Ο Μητροπολίτης Κυπριανός και η Ησυχαστική Παράδοση στη Ρωσία [2]

11 Οκτωβρίου 2013

Όπως είναι γνωστό από την Ιστορία, η Βουλγαρία διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη διάδοση του πνευματικού κινήματος του Ησυχασμού στη Ρωσία. «Από την εποχή των πρώτων ερευνών του K. F. Radtčenko και του P. Sirku, η εποχή της βασιλείας του Βούλγαρου Τσάρου Ιωάννου Ασέν (1331-1371) και η πρωτεύουσα του δεύτερου βουλγαρικού κράτους, το Τύρνοβο, δίκαια θεωρούνται ως βασικοί παράγοντες της διάδοσης στον σλαβικό κόσμο των βυζαντινών ιδεών, της βυζαντινής γραμματείας και των βυζαντινών συγγραφέων… Στη Ρωσία, την περίοδο μεταξύ των ετών 1350-1450, ο αριθμός των έργων της βυζαντινής γραμματείας σε σλαβική μετάφραση ήταν μεγάλος και αυτό χάρη στους Βούλγαρους μεταφραστές, οι μεταφράσεις των οποίων μεταφέρθηκαν στη Ρωσία. Εκείνη την εποχή, ο μητροπολίτης Κυπριανός διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο. Βούλγαρος στην καταγωγή, επέβλεψε προσωπικά τη μετάφραση ελληνικών κειμένων, για τη δημιουργία ενός νέου είδους στην εκκλησιαστική σλαβική γραμματεία, με τη διάδοση ιδεών από το Βυζάντιο»[9].

kyprianos

Όπως ήδη αναφέραμε, το πνευματικό κίνημα του Ησυχασμού φθάνει σε ολόκληρη την Ορθόδοξη Ανατολή, τον 14ο αιώνα, στη μεγαλύτερή του ακμή και εξαπλώνεται μέχρι και τη Ρωσία. Πρωτεργάτης αυτής της κίνησης είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Στο σημείο αυτό, κρίνουμε αναγκαίο να επισημάνουμε ορισμένες διαφορές μεταξύ της θεολογίας του και της αντίστοιχης του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Όπως είναι γνωστό, το κίνημα του Ησυχασμού διαμορφώνεται σε χρονικό διάστημα μερικών αιώνων, χωρίς να αποτελεί ενιαία παράδοση. Βέβαια, από δογματικής πλευράς δεν υπήρχαν διαφορές, απλώς στα συγγράμματα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά προτεραιότητα κατέχει η μεταφυσική εξήγηση της διδασκαλίας των Ησυχαστών για τη θέωση του ανθρώπου, ενώ στα συγγράμματα του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου αποκαλύπτεται η πρακτική πλευρά της νοεράς προσευχής.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Ν. Κ. Goleyzovskij, «σε αντίθεση με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο άγιος Γρηγόριος ο Σινατης δίδει έμφαση στην αλλοίωση όχι των μεταφυσικών, αλλά των πραγματικών ιδιωμάτων της σάρκας, ως αποτέλεσμα της δραστηριότητας του υποκειμενικού παράγοντα, δηλαδή της ελεύθερης ανθρώπινης βούλησης. Τέτοια συγκεκριμένη φυσική αλλοίωση καθορίζεται όχι μόνο από το φωτισμό, αλλά και από την κάθαρση της σαρκός, από την αφαίρεση των σωματικών στοιχείων, που βρίσκονται υπό την κυριαρχία της φθοράς. Πολύ πιο κατηγορηματικά από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο άγιος Γρηγόριος ο Σινατης καταδικάζει την αδράνεια της ανθρώπινης βούλησης, η οποία φέρει μαζί της την απάθεια και το θάνατο. Ο ίδιος ανανεώνει και αναπτύσσει αυτή τη διδασκαλία, η οποία, στην ουσία, προέρχεται από τον αρχαίο χριστιανικό μυστικισμό και η οποία καλεί σε συνειδητό αγώνα κατά των στοιχείων του κακού μέσα στο κόσμο. Αυτός δεν είναι αγώνας κατά “σάρκας και αίματος”, αλλά κατά των πονηρών παθών, που θεμελιώνονται στον άνθρωπο και υλοποιούνται στην “παχύτητα” και στηn “υδρότητα” της σάρκας.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Σινατης παρακολουθώντας τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου απαιτεί συνεχή δράση από τον ερημίτη. Ο ίδιος είπε: “Κάθε έργο, σωματικό και πνευματικό, χωρίς κόπο και πόνο, δεν προσφέρει ποτέ καρπούς”. Η αργία, κατά τη γνώμη του, οδηγεί στην ψεύτικη θεωρία, δηλαδή “φάντασμα”, και οδηγεί σε θάνατο. Η χάρη του Θεού επιτυγχάνεται όχι μόνο με την πίστη – η “θνητή πίστη” δεν ισχύει σε τίποτα σε σχέση με τη “ζωντανή πίστη”. Απάθεια δεν σημαίνει αδιαφορία, αλλά πλήρης διακοπή των παθών. Αυτή η διακοπή επιτυγχάνεται με τη βούληση του ανθρώπου, διά της εκδήλωσης των αρετών. Αν για το άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η κορύφωση της τελειότητας (η θέωση δηλαδή) είναι η αφηρημένη “υπέροχη και θεοποιημένη ύπαρξη και η τέλεια ακινησία πρός το κακό”, για τον άγιο Γρηγόριο τον Σινατη, η τελειότητα είναι νέα ζωή, στην οποία ο μεταμορφωμένος άνθρωπος κατέχει απεριόριστες προσωπικές δυνατότητες “να δημιουργεί και να φωτίζει”»[10].

Στα τέλη του 14ου – αρχές του 15ου αιώνα, στον βυζαντινό πνευματικό κόσμο κυριαρχεί η Παλαμική σκέψη. Στις σλαβικές χώρες και στη Ρωσία, όμως, εξαπλώνονται ευρύτατα η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου και γίνονται γρήγορα αποδεκτές. Μάλιστα, αυτές καθορίζουν τις χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες της ρωσικής αγιογραφίας κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Αναγέννησης του 15ου αιώνα. Οι χαρακτηριστικές για τη ρωσική εικόνα, την εποχή εκείνη, εσωτερική τάση και εκφραστικότητα μεταδίδουν την ιδέα της δραστηριώδους δημιουργικής αρχής, που υπερβαίνει όλες τις εκδηλώσεις του κακού στον άνθρωπο και στον κόσμο.

Οι άκτιστες ενέργειες της θεότητας, αποκαθαίροντας την ανθρώπινη σάρκα, καίγοντας τα πάθη με το θεϊκό πυρ του Πνεύματος, διαπερνούν ακόμη και την άψυχη ύλη. Η Ρωσική Αναγέννηση του 15ου αιώνα είναι προ παντός πνευματική αναγέννηση και καλλιέργεια της ρωσικής εθνικής συνείδησης βάσει των ιδεών του Ησυχασμού – της αξίας ολόκληρου του ανθρώπου, της θέωσης, της ευκαιρίας για ακατάπαυστη πορεία του ανθρώπου στην τελειότητα.

Η ρωσική θρησκευτική συνείδηση δεν καθορίζεται, στην πορεία της Ιστορίας, αποκλειστικά από την Ησυχαστική κίνηση, η οποία βλέπει το σκοπό της πνευματικής ζωής στη θέωση ως αποτέλεσμα της νοεράς προσευχής. Μια άλλη κίνηση, έχοντας σημαντικά επιρροή στη ρωσική πνευματικότητα, προσανατολίζεται στον αγιασμό, δηλαδή στην υποκειμενική αγιότητα του ανθρώπου και του κόσμου.

Όπως επισημαίνει ο S.S. Choruzhij, «οι σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών πνευματικών κατευθύνσεων είναι έντονες και ενίοτε βρίσκονται σε σύγκρουση. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των 16ου και 18ου αιώνων, η γραμμή του αγιασμού μετατοπίζει τη γραμμή της θέωσης»[11]. Για παράδειγμα, οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και κράτους, στη Ρωσία, επί αιώνες βασίζονται στην παράδοση του αγιασμού.

Έτσι, ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης έφυγε από το Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε στα σύνορα μεταξύ Βυζαντινού κράτους και Βουλγαρίας, όπου ίδρυσε Μονή. Εκεί ήλθε ο άγιος Θεοδόσιος και έγινε μαθητής του. Αυτός, επιστρέφοντας στη Βουλγαρία μετά από αρκετά χρόνια, ίδρυσε, με τη βοήθεια του τσάρου Ιωάννου Αλεξάνδρου, τη μονή Κελιφάρεβο (κοντά στο Τύρνοβο). Από τη Μονή αυτή προήλθαν ο Βούλγαρος πατριάρχης Ευθύμιος (Τσάμπλακ), ο Γρηγόριος Τσάμπλακ και ο μητροπολίτης Κιέβου Κυπριανός, οι οποίοι διέδωσαν τον Ησυχασμό όχι μόνο στη Βουλγαρία, αλλά και στη Ρωσία.

Στην πόλη του Τυρνόβου γεννήθηκε το 1330, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και σπούδασε ο μητροπολίτης Κιέβου Κυπριανός. Ο P. A. Syrku θεωρεί ότι ο Κυπριανός έζησε για κάποιο καιρό στη μονή Κελιφάρεβο και στη μονή του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σχετικές μαρτυρίες στις πηγές. Όμως, από τον επικήδειο λόγο του Γρηγορίου Τσάμπλακ στον Κυπριανό, γνωρίζουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή του στην πόλη του Τυρνόβου. Συγκεκριμένα, ο Γρηγόριος Τσάμπλακ αναφέρει ότι ο Κυπριανός προερχόταν από τη μεσαιωνική αυτή πρωτεύουσα της Βουλγαρίας και καταγόταν από την οικογένεια Τσάμπλακ.

Ήταν θείος, από την πλευρά του πατέρα του, του Γρηγορίου Τσάμπλακ, ενώ από τη φράση «η Εκκλησία, που τον παίδευε και τον έκτιζε» προκύπτει ότι η η εγκύκλια εκπαίδευσή του οφείλεται σε εκκλησιαστικούς κύκλους. Πιθανότατα, ο Κυπριανός εκάρη μοναχός σε κάποια από τις πολυάριθμες Μονές, που βρίσκονταν διάσπαρτες στην ευρύτερη περιοχή του Τυρνόβου. Στο ίδιο κείμενο, ο Κυπριανός ονομάζεται «ίδιος» του Βούλγαρου πατριάρχη Ευθυμίου και πιθανόν ήταν συγγενής του. Έτσι, λοιπόν, «δεν είναι δυνατόν, μετά από όλα αυτά, να μην υποθέτουμε ότι ο Κυπριανός ασκείτο στη μονή Κελιφάρεβο, παράλληλα με τον συγγενή του Ευθύμιο»[12];

Μετά από κάποιο διάστημα, ο Κυπριανός πήγε στη Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στο Άγιον Όρος. Εκεί αυτός γνωρίζεται και συνδέεται με τον Φιλόθεο Κόκκινο, τότε ηγούμενο της Μεγίστης Λαύρας του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Όταν το 1364, ο Φιλόθεος Κόκκινος έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1354-1355, 1364 -1376), πήρε μαζί του στη βυζαντινή πρωτεύουσα το Κυπριανό ως προσωπικό του αποκρισάριο (αντιπρόσωπο του Πατριάρχη στην Αυτοκρατορική Αυλή). Ο Κυπριανός εκτελούσε με ιδιαίτερη προσοχή τις εντολές του Πατριάρχη. Ο Φιλόθεος ήταν τριάντα χρόνια μεγαλύτερος από τον Κυπριανό, αλλά αυτό δεν στάθηκε πρόβλημα να γίνουν καλοί φίλοι και ομοϊδεάτες, πιθανότατα λόγω της κοινής τους ησυχαστικής κοσμοαντίληψης[13].

Ο ίδιος ο Κυπριανός μαρτυρεί τη στενή του σχέση με το πνευματικό κίνημα του Ησυχασμού, με την εξής χαρακτηριστική αναφορά για τον πατριάρχη Φιλόθεο: «Και ο ταπεινός εγώ τοποθέτηκα στον υψηλό θρόνο από τον άγιο και θείο Φιλόθεο… ο οποίος, ζώντας σε ετούτον τον κόσμο, πολύ καλά φύλασσε το ποίμνιο του Χριστού καταπολεμώντας την αίρεση του Ακινδύνου και του Βαρλαάμ και εξουδετερώνοντας τη διδασκαλία τους με τις διδαχές του»[14].



[9] Мейендорф И., Византия и Московская Русь. Париж, 1990, 157-158.

[10] Голейзовский, Н.К. «Исихазм и русская живопись XIV—XV вв.» // Византийский временник, т. XXIX. – Москва, 1968, 127.

[11] Хоружий С.С. Православная аскеза – ключ к новому видению человека. Москва, 2002, 16.

[12] Сырку П.А. К истории исправления книг в Болгарии. Т. 1, вып. I, с. 251 -252. / Концевич. И.М. Стяжание Духа Святого в путях Древней Руси. Москва: Изд. Лепта, 2002, 93.

[13] Артемьев, А. «Святитель Киприан, митрополит Киевский и всея Руси». Ч.1. http://www.pravoslavie.ru /put/ 060919170921.htm

[14] Макарий, митр. История Русской Церкви. Т.5. СПб. 1866, 188–189 / Концевич. И.М. Стяжание Духа Святого в путях Древней Руси. Москва: Изд. Лепта, 2002, 94.