Ορθοδοξία & Νεωτερικότητα: Σχέσεις θρησκείας – κοινωνίας

1 Οκτωβρίου 2013

Μετά τις εισαγωγικές παρατηρήσεις (https://www.pemptousia.gr/?p=55701), προχωρούμε έτι περισσότερο στην «καρδιά» του πονήματος της Δρ Ειρήνης Αρτέμη, που εξετάζει τη διαλεκτική της Ορθόδοξης πίστης με το νεωτερικό κοινωνικό πλαίσιο. Στο παρόν δημοσίευμα εξετάζονται σημαντικές επιμέρους πτυχές αυτής της σχέσης, καθώς και οι αλληλοδράσεις μεταξύ θρησκείας και κοινωνίας.

5. Ορθοδοξία, νεωτερικότητα και οικουμενισμός

Αν και η ορθοδοξία πρεσβεύει έναν νέο κόσμο μέσα από τη διδασκαλία του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, ωστόσο πολλοί θα πουν ότι μέλη της αντιδρούν σθεναρά στη σύνδεσή της με τη νεωτερικότητα και τον Οικουμενισμό.

Η νεωτερικότητα αναφέρεται στον τύπο της κοινωνικής οργάνωσης, που όπως προαναφέρθηκε κυριάρχησε στη Δυτική Ευρώπη μετά τη βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία το 1668 και την επανάσταση του 1789 στη Γαλλία. Με τη νεωτερικότητα μπαίνουν στο περιθώριο όλες οι σκέψεις και οι ιδέες που σχετίζονται με την παράδοση σε οποιοδήποτε τομέα της ζωής ενός ανθρώπου π.χ. κρατική, οικονομική, θρησκευτική. Στον τομέα της Θρησκείας, προείπαμε, ότι η νεωτερικότητα ταυτίστηκε με την περίοδο των μεταρρυθμίσεων που συγκλόνισαν τη Δυτική Ευρώπη και αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία διαφόρων Ομολογιών, όπως Καλβινιστές, Λουθηριανοί, κ.α., οι οποίοι αποσπάστηκαν από την εξουσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησία και αντί να επιστρέψουν στις ρίζες του Χριστιανισμού την Ορθοδοξία, αυτές προτίμησαν να απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο από την αποστολική παράδοση.

Religion-007

Σήμερα πολλοί ισχυρίζονται ότι η Ορθοδοξία πρέπει να προσεγγίσει τις άλλες Ομολογίες κάνοντας ένα βήμα προς αυτές είτε με αποδοχή της Επισκέψεως του Προκαθημένου της Ρωσικής Εκκλησίας είτε συμμετοχή σε συνέδρια μαζί με εκπροσώπους άλλων δογμάτων. Εδώ, λοιπόν, υπάρχει και η μεγάλη τριβή μεταξύ των υποστηρικτών της Νεωτερικότητας και του Οικουμενισμού στην Ορθόδοξη διδασκαλία αλλά και σε όσους φωνάζουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πρέπει να έχει καμμία σχέση με τους εκπροσώπους των άλλων χριστιανικών δογμάτων, για να μη φανεί ότι τυχόν τους αποδέχεται η να έχει νοθεύσει το περιεχόμενο της ορθόδοξης διδασκαλίας της.

Οι υποστηρικτές της συμμετοχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Συμβούλιο των Παγκόσμιων Εκκλησιών τονίζουν ότι μόνο μέσα από το διάλογο της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τα άλλα δόγματα θα μπορέσουν οι Ορθόδοξοι να εξηγήσουν λάθη των οπαδών των άλλων Ομολογιών που τους απομάκρυναν από την Ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία. Πολλοί από τους υποστηρικτές του Οικουμενισμού δέχονται ότι σπέρματα αληθείας υπάρχουν σε κάθε θρησκεία για το λόγο αυτό προσπάθησαν οι «συνήγοροι» της Οικουμενιστικής Κίνησης να διαμορφώσουν ένα κείμενο που θα εναρμονίζεται με τα πιστεύω και των άλλων Ομολογιών.

Η αντίδραση έρχεται από ένα μέρος Ορθοδόξων Χριστιανών που αρνούνται κάθε θρησκευτική συζήτηση και αντιδρούν δυναμικά σε κάθε προσπάθεια επανένωσης των Εκκλησιών μαζί με τον Ρωμαιοκαθολικισμό η τις άλλες Ομολογίες. Αυτό συμβαίνει, γιατί πολλοί Έλληνες πιστοί θεωρούσαν και θεωρούν τον Πάπα ως αιρετικό και μάλιστα έφταναν η φθάνουν σε σημείο να τον δαιμονοποιούν. Θεωρούν ότι αφού Εκείνοι κατέχουν την αδιάλειπτη αλήθεια δε χρειάζονται να γίνουν προσπάθειες υπερασπίσεως του λαού και της πολιτιστικής και θρησκευτικής του ταυτότητας. Πιθανόν να κυριαρχεί εδώ ο φόβος μήπως παρασυρθούν οι Ορθόδοξοι από το Ρωμαιοκαθολικισμό η τη διδασκαλία των άλλων Ομολογιών και καταλήξουν και οι ίδιοι αιρετικοί.

Από την άλλη όσοι υποστηρίζουν τη νεωτερικότητα και τον Οικουμενισμό, θεωρούν πολύ σημαντικό το γεγονός των Ορθοδόξων να συζητούν με τους πιστούς των άλλων δογμάτων. Έτσι πιστεύουν ότι διασφαλίζουν τη χριστιανική διδασκαλία και συγχρόνως ανοίγονται σε εκείνους που έχουν απομακρυνθεί από αυτήν. Αυτή είναι η θετική πλευρά μεταξύ Νεωτερικότητας και Ορθοδοξίας. Πολλοί όμως από τους πιστούς αντιδρούν ακόμη και με βία στις προσπάθειές του να έρθουν εγγύτερα η Ορθόδοξη Εκκλησία με τα άλλα δόγματα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων των παραπάνω υπήρξε η επίσκεψη του Ρωμαιοκαθολικού Ποντίφικα στην Αθήνα  το 2001. Ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Χριστόδουλος δέχθηκε πλήθος αντιδράσεων. Πολλοί μάλιστα υποστήριξαν ότι συμπροσευχήθηκε με τον πάπα, θέτοντας έτσι τον εαυτό του εκτός Ορθόδοξης Εκκλησίας και συγχρόνως απέδιδαν τη μετέπειτα ασθένεια του Χριστόδουλου στην τιμωρία του από το θεάνθρωπο θείο Λόγο.

Η Ορθοδοξία ως φορέας ολόκληρής της αλήθειας δε θα πρέπει να φοβάται για το αποτέλεσμα του διαλόγου επαναπροσεγγίσεως της Ορθοδοξίας με τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Αφού εκείνη είναι ο θεματοφύλακας της Παραδόσεως των Αποστόλων και των Πατέρων αλλά και της διδασκαλίας των Οικουμενικών Συνόδων. Πίστη μας είναι λοιπόν, ότι εάν στο διάλογο των Ορθοδόξων μετά των διαφόρων σχισματικών εάν οι εκπρόσωποι της Ορθοδοξίας διαθέτουν πολύ καλή θεολογική κατάρτιση και συγχρόνως δε θυσιάζουν τίποτα δογματικό στο βωμό της συνένωσης της Ορθοδοξίας με τις άλλες Ομολογίες τότε δεν υπάρχει τίποτα να απειλεί την Ορθοδοξία σε σχέση με τη νεωτερικότητα της εποχής μας η στα πλαίσια ενός Οικουμενικού Διαλόγου. Άλλωστε μέσω του διαλόγου δίνεται η ευκαιρία στους ετερόδοξους να διαπιστώσουν πόσο μακριά βρίσκονται από τη διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων και πόσο έχουν διαστρεβλώσει τη γενικότερη διδασκαλία και παράδοση του Χριστιανισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ : ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

1. Ο ρόλος της θρησκείας στη δημιουργία του ανθρωπίνου πολιτισμού.

Ο όρος Θρησκεία, που χρησιμοποιείται ενίοτε εναλλακτικά με την λέξη πίστη, η κάποιο σύστημα πίστης καθορίζει γενικώς την πίστη στο υπερφυσικό, το ιερό η το θείο και τους ηθικούς κώδικες, πρακτικές, αξίες, οργανισμούς και τελετουργικά που συνδέονται μαζί της. Στην ευρύτερη έννοιά της, ορισμένοι την έχουν ορίσει ως το σύνολο των απαντήσεων που δόθηκαν για να ερμηνευθεί η σχέση του ανθρώπινου είδους με το σύμπαν. Στην μακρά πορεία ανάπτυξής της, η θρησκεία έλαβε διάφορες μορφές σε διαφορετικούς πολιτισμούς και άτομα. Σε αρκετές περιπτώσεις η λέξη θρησκεία χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ορθότερα ως «οργανωμένη θρησκεία»-δηλαδή ενός οργανισμού που υποστηρίζει την άσκηση μίας θρησκείας συχνά υπό την μορφή νομικής οντότητα.

Θρησκεία, λοιπόν, θα μπορούσε να ορισθεί η πίστη σε μία η περισσότερες ανώτατες και υπερβατικές δυνάμεις η όντα, και οι σχετικές με αυτές διδασκαλίες και τελετουργικές παραδόσεις. Φυσικά με τον ορισμό αυτό, θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει ότι η θρησκεία αποτελεί ένα κατασκεύασμα του ανθρώπου, στην προσπάθειά του να δώσει απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα της υπάρξεώς του, της δημιουργίας του, του θανάτου κ.α. Στο σημείο αυτό πρέπει να διασαφηνισθεί ότι όλες οι Θρησκείες αποδέχονται αυτόν τον χαρακτηρισμό εκτός του Χριστιανισμού. Ο τελευταίος, κατά τη θεολογία των Πατέρων, δεν θεωρείται θρησκεία με την κυριολεκτική έννοια του όρου αλλά αποκάλυψη. Ιδρυτής της δε θεωρείται κάποιος άνθρωπος, όπως συμβαίνει με τις άλλες υπάρχουσες θρησκείες. Ιδρυτής της είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας που ενανθρώπησε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή μέσα στην ιστορία. Έγινε τέλειος άνθρωπος παραμένοντας συγχρόνως τέλειος Θεός. Ένα ορισμό της θρησκείας, σύμφωνα με το Χριστιανισμό μπορεί κάποιος να  βρει στην Επιστολή του Ιακώβου στην Κ.Δ. Εκεί, χαρακτηριστικά, αναφέρεται, «Θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και Πατρί αυτή εστίν, επισκέπτεστε ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου», δηλαδή θρησκεία είναι οι εκδηλώσεις αγάπης και καλοσύνης προς τους πονεμένους συνανθρώπους μας και η τήρηση του εαυτού μας καθαρού και αμόλυντου από την αμαρτία σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού. Το πραγματικό, όμως, νόημα της θρησκείας θα μπορούσε να συνοψιστεί σε τρεις λέξεις, στην πίστη, στη λατρεία και στην ηθική.

Η δημιουργία και η ανάπτυξη μίας κοινωνίας είχε ως βασική προϋπόθεση και την ύπαρξη μίας θρησκείας. Στο πέρασμα της ανθρώπινης ιστορίας, οι δύο αυτοί παράγοντες, είτε πορεύτηκαν δίπλα-δίπλα είτε αναλώθηκαν σε ολοκληρωτικές η επιμέρους συγκρούσεις? πολλές φορές, η μία έθεσε τα θεμέλια για κτιστεί γερά το οικοδόμημα της άλλης. Άλλοτε, πάλι, στον αγώνα για το ποιά θα επικρατήσει, οδηγούνταν σε έναν ανελέητο αγώνα επιβίωσης και κυριαρχίας.

Ο άνθρωπος είναι θρησκευτικό ον. Το θρησκευτικό συναίσθημα και φαινόμενο είναι έμφυτο στον άνθρωπο Βρίσκεται, δηλαδή, στην ψυχή του από την πρώτη που αρχίζει να κατανοεί τον κόσμο. Πολλοί μελετητές της ανθρώπινης ιστορίας και συμπεριφοράς έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι άμα άνθρωπος άμα θρησκεία. Το οποίο θα πει, πως μόλις παρουσιάστηκε στη γη ο άνθρωπος, αμέσως παρουσίασε και την θρησκευτικότητά του. Για την έμφυτη αυτή θρησκευτικότητα του ανθρώπου ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει· «Την περί αυτού γνώσιν εξ αρχής τοις ανθρώποις ενέδωκεν ο Θεός». Δηλαδή,·από τότε που έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο, έβαλε μέσα του τον πόθο και την τάση να τον γνωρίσει και να συνδεθεί μαζί του.

Επομένως, η θρησκευτικότητα του ανθρώπου είναι φαινόμενο καθολικό. Όλοι οι άνθρωποι, όλων των γενεών, όλων των εποχών, όλων των φυλών, όλων των αιώνων, από τον πρώτο άνθρωπο ως τον σημερινό είχαν και έχουν θρησκεία, τι πιστεύει και πως. Το γεγονός δηλαδή είναι ένα, ότι το να θρησκεύει ο άνθρωπος δεν υπήρξε ποτέ μεμονωμένο ούτε παροδικό φαινόμενο, που πέρασε και έφυγε, σαν τους διάττοντες αστέρες. Υπήρξε και υπάρχει γενικό, καθολικό και πανανθρώπινο.

Εδώ, πρέπει να γίνει μία μικρή αναφορά στον όρο παραδοσιακές θρησκείες. Με τον όρο αυτό εννοούνται οι μεγάλες ιστορικές θρησκείες, σύμφωνα με τον Weber. Στη συγκεκριμένη εργασία, θα κάνουμε αναφορά σε μία μόνο παραδοσιακή θρησκεία το Χριστιανισμό. Η επιλογή αυτή βασίζεται στο ό,τι ζούμε σε μία χώρα που ο Χριστιανισμός βρίσκει αποδοχή στη μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού της. Επιπλέον ο Χριστιανισμός έχει αφήσει το στίγμα του στην ελληνική ιστορία, αφού οι Έλληνες αγωνίζονταν για «του Θεού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία».

[Συνεχίζεται]

45. Irving Hexham,  «By Religion I Mean…», http://people.ucalgary.ca/ (2009). J. Elliott, slide set on «Defining Religion» http://www.unc.edu/ (2009).

46. Ε. Αρτέμη, «Αποκλίνοντα στοιχεία στις διδασκαλίες του Ορθοδόξου Χριστιανισμού και του Ισλάμ», υποσημ. 1, http://www.impantokratoros.gr/DAAAB9B8.el.aspx (2011)

47. Ιακ. 1, 27.

48. «Η Θρησκεία έτσι αποτελεί πολιτισμικό παράγοντα που έχει άμεση η έμμεση διαλεκτική σχέση με τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην κοινωνία. Παράλληλα η θρησκεία αποτελεί βασικό ανθρωπολογικό και υπαρξιακό στοιχείο με τον τρόπο που την ορίζει ο Luckmann – ως τη βασική ικανότητα και τάση του ανθρώπου να υπερβαίνει το βιολογικό οργανισμό του», Ν. Κοκοσαλάκη, «Παραδοσιακή θρησκεία και κοινωνία στην ύστερη νεωτερικότητα», Θρησκείες και πολιτική στη νεωτερικότητα, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2002, σ. 56. Πρβλ. T. Luckmann, The invisible Religion, MacMillan, London 1967.
49. «By «world religions», we understand the five religions or religiously determined systems of life-regulation which have known how to gather multitudes of confessors around them. The term is used here in a completely value-neutral sense. The Confucian, Hinduist, Buddhist, Christian, and Islamist religious ethics all belong to the category of world religion. A sixth religion, Judaism, will also be dealt with. It is included because it contains historical preconditions decisive for understanding Christianity and Islamism, and because of its historic and autonomous significance for the development of the modern economic ethic of the Occident–a significance, partly real and partly alleged, which has been discussed several times recently. References to other religions will be made only when they are indispensable for historical connections», M. Weber, Sociology of World Religions: Introduction, http://www.ne.jp/asahi/moriyuki/abukuma/weber /world/intro/world_intro_frame.html (2012)