Η Αρετή της Αγάπης στην Πατερική Θεολογία (3ο μέρος)

18 Νοεμβρίου 2013

Η ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Η αγάπη αποτελεί για τον Μ. Βασίλειο την κορωνίδα των αρετών, όπως γίνεται φανερό από την βιβλική αναφορά στον «ύμνο της αγάπης» του Απ. Παύλου, που υποδηλώνει τόσο την ανεπάρκεια του Νόμου, αφού πλήρωμα του Νόμου[42] είναι η αγάπη, όσο και την ανυπέρβλητη αξία της σε σχέση με τις υπόλοιπες αρετές[43]. Οι δυνάμεις της ψυχής προέρχονται από τον Θεό και η χρήση τους τις καθιστά καλές οι κακές επομένως τόσο η αγάπη όσο και το μίσος μπορούν με την σωστή χρήση του λόγου να αποκτήσουν θετικό περιεχόμενο[44].

η εκκλησία σώμα Χριστού2

Η αγάπη, είτε προς τον Θεό είτε προς τον συνάνθρωπο, δεν είναι αποτέλεσμα διδασκαλίας αλλά είναι «εν σπέρματι» δοσμένη, ως δυνατότητα, στην ανθρώπινη φύση: «Αδίδακτος μεν η προς τον Θεόν αγάπη. Ούτε γαρ φωτί χαίρειν, και  ζωής αντιποιείσθαι παρ’ άλλου μεμαθήκαμεν, ούτε το αγαπάν τους τεκόντας ή θρεψαμένους έτερος εδίδαξεν. Ούτως ουν, ή και πολύ μάλλον του θείου πόθου ουκ έξωθεν εστιν η μάθησις∙ αλλ’ ομού τη συστάσει του ζώου του ανθρώπου φημί, σπερματικός τις λόγος ημίν εγκαταβέβληται οίκοθεν έχων τας αφορμάς της προς το αγαπάν οικειώσεως[45]».

Η αγάπη προς τον Θεό προϋποθέτει την αγάπη προς τον πλησίον, χωρίς διακρίσεις, και είναι φανέρωση-μίμηση του τρόπου που υπάρχει ο Θεός ως αγάπη για όλους[46]  και επιπλέον η απόδειξη της γνήσιας μαθητείας στον Χριστό[47] που παρέδωσε την εντολή  της αγάπης[48].

Από τον Μ. Βασίλειο τονίζεται ιδιαίτερα αυτή η συνάφεια και η αλληλοτροφοδότηση, μεταξύ της τήρησης των εντολών και της βίωσης της αγάπης : « Ούτως γαρ προσγίνεται ημίν η προς Θεόν αγάπη, άμα τε διεγείρουσα την εργασίαν των εντολών του Κυρίου, και υπ’ αυτών πάλιν αύτη συντηρουμένη προς το διαρκές και αδιάπτωτον[49]». Είναι προφανής η κοινωνική διάσταση της σκέψης του Μ. Βασιλείου, εφ’ όσον δεν μπορεί να υπάρξει μια μονοδιάστατη αγάπη προς τον Θεό, χωρίς να διαχέεται παράλληλα προς τον συνάνθρωπο[50], αποκλείοντας έτσι τάσεις φυγής από την πραγματικότητα.

Παράλληλα, το έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον του Μ. Βασιλείου εκφράζεται στις αναφορές που στιγματίζουν την κατοχή του πλούτου, ως ανάλγητη στάση προς τον πλησίον και ως  έλλειμμα αγάπης: «΄Ώστε ο αγαπών τον πλησίον ως εαυτόν ουδέν περισσότερον κέκτηται του πλησίον∙ αλλά μην φαίνη έχων κτήματα πολλά. Πόθεν ταύτα; ή δήλον ότι την οικείαν απόλαυσιν προτιμοτέραν της των πολλών παραμυθίας ποιούμενος. ΄Οσον ουν πλεονάζεις τω πλούτω, τοσούτον ελλείπεις τη αγάπη. Επεί πάλαι αν εμελέτησας των χρημάτων την αλλοτρίωσιν, ει αγαπήκεις σου τον πλησίον[51]».

Επιπλέον η συσσώρευση του πλούτου ερμηνεύεται ως κατεξοχήν ειδωλολατρία εφόσον διαστρέφεται ο στόχος και το αντικείμενο της αγάπης: «Ει δε πονηρόν εστι και οτιούν αγαπάν παρά τα ειρημένα, ο αγαπών αργύριον ούτως , ως αγαπάν ώφειλε Κύριον τον Θεόν, εξ όλης της καρδίας αυτού και εξ όλης της ψυχής αυτού και εξ όλης της διανοίας αυτού, ο τοιούτος αντί του δουλεύειν τω Κυρίω, δουλεύει τω Μαμμωνά, το τω Θεώ οφειλόμενον της αγάπης μέτρον επί το αργύριον μεταθείς[52]».

Ακόμη  συνέπεια της βίωσης της αγάπης είναι, όχι μόνο η αποφυγή της κατακρίσεως του πλησίον, αλλά και  η βαθειά λύπη για τα ελαττώματα και αντίθετα η βίωση πραγματικής χαράς για τα πνευματικά του κατορθώματα[53].¨Όμως η πηγή της αληθινής ευφροσύνης και της αγάπης δεν είναι ατομικό κατόρθωμα, ούτε παθητική βίωση ουράνιων καταστάσεων, αλλά η μετοχή στη ζωή της χάριτος, όσων κοπιάζουν και την αναζητούν: «Όταν εκ προτέρου βίου και πολιτείας αγαθής πεπληρωμένης της ψυχής των καρπών του Πνεύματος (αγάπης, χαράς, ειρήνης, μακροθυμίας, χρηστότητος) επιπεσόντες αλλότριοι λογισμοί, καταναλίσκωσι τα προπεπονημένα[54]».

Τέλος η αγάπη που εκφράζεται μέσα από συγκεκριμένες πράξεις είναι πάντα ο δεύτερος πόλος καθώς συμπληρώνεται από την ορθή πίστη. Διαφορετικά η ζωή είναι ελλειμματική κατά το μέρος που απουσιάζει τόσο η αγάπη όσο η ορθή πίστη, όπως έχει επισημάνει πρώτα ο Απόστολος Παύλος[55] : «ειδότας ότι ούτε πολιτείας ακρίβεια καθ’ εαυτήν μη διά της εις Θεόν πίστεως πεφωτισμένη ωφέλιμος, ούτε ορθή ομολογία αγαθών έργων άμοιρος ούσα παραστήσαι ημάς δυνήσεται τω Κυρίω, αλλά δει αμφότερα συνείναι, ίνα άρτιος ή ο του Θεού άνθρωπος και μη κατά το ελλείπον χωλεύη ημών η ζωή [56]».

Η αγάπη, για τον Γρηγόριο Νύσσης, είναι περιεκτική αρετή που συγκεφαλαιώνει την πίστη, την ελπίδα και την υπομονή: «Ούτως και ο το τέλειον της αγάπης εν εαυτώ κατορθώσας, πάντα όσα συνθεωρείται ταύτη των αγαθών είδη μετά του πρωτοτύπου των κατορθωμάτων έχει. είτε γαρ πίστις εστίν η σώζουσα, είτε διά της ελπίδος σωζόμεθα, είτε δι’ υπομονής την χάριν απεκδεχόμεθα [57]».

Η αγάπη και η τήρηση των εντολών του Χριστού είναι η ασφαλής οδός που οδηγεί στη «γη της επαγγελίας[58]». Ο Χριστός αποτελεί το πρότυπο της αγάπης και της ταπεινότητας αφού ενανθρώπησε για την σωτηρία των ανθρώπων και  τους καλεί στην πορεία προς τον ουρανό στο μέτρο που αγαπούν τον θεό και τον πλησίον[59].

[Συνεχίζεται]

 

[42]  «Και έοικεν ο πας περί θυσιών και ολοκαυτωμάτων λόγος εν τω περί ελέους και αγάπης εμπεριέχεσθαι λόγω, επεί και όλος ο νόμος ανακεφαλαιούται εν τω Αγαπήσεις τον πλησίον σου, ως σεαυτόν», «Εις τον Προφήτην Ησαίαν»ed. P. Trevisan, San Basilio. Commento al profeta Isaia, 2 vols. Turin: Società Editrice Internazionale, 1939: 1,27,20-23

Και «Αγαπήσεις γαρ Κύριον τον Θεόν σου και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος κρέμαται και οι Προφήται», Εις τον Προφήτην Ησαίαν»,ed. P. Trevisan, San Basilio. Commento al profeta Isaia, 2 vols. Turin: Società Editrice ιnternazionale, 1939,10,247,27-30.

[43] «και πάλιν του Αποστόλου σαφώς το της αγάπης καλόν παριστώντος ημίν τούτο μεν εν οις αποφαίνεται πλήρωμα νόμου είναι την αγάπην, τούτο δε όταν προτίθησι πάντων ομού των μεγάλων το της αγάπης καλόν..», «Προς Μονάζουσι», ed. Y. Courtonne, Saint Basile. Lettres, 3 vols. Paris: Les Belles Lettres, 1:1957; 2:1961204,1,12-23.

[44] «Πάσαν γαρ δύναμιν ο Θεός χρησίμως έδωκε τη λογική ψυχή∙ ώσπερ την του  αγαπάν, ούτω και την του μισείν∙ ίνα λόγω ευθυνόμενοι αγαπώμεν μεν την αρετήν, μισώμεν δε την κακίαν», «Ομιλία εις τον πρώτον Ψαλμόν», MPG 29,405,24-28.

[45] «Κατερώτησιν και απόκρισιν» ,MPG 31,908,27-35.

[46] «Και γαρ Κύριον τον Θεόν αγαπάν δει πάση τη ενυπαρχούση ημίν προς το αγαπάν δυνάμει, και αγαπάν και τον πλησίον, και αγαπάν και τους εχθρούς, ίνα ώμεν τέλειοι, μιμούμενοι την χρηστότητα του εν ουρανοίς Πατρός, τον ήλιον αυτού ανατέλλοντος επί πονηρούς και αγαθούς∙ εις άλλα δε την του αγαπάν δύναμιν παραναλίσκειν ου συγκεχώρηται», «Κατ’ερώτησιν και απόκρισιν», MPG 31,1149,11-17.

[47] «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους. Και προς ταύτην την εντολήν διεγείραι βουλόμενος ημών την ψυχήν, απόδειξιν των εαυτού μαθητών, ου σημεία και δυνάμεις παραδόξους απήτησεν (καίτοι και τούτων εν Πνεύματι αγίω χαρισάμενος την ενέργειαν)∙ αλλά τι φησίν; Εν τούτω γνώσονται πάντες,  ότι  εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις», «Κατ’ ερώτησιν και απόκρισιν», MPG 31, 917, 12-19, και «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντας αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν. ΄Απερ τηρούντες μεν, την εις αυτόν αγάπην επιδεικνύμεθα, και εν αυτή μένειν καταξιούμεθα, καθώς γέγραπται∙ μη τηρούντες δε, εναντίως έχοντες ελεγχόμεθα. Ο μη αγαπών με, γαρ φησίν ο Κύριος, τους λόγους μου ου τηρεί∙ και πάλιν∙ Ο έχων τας εντολάς μου, και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών με», «Περί πίστεως», MPG 31,688,9-19.

[48] «Του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εντολήν δεδωκότος ημίν αγαπάν αλλήλους, καθώς αυτός ηγάπησεν ημάς∙ και δια Παύλου του Αποστόλου διδάσκοντος ημάς ανέχεσθαι αλλήλων εν αγάπη, το επίταγμα της υμετέρας εν Χριστώ ευλαβείας», «Περι Βαπτίσματος»,MPG 31,1525,19-23.

[49]«Περι αρετής και κακίας», MPG, 32,1148,11-15.

[50] «Εγώ γαρ ακούσας παρά του Θεού, ότι Εν τούτω γνώσονται πάντες, ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγαπάτε αλλήλους∙…Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν∙ ου δύναμαι ειπείν, ότι άνευ της εν αλλήλοις αγάπης και άνευ του, το εις εμέ ήκον, ειρηνεύειν προς πάντας, δύναμαι άξιος κληθήναι δούλος Ιησού Χριστού», MPG 32,1152,22-31

[52] «Ομιλία προς τους πλουτούντας», , ed. Y. Courtonne, Saint Basile. Homélies sur la richesse. Paris: Didot, 1935,1,46-50.

[53] «Εις τον Προφήτην Ησαϊαν», ed. P. Trevisan, San Basilio. Commento al profeta Isaia, 2 vols. Turin: Società Editrice Internazionale, 1939,1,41,13-19

[54] «Ότι δει εν αγάπη Χριστού λυπείσθαι μεν και συντρίβεσθαι επί τοις του αδελφού ελαττώμασιν, ευφραίνεσθαι δε επί τοις κατορθώμασιν. Ότι ου δει αδιαφορείν επί τοις αμαρτάνουσιν ή εφησυχάζειν αυτοίς», «Περι τελειότητος βίου μοναχών»,ed. Y. Courtonne, Saint Basile. Lettres, 3 vols. Paris: Les Belles Lettres, 1:1957; 2:1961; 3:1966:,22,3,3-7.

[55] «Εις τον Προφήτην Ησαϊαν», ed. P. Trevisan, San Basilio. Commento al profeta Isaia, 2 vols. Turin: Società Editrice Internazionale, 1939:,1,19,36-39, Και «τω δε δικαίω διαρκής εστιν η θεία και επουράνιος ευφροσύνη, διότι άπαξ αυτώ ενοικεί το Πνεύμα∙ πρώτος δε καρπός του Πνεύματος εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη. Αγαλλιάσθε, ουν, δίκαιοι εν Κυρίω», «Ομιλία εις τον πρώτον Ψαλμόν», MPG 29,324,40-44.

[56] «Αλλά πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη», Γαλ. 5, 6, 2.

[57] «Εγκώμιον εις τον Αγιον Βασίλειον», In Basilium fratrem, ed. J. Stein, Encomium of Saint Gregory Bishop of Nyssa on his brother Saint Basil. Washington, D.C.: The Catholic University of America, 1928:11,51-56.

[58] «παρείη δε ημίν η διά των εντολών εργασία και το της αγάπης πηδάλιον∙ δι’ ων ευθυνόμενοι καταλάβοιμεν την γην της επαγγελίας, εν η η πόλις εστίν η μεγάλη, ης τεχνίτης και δημιουργός εστιν ο θεός ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων αμήν», «Εφ’όσον  ενί τούτων εποιήσατε εμοί εποιήσατε», ed. A. van Heck, Gregorii Nysseni opera, vol. 9.1. Leiden: Brill, 1967,9,126,28-33.

[59] «Ειδότες ουν της τε ταπεινότητος τους καρπούς και την ζημίαν του τύφου μιμήσασθε τον δεσπότην αγαπώντες αλλήλους, και μήτε θάνατον μήτε άλλην τινά τιμωρίαν εις αγαθόν μετ’αλλήλων οκνείτε∙ αλλ’ ην εβάδισεν οδόν εν ημίν ο θεός, ταύτης υμείς προς εκείνον βαδίζοντες ενί σώματι και ψυχή μια χωρείτε προς την άνω κλήσιν, αγαπώντες τον θεόν και αλλήλους»,  «Περί του κατά Θεόν σκοπού και της κατά αλήθειαν ασκήσεως», ed. W. Jaeger, Gregorii Nysseni opera, 8,1,71,11-18.