτην προσέσχηκας. Αλλ’ οία δή τινών λελυμασμένων ατεχνώς θρεμμάτων έπαυλιν, την συναγωγήν εκείνων απειρηκώς, τη υγιαινούση ποίμνη συντετάχθαι δειν έκρινας»[11].

Στη δογματική διαμάχη μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας με σκοπό την εκκλησιαστική ένωση η θέση του Νικολάου Καβάσιλα ήταν υπέρ της ενώσεως, χωρίς όμως δογματικές υποχωρήσεις. Με βάση αυτή τη θέση του είναι πολύ πιθανό να επηρέασε τον Καντακουζηνό στην απόφασή του να προτείνει σύγκληση οικουμενικής συνόδου με τη συμμετοχή επισκόπων της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας σε ουδέτερο έδαφος, η οποία θα αποφάσιζε για το θέμα της ενώσεως. Η όλη προσφορά του στις εκκλησιαστικές υποθέσεις συνέβαλε ασφαλώς στο να περιληφθεί, «ών έτι ιδιώτης (λαϊκός)»[12] στο τριπρόσωπο για την εκλογή πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως το 1353. Πατριάρχης εκλέχθηκε ο από Ηρακλείας Φιλόθεος, στον οποίο ο Νικόλαος πρόσφερε τις υπηρεσίες του.

Το 1362 οικογενειακοί λόγοι τον υποχρέωσαν να επιστρέψει και πάλι στη Θεσσαλονίκη, όπου πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του, τον οποίο ακολούθησε ο θάνατος του θείου του Νείλου Καβάσιλα, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, και η μοναχική κουρά της μητέρας του.Κατα την εκεί διετή παραμονή του ασχολήθηκε κυρίως με ζητήματα που αφορούσαν την οικογενειακή του περιουσία,αλλα και με το συγγραφικό έργο του.

Το 1364 επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου, απαλλαγμένος από κάθε δημόσια ενασχόληση, έζησε «εν ησυχία» εκτός του κόσμου τον υπόλοιπο χρόνο του βίου του. Από μαρτυρίες συγχρόνων του φαίνεται ότι εγκαταβίωσε σε κάποια από τις μονές της Κωνσταντινουπόλεως, πιθανότατα ως μοναχός, βιώνοντας την εν Χριστώ λειτουργική ζωή και ασκώντας «αρετής ιδέαν πάσαν»[13], όπως αναφέρει ο τότε διάδοχος του θρόνου Μανουήλ Β’ ο Παλαιολόγος, με τον οποίο ο Νικόλαος αλληλογραφούσε. Η άποψη που διατυπώθηκε παλαιότερα, ότι διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, είναι λανθασμένη και οφείλεται στη συγγένειά του με τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Νείλο Καβάσιλα, ο οποίος ως λαϊκός ονομαζόταν και αυτός Νικόλαος. Δεν έχουμε μαρτυρίες για το αν ο Νικόλαος Καβάσιλας υπήρξε κληρικός, υπάρχουν όμως κάποιες ενδείξεις ότι πιθανώς κατά τα τελευταία έτη της ζωής του έλαβε το μοναχικό σχήμα[14]. Η χρονολογία του θανάτου του δεν είναι γνωστή. Το γεγονός όμως ότι το 1391 λαμβάνει για τελευταία φορά επιστολές από τον Μανουήλ Β’ , μας υποχρεώνει να τοποθετήσουμε το θάνατό του μετά το έτος αυτό.

Ο Νικόλαος Καβάσιλας με τη βιοτή και το έργο του αναδείχθηκε εξέχουσα προσωπικότητα της εποχής του. Οι μαρτυρίες των συγχρόνων του τον αναφέρουν ως «φιλόκαλον, φιλόθεον… και την εκ Πατέρων ευσέβειαν απαραποίητον φυλάττων»[15] καθώς και «αληθείας οδηγόν και διδάσκαλον… πάντων άριστον»[16].

Η εκτίμηση των συγχρόνων μας του αποδίδει τον τιμητικό τίτλο του «λαμπρότατου θεολόγου και σοφού, παράλληλου προς την αγιοσύνη και λαμπρότητα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά»[17], του «νηφάλιου διδασκάλου της πνευματικης ζωης»[18] που απέβη «θεμέλιο, πηγή και πατήρ της μετά απ’ αυτόν ζωής της Εκκλησίας»[19].

Και η Εκκλησία κατά το έτος 1983 με Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον συναρίθμησε μεταξύ των αγίων και θέσπισε να εορτάζεται στις 20 Ιουνίου κάθε έτους.

[Συνεχίζεται] 

6. Γιά το βίο και τη δραστηριότητα του Νικολάου Καβάσιλα βλ., κατ’ επιλογή, την ακόλουθη βιβλιογραφία: Π. ΝΕΛΛΑ, Προλεγόμενα εις την μελέτην Νικολάου του Καβάσιλα, Αθήνα 1968. Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Νικόλαος Καβάσιλας ο Χαμαετός. Η ζωή και το έργον αυτού, Θεσσαλονίκη 1968. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Νικόλαος Καβάσιλας, εισαγωγή», Φιλοκαλία των Νηπτικών και ασκητικών, Πρακτικά Θεολογικού συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του σοφωτάτου και λογιωτάτου και τοις όλοις αγιωτάτου οσίου Πατρός ημών Νικολάου Καβάσιλα του και Χαμαετού (7-12 Ιουνίου 1982), εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 7-29.

7. Περισσότερα για τη βυζαντινή οικογένεια Καβάσιλα βλ Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, «Το γενεαλογικόν δένδρον της οικογενείας των Καβάσιλων», Μακεδονικά 17 (1977), σσ. 367-396.

8. «Και μην ουδέ εκείνω νομίζω τω νόμω χώραν είναι παρ’ υμίν ον έθεσαν Αθηναίοι τον είσω τριάκοντα έτων μή δικηγορείν εξείναι» (Τη ευσεβεστάτη αυγούστη περί τόκου, εκδ. R. Guillard, «La traite ineddite “Sur l’ usur” de Nicolas Cabasilas», Εις μνήμην Σ. Λάμπρου, Αθήναι 1935, σ. 274.

9. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ, Ιστορία, εκδ. Bonne, IV, 16, σ. 10718·20 (PG 154, 125Β). Πρβλ. Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Νικόλαος Καβάσιλας, σ. 46.

10. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΓΡΗΓΟΡΑ, Ρωμαϊκή Ιστορία ΧΧΙ, V, Ζ’, PG 148, 1300B. Πρβλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ο Γρηγόριος Παλαμάς και η θεολογία εις την Θεσσαλονίκην κατά τον δέκατον τέταρτον αιώνα», Θεολογικά Μελετήματα 3. Νηπτικά και Ησυχαστικά, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 117118.

11. ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΥ, Τω σοφωτάτω ανδρί, αρετής τε άκρω φίλω και πίστεως κυρώ Νικολάω τω Καβάσιλα, εκδ. Ευγενίου Βουλγάρεως, Τα Παραλειπόμενα, Έν Λειψία 1784, σ. 139. Πρβλ. Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 29 (1959), σ. 31. Για το θέμα της σχέσεως του Νικολάου Καβάσιλα με τους ησυχαστές και αντισυχαστές βλ. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑ, «Ο Νικόλαος Καβάσιλας ήταν ησυχαστής ή αντιησυχαστής;», Θέματα πατερικής θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 161-187.

12. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ, Ιστορία, εκδ. Bonne, Ιν, 38, σ 2753-6 (PG 154, 285C). Πρβλ. Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Νικόλαος Καβάσιλας, σ. 55.

13. ΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ, Τω Καβάσιλα, εκδ. Legrand, Lettres de l’ empereur Manuel Paleologue, Amsterdam 1962, σ. 8. Πρβλ. Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Νικόλαος Καβάσιλας, σ. 72.

14. Γιά το θέμα του κατά πόσον ο Νικόλαος Καβάσιλας υπήρξε κληρικός ή μοναχός βλ. Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Νικόλαος Καβάσιλας, σσ. 67-74.

15. ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΥ, ο. π., σ. 139.

16. ΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ, «Επιστολιμαίος προς τον Καβάσιλαν», Μακεδονικά 4 (1955-1960), σ. 8.

17. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, «Η διδασκαλία του Νικολάου Καβάσιλα για τα μυστήρια της Εκκλησίας», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην Νικολάου Καβάσιλα, σ. 131.

18. Π. ΝΕΛΛΑ, «Εισαγωγικά στη μελέτη του αγίου Νικολάου Καβάσιλα», αυτόθι, σ. 84.

19. Αυτόθι, σ. 70.