Τέχνη ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο

18 Οκτωβρίου 2013

 Φοβάμαι τη νύχτα. Φοβάμαι τη μη νύχτα.

Κάφκα

Η έκθεση με τίτλο ‘’ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ’’ του ακαδημαϊκού Παναγιώτη Τέτση στο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (Βίλα Καπαντζή) περιλαμβάνει 61 χαρακτικά έργα, τα οποία καλύπτουν την εικοσαετία 1960-1980, η οποία αντιστοιχεί και στην πρώτη του περίοδο δημιουργίας. Εκλαμβάνοντας τις χαλκογραφίες ως συνέχεια της ζωγραφικής του αναζήτησης, ο Τέτσης χρησιμοποιεί άσπρο χαρτί και μαύρο μελάνι μόνο (δηλ. χωρίς χρώμα) για να δημιουργήσει σε ύφος δυναμικά απέριττο.

tsetsis

Ο θεατής, ατενίζοντας τα ασπρόμαυρα σχέδια πλαισιωμένα σε μινιμαλιστική διάσταση, καλείται να συμμετάσχει πιο ενεργά (με τη φαντασία) ούτως ώστε να γίνει μάρτυρας της νέας εκφραστικής δυνατότητας ενώπιον της οποίας τίθεται. ‘’Όταν βλέπεις το ασπρόμαυρο, μετέχεις περισσότερο’’, θα πει ο  Τέτσης, και οι αχνιστές φιγούρες του που μας παρουσιάζει ανεπαίσθητα αναδύουν έναν λεπτεπίλεπτο στοχασμό παράλληλα, η αμοιβαία σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα περιγράμματα και τις φωτοσκιάσεις (τους) κατορθώνει να αποδώσει  μια ιδιότυπα αισθητική ερμηνεία του χώρου, μια και ο τελευταίος δείχνει να λειτουργεί οριακά αυτόνομα και οργανικά.

Οι χαλκογραφίες του Τέτση (φαίνεται να) σφραγίζουν τα βήματα της καλλιτεχνικής του πορείας, ‹‹ ακριβώς όπως ένας άνθρωπος ανεβαίνοντας τις σκοτεινές σκάλες ενός μεσαιωνικού πύργου διαβεβαιώνει τον εαυτό του, μέσα από τις μεταβαλλόμενες απόψεις που προσλαμβάνει στιγμιαία από τα στενά παράθυρα, ότι φθάνει κάπου τελικά ››[1].

Στην πρώιμη αυτή περίοδο (1960-1980), ο καλλιτέχνης από την Ύδρα αρκείται στο να εκφράζει με σαφήνεια μία ποιότητα μη προσδιορίσιμη, ορμητικά  στεγνή από συναισθηματισμούς, που όμως κρατά σε απόσταση την όποια φλύαρη εσωτερικότητα της συνείδησης. Η κάθε μορφή σχεδίου που δημιουργεί γίνεται εικαστική στο βαθμό που η μορφή κρίνεται απαραίτητη για την ύπαρξη του ίδιου του σχεδίου, τόσο όσο απαιτείται ώστε η κάθε (ξεχωριστά) λιτή επινόηση (του δημιουργού) να μπορεί να εισχωρεί στην ύλη και η ζωή να συνεχίζεται.

Αυτό από το οποίο έχει περισσότερο ανάγκη το βλέμμα του Τέτση, είναι να αλλάζει διαρκώς σκοπιά σε μια ζωή που δεν αλλάζει ποτέ ανάλογα με τις ανάγκες. Μήπως, εντέλει, εκεί που φθάνει ο Τέτσης είναι το σημείο όπου όλα εξαρτώνται από το τι δεν λέγεται πια?



[1] Rudolf Arnheim, Εντροπία και Τέχνη, μτφρ: Ιάκωβος Ποταμιανός, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ.98