Η αναγνώριση των διά Χριστόν Σαλών ως αγίων

22 Οκτωβρίου 2013

Προχωρώντας στη μελέτη του αρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου για τους διά Χριστόν σαλούς ως ηθικά και ποιμαντικά πρότυπα (προηγούμενο άρθρο: http://www. pemptousia.gr/?p=56325), βλέπουμε στο σημερινό δημοσίευμα τα ισχύοντα σχετικά με την αγιοκατάταξη στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τόσο γενικά όσο και ειδικότερα με την περίπτωση των Διά Χριστόν σαλών.

agsimeon

4. Η αναγνώριση των αγίων

Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αγιοποιεί, δεν κατασκευάζει αγίους, δεν προβιβάζει, ούτε ανεβάζει πρόσωπα σε βαθμούς αγιοσύνης, αλλά αναγνωρίζει επίσημα την υπάρχουσα αγιότητα κάποιου προσώπου, που βρίσκεται κοντά στον Θεό[1]. Από τους όρους «αναγνώριση» και αγιοποίηση των αγίων, ο πιο ορθός είναι ο όρος «αναγνώριση». Ο όρος «ανακήρυξη» δίνει την πρωτοβουλία της αναγνωρίσεως στην εκκλησιαστική αρχή, ενώ ο όρος «αγιοποίηση» είναι δυτικός[2] και δεν εκφράζει το πνεύμα της Ορθοδοξίας.

Με τον όρο «αναγνώριση» εννοείται η ιδιαίτερη ἐν Χριστῷ αποδοχή και τιμή, που αυθόρμητα αποδίδει το πλήρωμα μιας τοπικής εκκλησίας σ’ ορισμένα αποθανόντα μέλη της, τα οποία ξεχώρισαν για την αφοσίωσή τους στο Θεό[3]. Μετά την αναγνώριση, η διοικούσα Εκκλησία γράφει τα μέλη αυτά στα Δίπτυχά Της, τα προβάλλει στους πιστούς και τους προτρέπει να τα τιμούν και να τα μιμούνται[4]. Η ποιμαντική αυτή προτροπή επικράτησε να δηλώνεται με τους όρους διακήρυξη, ανακήρυξη, ένταξη, συναρίθμηση, ανάδειξη, καθολική αναγνώριση, κατάταξη και όχι αγιοποίηση ή κανονισμός[5].

Στην πρώτη Εκκλησία το κριτήριο της αναγνώρισης ενός αγίου ήταν η αναγνώρισή του από τον πιστό λαό. Αυτό σημαίνει ότι δε χρειαζόταν κάποια εκκλησιαστική διαδικασία.  Στους επόμενους αιώνες το καθεστώς αυτό σε γενικές γραμμές διατηρήθηκε, όμως λαμβανόταν υπόψη για την αναγνώριση του αγίου από την εκκλησιαστική αρχή το ορθόδοξο φρόνημα, ο μαρτυρικός ή άγιος βίος και η τέλεση θαυμάτων. Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος γράφει τα εξής: «Τρία θεωροῦνται τὰ μαρτυροῦντα τὴν ἀληθῆ ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα· πρῶτον ὀρθοδοξία ἄμωμος, ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν, ἐν αἷς ἕπεται ἡ περί τὴν πίστιν μέχρις αἵματος ἀντικατάστασις, και τέλος ἡ περί Θεόν ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν και θαυμάτων» [6].

Όταν κάποιος διακρινόταν στην αρετή και στην πίστη και ιδιαίτερα ως μάρτυρας που υπέστη αληθινά μαρτυρικό θάνατο, επερχόταν “de facto” η αναγνώρισή του ως αγίου[7]. Πολλοί από τους Μάρτυρες δεν είχαν λάβει βάπτισμα, όμως η Εκκλησία αναγνώρισε το μαρτυρικό τους τέλος ως «βάπτισμα εξ αίματος», που αντικαθιστούσε το μυστήριο του βαπτίσματος[8]. Έτσι αναγνωρίστηκαν πολύ άγιοι όπως ο Πολύκαρπος Σμύρνης, Ιγνάτιος Αντιοχείας κ.α. Με το τέλος των διωγμών, ο βασικός παράγοντας για τη διαπίστωση της αγιότητας ενός προσώπου αποτελεί ο ευσεβής βίος και η τέλεια εν Χριστώ ζωή[9].

Ένα εξίσου σημαντικό γνώρισμα είναι η θαυματουργία, δηλ. η ικανότητα ενός αγίου να διενεργεί θαύματα[10]. Είναι μεγάλο προνόμιο ενός αγίου να πραγματοποιεί θαυμαστές πράξεις. Όμως μέσα από την ιστορία της Εκκλησίας αποδεικνύεται, ότι τα θαύματα δεν αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για να αναγνωριστεί ένα πρόσωπο ως άγιος, καθότι πολλοί μάρτυρες και ομολογητές δε διακρίθηκαν ιδιαίτερα για τις θαυματουργικές τους ιδιότητες. Επίσης κριτήριο αγιότητας, θεωρήθηκε το αδιάφθορο και άλυτο του σώματος ή η ευωδία που αναπέμπεται από αυτό, ιδιαίτερα στη ρωσική Εκκλησία[11].

Η τιμή που αποδίδεται σε έναν άγιο έχει ανάλογα με τη φήμη του τοπικό χαρακτήρα ή αφορά όλη την Εκκλησία. Αρχικά, η αναγνώριση είχε τοπικό χαρακτήρα η οποία μάλιστα ξεκινάει από τους πιστούς και η σχετική πρωτοβουλία ανήκει σ’ αυτούς[12]. Στη συνέχεια όταν η τιμή σε έναν τοπικό άγιο γενικεύεται, τότε η Εκκλησία τον περιλαμβάνει στα βιβλία της (Μαρτυρολόγια, Συναξάρια, Αγιολόγια, κ.α.)[13].

Μερικές φορές (ακόμη και σήμερα) υπάρχει μία σύγχυση σχετικά με τους όρους λατρεία ή τιμή των αγίων. Λαμβάνοντας υπόψη ορισμένες υπερβολές αλλά και παρεξηγήσεις ως προς την αποδιδόμενη τιμή των αγίων, η Εκκλησία ξεκαθάρισε το θέμα με την Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο[14]. Στη σύνοδο αυτή τονίσθηκε πως λατρεία αρμόζει μόνο στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ενώ στους αγίους η τιμή. Προσκυνούμε και λατρεύουμε τον Τριαδικό Θεό, αλλά τιμούμε και απονέμουμε τη «σχετική» προσκύνηση στους αγίους[15], όπου η Εκκλησία καθαγιάζει τα λείψανά τους και προτρέπει να προσκυνούμε και να τιμούμε αυτά[16], αλλά και τις εικόνες[17] των αγίων, μάλιστα η ίδια απόδοση τιμής ισχύει και για την Παναγία, η οποία βρίσκεται υπεράνω των Αγγέλων και πάντων των αγίων[18]. Με αυτό τον τρόπο και παράλληλα ψάλλοντας τις διάφορες ακολουθίες προς τιμήν τους, ζητάμε τις πρεσβείες τους προς το Θεό.

Πρέπει να γνωρίζουμε πως η τιμητική προσκύνηση των λειψάνων, βασίζεται στο δόγμα της ενανθρωπίσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Ο Χριστός έγινε τέλειος άνθρωπος για να θεώσει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Έτσι, η άκτιστη ενέργεια του θεώσεως επεκτείνεται και παραμένει στα σώματα των αγίων ακόμη και μετά το θάνατό τους και τα κάνει ζωοποιά και πηγή θαυμάτων[19]. Προσκυνώντας τα λείψανά τους δημιουργείται μία άμεση επικοινωνία μαζί τους, με αποτέλεσμα οι πιστοί να ενισχύονται στους πνευματικούς τους αγώνες.

5. Η αναγνώριση των διά Χριστόν Σαλών ως αγίων

Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο πρέπει να αποφεύγουμε κάθε είδος σκανδαλισμού των ανθρώπων[20]. Όμως μέσα από τους βίους των διά Χριστόν σαλών, βλέπουμε ότι κατά κάποιο τρόπο οι σαλοί αρνούνται την παραίνεση του αποστόλου, καθώς προκαλούν συστηματικά των σκανδαλισμό των πιστών και διασύρουν ακόμη και την κανονική τάξη της Εκκλησίας, την ευπρέπεια του ναού και την υποχρέωση της νηστείας[21].

Όπως προαναφέραμε, αυτό γινόταν για την απόκρυψη των αρετών τους. Έπρεπε όμως να γίνεται πολύ προσεκτικά, ώστε να επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλ. η ωφέλεια των υπολοίπων. Σε κάποιες περιπτώσεις οι σαλοί ήταν εντολοδόχοι από τον ίδιο τον Κύριο. Το ότι ήταν εντολοδόχοι έχουμε την μαρτυρία από τον ίδιο τον αγ. Συμεών τον δια Χριστόν σαλό, όταν επρόκειτο να αφήσει τον συνασκητή του Ιωάννη στην έρημο, για να πάει στις πολιτείες να εμπαίξει τον κόσμο. «Ἐν τῇ δυνάμῃ τοῦ Χριστοῦ ὑπάγω ἐμπαίζων τὸν κόσμον»[22]. Γράφει χαρακτηριστικά ο καθ. Χρ. Γιανναράς: «Οι διά Χριστόν σαλοί δεν διαλέγουν σαν μια μορφή άσκησης αυτή τη σαλότητα, αλλά διαλέγονται από τον ίδιο τον Θεό για κάτι τέτοιο. Το κάνουν “άθελά” τους. Ο δρόμος τους έφερε εκεί. Και είναι αυτό γεύση αλήθειας και επικίνδυνης ελευθερίας»[23]. Τους χρησιμοποίησε δηλαδή ο Κύριος, όπως ακριβώς τους αποστόλους Του, σώζοντας μέσω αυτών και όσους μπόρεσαν να πάρουν τα σωστά μηνύματα[24].

Ο άγιος σαλός κατόρθωνε να κερδίσει τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη των αμαρτωλών και των δυστυχισμένων[25]. Επίσης, έσωζε γυναίκες που ζούσαν στην πορνεία, τις οδηγούσε σε νόμιμο γάμο ή ακόμα και στο μοναχικό βίο ή τις ελευθέρωνε από τη διαφθορά προμηθεύοντάς τους χρήματα. Ακόμη, κέρδιζε και τους άπιστους ή τους αιρετικούς και τους επέστρεφε στη ορθή πίστη[26]. Επομένως, οι διά Χριστόν σαλοί κατείχαν μία ξεχωριστή θέση στη συνείδηση των πιστών.

Γι’ αυτούς τους λόγους, όπως και με όλους τους αγίους, έτσι και με τους διά Χριστόν σαλούς, αυτοί οι οποίοι αναγνώρισαν πρώτοι την αγιότητα τους, ήταν οι πιστοί άνθρωποι, το πλήρωμα της Εκκλησίας και κυρίως οι αυτόπτες μάρτυρες που ζούσαν μαζί τους και ενδεχομένως και να σκανδαλίστηκαν από το φέρσιμό τους. Ιδιαίτερα όμως μετά το θάνατο ενός σαλού, όσοι ευεργετήθηκαν από εκείνον, έσπευσαν για να διηγηθούν όσα τους έκανε ο σαλός για την σωτηρία τους[27].

Εφόσον λοιπόν, οι σαλοί έχουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναγνώριση της αγιότητά τους, δηλ. την ορθή πίστη, τα θαύματα και προπάντων τη συγκατάθεση των πιστών, η Εκκλησία δεν μπορεί παρά μόνον να επισημοποιήσει την αγιότητα των ανθρώπων αυτών[28] που αγάπησαν τον Θεό και τον πλησίον τόσο πολύ που παραμέρισαν την δική τους «έξωθεν καλή μαρτυρία» προφυλάσσοντας με αυτόν τον τρόπο και τον εαυτό τους από την θανατηφόρο υπερηφάνεια αλλά και δίνοντας το παράδειγμα του όντως εν Χριστώ ελεύθερου ανθρώπου, ο οποίος μπορεί να κινείται άφοβα πέρα από τα όρια της ηθικότητας, των κανόνων και της επιβαλόμενης κοινωνικής συμπεριφοράς, μιας και ο ίδιος έχει φτάσει με την Χάρη του Θεού στην απόκτηση μιας χριστομίμητης αγάπης που είναι ανώτερη από κάθε είδους καθωσπρεπισμού και επιφανειακής ευγένειας.

 [Συνεχίζεται]

[1] Βλ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝ., Αγιολογία 1, ο.π., σ. 74.

[2] Σχετικά με την ανακήρυξη αγίων στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, Βλ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝ., Αγιολογία 1, ο.π., σσ. 77-79.

[3] Βλ. ΤΣΑΜΗ Δ., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο. π., σ. 127.

[4] Πρβλ. ΚΟΪΟΥ Ν., Επ’ ελευθερία εκλήθητε, Αυτονομία και Ετερότητα στην Ηθική, ο. π., σ. 137.

[5] Για τους όρους αυτούς βλ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤ., Διαπίστωση και διακήρυξη της Αγιότητος των ἀγίων, έκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1990, σ. 21. «Οι όροι: κανονισμός, ανακήρυξη, και ανάδειξη, είναι λιγότερο αποκρουστικοί, αλλά το θεολογικό περιεχόμενο τους δεν υποδηλώνει και φιλολογικά το σημαινόμενο», βλ. ΠΑΣΧΟΥ Β. Π., Ἅγιοι οἰ φίλοι τοῦ Θεοῦ, ο. π., σ. 122. Επίσης, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (Παπαδοπούλου) Αθηνών, «Περὶ τῆς ἀνακηρύξεως τῶν ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Εκκλησία 12, 1934, σσ. 331-335. Βλ. επίσης, ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ ΑΜ., “Η αναγνώρισις των αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία”, Θεολ. 19 (1941-1948) σσ. 18-52.

[6] Βλ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ Πατρ. Ιεροσολύμων, Πρὸς τὰς προσκομισθείσας θέσεις παρὰ τῶν ἐν Ιεροσολύμοις φρατόρων διὰ Πέτρου τοῦ αὐτῶν μαΐστορος περί τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντίρρησις, Ιάσιο 1682, σ. 201. Πρβλ. Χρυσοστόμου Αθηνών, «Περὶ τῆς ἀνακηρύξεως τῶν ἁγίων» ό.π. σ. 334. Πρβλ. επίσης, ΤΣΑΜΗ Δ., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο. π., σ. 128.

[7] ΗΛΙΑΔΗ ΑΜ., Οι βίοι των αγίων της Βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές, Τρίκαλα 2005, σ. 36.

[8] «Ὣσπερ οἱ βαπτιζόμενοι τοῖς ὕδασιν, οὕτως οἱ μαρτυροῦντες τῷ ἰδίῳ λούονται αἵματι», ΙΩ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ομιλία εἰς τον Άγιον Μάρτυρα Λουκιανόν, PG 50, στ. 522.

[9] ΤΣΕΤΣΗ Γ., Η ἔνταξις τῶν ἁγίων στὸ Ἐορτολόγιο, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1992, σσ. 89-90.

[10] DELEHAYE H., Sanctus, Essai sur le Culte des saints dans l Antiquité, Bruxelles 1927, σ. 244.

[11] Βλ. ΤΣΑΜΗ Δ., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο. π., σ. 128.

[12] «Πᾶς ὁ βουλόμενος ἑορτάζῃ τούτῳ κατ’ ἰδίαν. Καὶ νῦν τοῦτο λέγω, ὃτι πᾶς ὁ θέλων ἑορτήν ἐπιτελεῖν τούτῳ ἀκωλύτως ταύτην ποιείτω», PG 151, 711D.

[13] ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (Παπαδοπούλου) Αθηνών, «Περὶ τῆς ἀνακηρύξεως τῶν ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ο. π., σσ. 331-335. Βλ. επίσης, ΤΣΕΤΣΗ Γ., “Η ἔνταξις τῶν ἁγίων εἰς τὸ ἐορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας”, Ορθοδοξία 37, 1962, σσ. 238-253. Βλ. επίσης, ΗΛΙΑΔΗ ΑΜ., Οι βίοι των αγίων της Βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές, ο.π., σσ. 36-39.  Πρβλ. ΤΣΑΜΗ Δ., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο. π., σ. 129.

[14] Επίσης, η Ζ΄ Οικ. Σύνοδος επισημοποίησε τη διδασκαλία του αγ. Ιω. Δαμασκηνού, κατά την οποία τα λείψανα των αγίων δόθηκαν από το Θεό για τη σωτηρία των Χριστιανών. Βλ. Κανών ζ΄ της Ζ΄ Οικ. Συνόδου, ΡΑΛΛΗ Γ. και ΠΟΤΛΗ Μ., Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τομ. 2, Αθήνα 1852 σ. 58.

[15] Βλ. ΠΑΣΧΟΥ Β. Π., Ἅγιοι οἰ φίλοι τοῦ Θεοῦ, ο. π., σσ. 32-33.

[16] Σχετικά με την τιμή προς τα λείψανα των Αγίων, βλ. ΤΣΑΜΗ Δ., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο. π., σσ. 150-162, ειδικά τις σσ. 150-151. Βλ. επίσης, ΠΑΣΧΟΥ Β. Π., Ἅγιοι οἰ φίλοι τοῦ Θεοῦ, ο. π., σσ. 143-160∙ βλ. επίσης, ΤΡΕΜΠΕΛΑ ΠΑΝ., Δογματική, τομ. 3, σσ. 399-402.

[17] Σχετικά με την προσκύνηση των εικόνων βλ. ΖΗΣΗ ΘΕΟΔ. (πρωτοπρ.), Οι εικόνες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1995.

[18] Βλ. σχετικά, ΠΑΣΧΟΥ Β. Π., Ἅγιοι οἰ φίλοι τοῦ Θεοῦ, ο. π., σσ. 81-86. Βλ. επίσης, ΤΣΑΜΗ Δ., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο. π., σσ. 57-63.

[19] ΙΩ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Λόγος είς μακάριον Βαβύλαν 11, PG 50, 550-551∙ Εις Μάρτυρας, PG 50, 664-665∙ Είς άγιον Ιγνάτιον 5, PG 50, 595∙ ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Βαρλαάμ και Ιωάσαφ 12, PG 96, 964Β. Πρβλ. ΤΣΑΜΗ Δ., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο. π., σ. 150.

[20] Α΄ Κορ. 8, 13: «διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω.».

[21] ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ, Ο άγιος Συμεών ο διά Χριστόν σαλός, PG 93, 1712D, 1728AB. Πρβλ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΧΡ., Η ελευθερία του ήθους, ο.π., σσ. 92-94.

[22] PG 93, 1704B. Πρβλ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΧΡ., Η ελευθερία του ήθους, ο.π., σ. 92. Βλ. επίσης, ΠΕΤΡΙΔΗ ΙΚ., Εμπαίζοντες «Ημείς μωροί διά Χριστόν…», ο.π., σσ. 12-13.

[23] Βλ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΧΡ., Η ελευθερία του ήθους, ο.π., σ. 88.

[24] Βλ. ΠΕΤΡΙΔΗ ΙΚ., Εμπαίζοντες «Ημείς μωροί διά Χριστόν…», ο.π., σ. 12.

[25] ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ, Ο άγιος Συμεών ο διά Χριστόν σαλός, PG 93, 1713.

[26] «Ὅλος οὖν ὁ σκοπός τοῦτου οὗτος ὑπήρχε· πρώτον μὲν εἰς τὸ σῶσαι ψυχάς, εἴτε δι’ ἐπιφορῶν, ὧν αὐταῖς γελοιωδῶς ἢ μεθοδευτικῶς ἐπετέλει, εἴτε διά παραγγελιῶν, ὧν πρὸς αὐτούς σαλίζων ἔλεγεν, ἔπειτα δὲ ἵνα μὴ γνωσθῇ αὐτοῦ ἡ ἀρετή και λάβῃ ἔπαινον παρά τῶν ἀνθρώπων καὶ τιμήν», ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ, Ο άγιος Συμεών ο διά Χριστόν σαλός, PG 93, 1728. Πρβλ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΧΡ., Η ελευθερία του ήθους, ο.π., σ. 95.

[27] «Τότε ἅπαντες ὥσπερ ἐξ ὕπνου ἀνένηψαν καὶ ἐξηγοῦντο ἀλλήλοις ὅσα ἐποίησεν ἑνὶ ἑκάστῳ θαυμάσια καὶ ὅτι διὰ τὸν Θεὸν προσεποιείτο τὸν σαλόν». ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ, Ο άγιος Συμεών ο διά Χριστόν σαλός, PG 93, 1745Β.

[28] Οι σαλοί άγιοι που αναγνωρίζει η Εκκλησία είναι οι εξής: άγ. Ανδρέας (28 Μαΐου), άγ. Θεόδωρος (25 Φεβρουαρίου), άγ. Συμεών (21 Ιουνίου), αγ. Ισιδώρα (1 Μαΐου), άγ. Παύλος (6 Νοεμβρίου), άγ. Σάββας ο Βατοπαιδινός (5 Οκτωβρίου) και ο άγ. Θεόδουλος ο Κύπριος (3 Δεκεμβρίου). Πλην αυτών, η Εκκλησία της Ρωσίας τιμά μεγαλύτερο αριθμό διά Χριστόν σαλών αγίων, ανδρών και γυναικών. Βλ. ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ ΙΩ., Ταρσώ η διά Χριστόν σαλή, ο.π., σ. 98.