Η «φιλόθεος γνώμη» κατά τον ιερό Χρυσόστομo

13 Νοεμβρίου 2013

Προκειμένου στο κεφάλαιο αυτό να αναφερθούμε στην «εν Χριστώ» θεραπεία της ψυχής, επιβάλλεται να διερευνήσουμε για λίγο τα ορθόδοξα κριτήρια της ψυχικής υγείας. Ο ι. Χρυσόστομος συχνά κάνει λόγο για γνωρί­σματα της χριστιανικής πολιτείας. Τα κριτήρια αυτά είναι και θεία και ανθρώπινα. Αγκαλιάζουν δε ολόκληρη τη ζωή και τον όλο άνθρωπο. Κατά τον ι. πατέρα, καθετί το φυσικό είναι και καλό: «ουδέν γάρ εστι φυσικόν κα­κόν». Η υγεία, έτσι, ταυτίζεται με το «κατά φύσιν», ενώ η ασθένεια με το «παρά φύσιν». Ποιος, όμως, εγγυάται αυτό το «κατά φύσιν»;

xrisostomos

Αποδοκιμάζοντας την απιστία των Φαρισαίων προς το Χριστό, ο ι. Χρυσόστομος προβάλ­λει τρία κριτήρια του φυσιολογικού (normal): α) τη θεία Αποκάλυψη – Αγία Γραφή (δηλαδή το Θεό), β) την ηθική συνείδηση (δηλαδή τον άνθρωπο) και γ) τη γνώμη των πολλών (δηλαδή την Εκκλησία).

        Εφόσον μόνο ο Δημιουργός των ψυχών μας γνωρίζει επακριβώς τι είναι ψυχικά υγιές-ωφέλιμο και τι νοσηρό, αλλά και θέλει, από υπερβολική φιλανθρωπία, το πραγμα­τικό συμφέρον των ψυχών μας, θα πρέπει στην προσευχή μας να απευθυνόμαστε σ’ Αυτόν για τη χορήγηση των κατάλληλων και ωφέλιμων ψυχικά δώρων. Στους πρωτοχρι­στιανικούς χρόνους μαζί με τα άλλα Χαρίσματα (της προ­φητείας, των ιαμάτων κ.λπ.) υπήρχε και το Χάρισμα της ευχής, κατά το οποίο ένας χαρισματούχος «προφήτης» μέ­νοντας όρθιος στο μέσο του ναού και με πολλή κατάνυξη, ζητούσε παρακλητικά και με στεναγμούς από το Θεό για λογαριασμό όλων ό,τι συνέφερε ολόκληρη την Εκκλησία, σχηματίζοντας έτσι ορισμένες ευχές.

Έτσι, αγαθό, θεολογικά-πατερικά, είναι μόνο αυτό που θέλει ο Θεός: «Ου γαρ η φύσις των πραγμάτων, αλλ’ αι του Θεού ψήφοι καλά και φαύλα είναι ταύτα ποιούσι». Το καλό δε είναι στατι­κά κάποια αντικειμενική Ιδέα, όπως πίστευε ο Πλάτων, αλλά η συνεχής υπακοή μας στους λόγους των όντων, (που δεν ταυτίζονται, βέβαια, με τους φυσικούς νόμους), σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Αντίθετα, κακό είναι μόνο η αμαρτία: «ουδέν κακόν, αλλ’ αμαρτία μόνον, και ουδέν αγαθόν, αλλ’ αρετή μόνον, και το διά παντός αρέσκειν Θεώ».

Άρα, η υγεία της ψυχής σχετίζεται με την ορθή πίστη, εφόσον μόνο ο πιστός πιστεύει ότι η Θ. Πρόνοια πάντοτε φροντίζει να του αποκαλύπτει και παρέχει το αγαθό. Αν­τίθετα, η άγνοια του Θεού συνιστά «εσχάτην νόσον και αρρωστίαν». Έτσι, τελικά, η «ευγνώμων ψυχή» εκλαμβάνεται ως κριτήριο της πνευματικής υγείας. Μόνο στους γνήσιους και έμπιστους φίλους Του ο Χριστός εμπιστεύε­ται τον εαυτό Του (που είναι το Αυτάγαθον, το Φως, η Αλήθεια και η Σοφία), όπως κάνουμε κι εμείς με τους θεωρούμενους αποκλειστικούς και σταθερούς φίλους μας. Η καρδιά του ανθρώπου τότε μόνο είναι υγιής (ψυχή αγαθή), όταν μέσα της κατοικεί και περιπατεί ο Θεός, όταν δηλαδή γίνεται κάθισμα της θείας παρουσίας και Χάρης. Έτσι, η ηθική υγεία εξαρτάται και καθορίζεται από την κάθε φορά σχέση μας με το Θεό.

Συνεπώς, μέλημα του κάθε άνθρωπου θα πρέπει να είναι πάντοτε το πως θα αρέσει στο Θεό. Για να αρέσει, όμως, κανείς στο Θεό, θα πρέπει να τηρεί το θέλημά Του. Όπως η νύφη καλλωπίζεται στο κομμωτήριο μπροστά στον καθρέφτη για να αρέσει στο γαμπρό, έτσι και η ψυχή οφείλει να ευτρεπίζεται πνευματικά, χρησιμοποιώντας για κα­θρέφτη της τη διδασκαλία του νυμφίου-Χριστού. Έτσι, η «φιλόθεος γνώμη» μαρτυρεί την ψυχοπνευματική ευτονία και την «υγίειαν καθαράν».

Επειδή «παρά φύσιν η κα­κία», όπως μη φυσιολογική είναι η νόσος, η ευγνώμων ψυ­χή, που είναι απαλλαγμένη των παθών, γνωρίζει φυσιολο­γικά το καλό και το κακό, αφού ο Θεός από κηδεμονία εναπέθεσε μέσα της μεγάλη «περί την αρετήν οικειότητα» και μεγάλη «περί την κακίαν αλλοτρίωσιν», ώστε την πρώ­τη να την επιδοκιμάζουν όλοι, ακόμα και αυτοί που δεν την ακολουθούν, ενώ τη δεύτερη να την καταδικάζουν και όσοι την αποστρέφονται και όσοι την επιδιώκουν. Γι’ αυτό, όλοι οι δίκαιοι (Αβραάμ, Νώε, Ιώβ, Δαβίδ κ.α.) της Π.Δ. δεν είχαν ούτε ιερείς, ούτε δασκάλους, ούτε προφήτες να τους διδάξουν το καλό.

Από εδώ αντιλαμβανόμαστε γιατί «έλεγεν ο Χριστός ότι ο ποιών τα φαύλα ουκ έρχεται προς το φως, και ότι βίος ακάθαρτος εμποδίζει δόγμασιν υψηλοίς ουκ αφείς το διορατικόν φανήναι της διανοίας». Υγιής, λοιπόν, πνευματικά θεωρείται από τον ι. Χρυσόστομο μόνο ο «σεσωσμένος» (άγιος) άνθρωπος. Πράγματι, οι ώριμοι πνευματικά (δεδοξασμένοι) διαθέτουν θεολογική συνείδη­ση. Η θεολογική αυτή συνείδηση, ως προϊόν θυμικής παρόρμησης προς το θείο, φυσιολογικά διαποτίζει ολόκληρο τον ανθρώπινο βίο, είτε άμεσα (θρησκευτικά βιώματα), εί­τε έμμεσα (ασυνείδητες θρησκευτικές εμπειρίες) σε όλες τις εκδηλώσεις και ενέργειές του (ολιστική σωτηρία), αφού ο ψυχικός, ηθικός και θρησκευτικός κόσμος του ανθρώπου είναι αδιαίρετος και ενιαίος.

Αυτό δε σημαίνει και ότι η θρησκευτική-θεολογική συνείδηση δε διακρίνεται από τις υπόλοιπες ψυχικές ενέργειες· διακρίνεται, χωρίς να «κρίνεται» από καμιά, αλλά «κρίνοντας» η ίδια όλες τις άλλες. Εάν αποκτήσουμε θείο νου και φόβο Θεού (ευσέβεια), θα έχουμε «διά την έξιν» και «τί αισθητήρια γεγυμνασμένα», ώστε να μπορούμε να επικρίνουμε κάθε «πονηράν προαίρεσιν», σχηματίζοντας ορθές για τί πράγματα και τί «έργα του Θεού» κρίσεις, δηλαδή θα διαθέτουμε το υπέρτατο Χάρισμα της διάκρισης των πνευμάτων, κατά το οποίο γνωρίζουμε να διακρίνουμε μεταξύ καλού και κακού.

Αποτέλεσμα της αγιότητας και ταυτόχρονα δεύτερο κριτήριο της ψυχοπνευματικής υγείας είναι η ικανοποίηση της ηθικής συνείδησης (ανάπαυση) του ανθρώπου. Η ικα­νοποίηση αυτή, βέβαια, πετυχαίνεται στον πληρέστερο βα­θμό με την «εκ της εσωτερικής πληροφορίας περί του υπέρ της αλήθειας αγώνος» βεβαίωση της ευαρέσκειας και ευ­φημίας (επαίνου και σωτηρίας) εκ μέρους του Θεού. Τότε μόνο θα πρέπει να παραδέχεται ο άνθρωπος ότι τον λησμόνησε ο Θεός, «όταν εν αμαρτίαις ης, και πάντα σοι κατά ρουν φέρηται». Κύριος άξονας της σκέψης του ι. Χρυσοστόμου είναι το γνωστό απόφθεγμά του «τον εαυτόν μη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται», με την έν­νοια, φυσικά, της ήρεμης-υγιούς ψυχής και της ως εκ τούτου αδιάβλητης (ακατηγόρητης) συνείδησης (καύχηση) από τον ευαγγελικό Νόμο, και όχι, βέβαια, της σοφιστικής Σχετικοκρατίας (Relativismus).

Ενώ, όμως, ο ι. Χρυσόστομος νοηματοδοτεί την ψυχο­σωματική υγεία (ευημερία) από την πνευματική υγεία (κα­θαρότητα), και αυτήν από τη Θ. Χάρη (παρρησία), που, βέβαια, δεν είναι κάτι το ορατό και αυταπόδεικτο αντικει­μενικά, παράλληλα θεωρεί ως δεδομένο ότι οποιοσδήποτε (γνωστικός, ηθικός ή ψυχολογικός) κύκλος μεταξύ προσω­πικής συνείδησης και Θεού θα πρέπει να λειτουργεί στους κόλπους της ζώσας Εκκλησίας· γι’ αυτό και κάθε πνευμα­τικά «νοσών» (αμαρτωλός) τότε μόνο θεραπεύεται, όταν οργανικά εντάσσεται στην εκκλησιαστική κοινότητα.

Έτσι, τη «μέση συμπεριφορά» και την «κοινωνική αποδοχή» (normativite sociale) θα πρέπει να αναζητά ο πιστός στην «καθολική συνείδηση» της Εκκλησίας. Η καθολική συνεί­δηση της Εκκλησίας δεν ταυτίζεται, βέβαια, με την «κοινή γνώμη». Η συνείδηση της Εκκλησίας μπορεί μεν να υιοθε­τεί μερικά στοιχεία (όπως λ.χ. του ανθρωπισμού, της πα­ρατηρούμενης επανάληψης – συχνότητας και της πείρας, της ειδικής περίστασης, της λογικής βάσης των σκέψεων και της αποτροπής τυχόν φθόνου και σκανδαλισμού ή υστεροβουλίας) από τη «θύραθεν» κοινωνία (κόσμο), όμως ποτέ δεν συμφύρεται με αυτή: «δεν μακαρίζει μόνο τους κακο­λογούμενους για χάρη του Θεού, αλλά και ταλανίζει και εκείνους που επαινούνται από όλους· Αλίμονο σε σας, λέει, όταν όλοι οι άνθρωποι λέγουν καλά λόγια για σας. Βέβαια, και τους αποστόλους τους επαινούσαν, αλλά όχι όλοι οι άνθρωποι. Γι’ αυτό δεν είπε, όταν λέγουν καλά λό­για για σας οι άνθρωποι, αλλά όλοι οι άνθρωποι. Γιατί, δεν είναι δυνατό αυτοί που ζουν ενάρετα να επαινούνται από όλους»

Ο ι. Χρυσόστομος, όπου υπήρχε ανάγκη, σύμφωνα με την τακτική των προφητών και του αποστόλου Παύλου, δεν απέφευγε μαζί με το θείο Νόμο να χρησιμοποιεί μαρτυρίες και από την εξωχριστιανική ιστορία, την ελληνική φιλοσο­φία (πολλές φορές και ονομαστικά, όπως λ.χ, τον Επίκτητο), τους πολιτικούς νόμους, τις λαϊκές παροιμίες, την Ια­τρική και την καθημερινή πείρα για την πειστικότερη τε­κμηρίωση των απόψεών του. Ωστόσο, αν και όλος ο λαός (υγιείς και ασθενείς) «εν δυνάμει» μπορεί να συνιστά Εκ­κλησία, όμως το ορθό δε θα πρέπει να αναζητάται στη γνώμη των νοσούντων.

Μόνο το γνήσιο εκκλησιαστικό φρό­νημα (ο «λαός του Θεού») και όχι το «αδόκιμον πλήθος» μπορεί να αποτελέσει ασφαλές κριτήριο της ψυχοπνευματικής υγείας. Έτσι, κριτήριο στην Εκκλησία δεν είναι ο εκτός Εκκλησίας λαός ή άνθρωπος, αλλά οι δοξασμένοι (θεωμένοι), δηλαδή οι άγιοι. Με τον όρο λαμπρότητα ο ι. πατήρ εννοεί, πλην της αισθητικής ομορφιάς, την «επ’ Εκκλησίαις» εγκόσμια δόξα-«κέρας» (γόητρο – κύρος) και περιφανία ως πρόγευση της εσχατολογικής δόξας.

Το καλό εξωτερικά όνομα (ευφημία), ως μαρτυρία και τιμή της ψυ­χής από τους συνανθρώπους (έξωθεν καλή μαρτυρία – φή­μη αγιότητας), αποτελεί αντανάκλαση της εσωτερικής δό­ξας, που έχει μέσα στη νύμφη-ψυχή του κάθε πιστού εναποθέσει ο Νυμφίος-Χριστός. Η ευφημία αποκτιέται με τη δικαιοσύνη, δηλαδή με το σύνολο των αρετών. Ερ­μηνεύοντας ο ι. Χρυσόστομος το Α’ Τιμ. 2, 10, ερωτά τί είναι το «θεοσεβείν, δι’ έργων αγαθών», και άπαντά: «Πά­σα η συναγωγή της αρετής», ήτοι «η περιφρόνηση των πα­ρόντων, η επιθυμία των μελλοντικών αγαθών, η περιφρό­νηση των χρημάτων, η γενναιόδωρη ελεημοσύνη προς τους φτωχούς, η επιείκεια, η πραότητα, η ευσέβεια, η ειρηνική και γαλήνια κατάσταση της ψυχής, η καταφρόνηση της εγκόσμιας δόξας, ο διαρκής προσανατολισμός προς τον ου­ρανό, η διαρκής μέριμνα για τα επουράνια και ο πόθος της εσχατολογικής δόξας». Ειδικότερα η θεοσέβεια φαί­νεται ότι εντοπίζεται στην παρρησία, στη «εράν» πνευματι­κών λόγων και στη στάση μετανοίας του ανθρώπου.

(Σπύρου Κ. Τσιτσίγκου, Θεολόγου Καθηγητού, ΜΑ,DD, Η ψυχή του ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ.202-207)