Η «ιστορία» του χρόνου: απαραίτητο στοιχείο για τον προσδιορισμό του

5 Νοεμβρίου 2013

Kriaris_Rologia

Ο χρόνος είναι ένα φυσικό μέγεθος που επινόησε ο άνθρωπος για τη διευκόλυνση και τον προγραμματισμό της καθημερινότητάς του. Η έννοια του χρόνου είχε γίνει αντιληπτή από αρχαιοτάτων χρόνων, καθώς η υλική φθορά των ζωντανών οργανισμών και λιγότερο της άβιας ύλης, αλλά και οι μεταβολές και τα φυσικά φαινόμενα που συνέβαιναν στη Γη και στον Ουρανό οδήγησαν στη δημιουργία της έννοιας του χρόνου και στην ανάγκη προσδιορισμού και μέτρησής του.

Η χρονική ροή διαιρείται νοητά σε πολλά μικρά χρονικά τμήματα (χρονικές στιγμές). Κάθε γεγονός είναι ξεχωριστό στην κλίμακα του χρόνου, ενώ χαρακτηρίζεται και οριοθετείται νοητά από δύο χρονικές στιγμές, εκείνες της έναρξης και λήξης του γεγονότος. Η πορεία, ή αλλιώς ιστορία, ενός γεγονότος στο χρόνο προσδιορίζεται από μια ακολουθία καταστάσεων, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους χρονικά με τη σχέση προηγουμένου – επόμενου.

Καταρχάς, ο άνθρωπος προσπάθησε να προσδιορίσει τις δύο αυτές χρονικές στιγμές για καθετί που συνέβαινε γύρω του. Γρήγορα όμως, όντας πολύ σοφός, κατάλαβε ότι το κλειδί στην αναζήτησή του ήταν η συσχέτιση των όσων παρατηρούσε με την ίδια τη χρονική διάρκεια των γεγονότων, την πορεία τους και τη μεταβολή τους στο χρόνο. Για τον ορισμό του χρόνου, επομένως, αναγκαία προϋπόθεση ήταν η ίδια η ιστορία του χρόνου, με την έννοια της γνώσης.

Ο όρος ιστορία δεν παραπέμπει αποκλειστικά σε αλληλουχία γεγονότων. Ετυμολογικά το ουσιαστικό ιστορία προέρχεται από το ρήμα ίσημι, το οποίο σημαίνει γνωρίζω-κατέχω και είναι συνώνυμο του ρήματος οίδα. Έτσι, ιστορία σημαίνει η εξαρχής και εξολοκλήρου γνώση ενός πράγματος και το άτομο που αποκτά τη γνώση, ο γνώστης, καλείται ίστωρ. Η γνώση μπορεί να αποκτηθεί μέσω της εμπειρίας των αισθήσεων και πιο συγκεκριμένα με την όραση, την παρατήρηση, την ακοή και την ανταλλαγή απόψεων για οποιοδήποτε θέμα, υπαρκτό ή διδακτέο.

Οι πρώτες ενδείξεις για την αναγκαιότητα ορισμού του μεγέθους του χρόνου προέκυψαν από παρατηρήσεις του φυσικού κόσμου. Η γνώση για τον χρόνο αποκτήθηκε με τη βοήθεια της αίσθησης της όρασης από παρατηρήσεις των γήινων και ουράνιων φαινομένων και μεταβολών. Η συστηματική παρατήρηση των φυσικών μεταβολών, υποβοηθούμενη από την αίσθηση της ακοής, οδήγησε σε διατύπωση απόψεων για τον τρόπο μέτρησης του χρόνου.

Η ιστορία του χρόνου όμως είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορία της φύσης και την ιστορία των ουράνιων σωμάτων.

Ιστορία της φύσης: Από αρχαιοτάτων χρόνων δημιουργήθηκαν Σχολές φιλοσοφίας που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν θέματα κοσμολογικής και αστρονομικής φύσης. Η έννοια της ιστορίας της φύσης του κόσμου απασχόλησε για πρώτη φορά τους Ίωνες φιλοσόφους. Θεμελιωτής της Ιωνικής Σχολής (και ιδιαίτερα της Σχολής της Μιλήτου) ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος (624-546 π.Χ.) και συνεχιστές ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης. Κύριο αντικείμενο έρευνας της Ιωνικής φιλοσοφίας ήταν η προέλευση και η εξέλιξη του κόσμου και πιο συγκεκριμένα η εύρεση της πρώτης ουσίας που δημιούργησε τον κόσμο. Ουσιαστικά, η αναζήτηση της αρχικής υλικής υπόστασης του κόσμου οδήγησε και στην αναζήτηση προσδιορισμού της στιγμής δημιουργίας του σύμπαντος και άρα της έναρξης του χρόνου.

Ιστορία των ουράνιων σωμάτων: Η αναζήτηση της προέλευσης του κόσμου γρήγορα συνοδεύτηκε από την ανάγκη για την ιστορία, δηλαδή για τη γνώση των ουρανίων σωμάτων. Τα ουράνια σώματα και οι κινήσεις τους ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τη θεϊκή ύπαρξη. Ο φωτοδότης Ήλιος και η εμφάνιση της Σελήνης στον έναστρο νυκτερινό ουρανό κέντρισαν γρήγορα την περιέργεια του ανθρώπινου είδους προκαλώντας παράλληλα έντονο θαυμασμό και δέος. Η περιέργεια για τη γνώση της υλικής σύστασης των αστέρων και των πλανητών οδήγησε και εκείνη με τη σειρά της στη διατύπωση πολλών ερμηνευτικών θεωριών από τους αρχαίους Έλληνες φυσικούς φιλοσόφους. Ο Αναξαγόρας (Α΄59) είναι ο πρώτος αστροφυσικός, καθώς ονομάζει τον Ήλιο διάπυρον μύδρον (μύδρος = είδος πέτρας). Είναι επομένως πολύ λογικό, όσο βαθύτερη είναι η γνώση για τα ουράνια σώματα τόσο μεγαλύτερη να είναι η γνώση για το μέγεθος του χρόνου.

Οι Ίωνες προσωκρατικοί φιλόσοφοι για ακόμη μια φορά υπήρξαν πρωτοπόροι. Κατέρριψαν την ισχύ του μύθου και στήριξαν τις απόψεις τους στα πορίσματα στης έρευνάς τους αναζητώντας τις αιτίες των φαινομένων. Η συστηματική παρακολούθηση της κίνησης των ουρανίων σωμάτων εισήγαγε γρήγορα την έννοια του χρόνου. Η παρατηρούμενη περιοδικότητα που χαρακτήριζε την κίνηση των ουρανίων σωμάτων αποκτήθηκε μέσω της παρατήρησης της θέσης τους στο ουράνιο στερέωμα και της μεταβολής της όψης τους.

Από την ουσιαστική γνώση της φύσης και των ουρανίων σωμάτων προήλθε και η γνώση του χρόνου, αφού ο ίδιος ο χρόνος ήταν αναγκαίο μέγεθος για την περιγραφή των φυσικών μεταβολών. Επομένως, η ιστορία του χρόνου με την ιστορία της φύσης και των ουρανίων σωμάτων χαρακτηρίζονταν από αμφίδρομες σχέσεις.

Στηριζόμενοι σε αυτή τη σχέση οι αρχαίοι αστρονόμοι μετέφεραν τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων από την ουράνια σφαίρα στην επιφάνεια της Γης. Αυτό πραγματοποιήθηκε με την παρατήρηση της κίνησης της σκιάς ενός γνώμονα που ήταν ανάλογη της κίνησης του Ηλίου στην ουράνια σφαίρα. Με τον τρόπο αυτόν ο χρόνος, κάτι που οριζόταν σε ουράνιο επίπεδο, μπόρεσε να μετρηθεί πάνω στη Γη.

Ο Αναξίμανδρος (610-540 π.Χ.), μαθητής του Θαλή, εισήγαγε την πειραματική έρευνα για τη μελέτη των φυσικών φαινομένων συνδέοντας την ιστορία της φύσης, που αφορούσε τη γνώση και κατ’ επέκταση τη διδασκαλία της φύσης του κόσμου, με το πείραμα. Ο Αναξίμανδρος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος (Βίοι Φιλοσόφων ΙΙ, 1) επινόησε τον γνώμονα και κατασκεύασε ηλιακά ρολόγια διδάσκοντας τη χρήση τους στους Έλληνες. Ακολούθησαν πολλές αρχαίες κατασκευές για τη μέτρηση του χρόνου, μεταξύ των οποίων και γλυπτά ηλιακά ρολόγια, τα οποία υπάρχουν (ολόκληρα ή τμήματά τους) ακόμη και σήμερα εντοιχισμένα σε μνημεία ή στις εκθέσεις των Μουσείων. Η κατασκευή των ρολογιών και η τοποθέτησή τους σε ανοιχτούς χώρους, όπως αρχαίες αγορές των πόλεων, ήταν ένδειξη της αναγκαιότητας της μέτρησης του χρόνου στον προγραμματισμό των καθημερινών ανθρώπινων δραστηριοτήτων και ένδειξη της σημαντικότητας της ιστορίας του χρόνου στην οργάνωση ενός πολιτισμού.

Η ιστορία του χρόνου μεταδόθηκε και βελτιώθηκε μέσα από προφορικές και γραπτές διατυπώσεις αρχαίων θεωριών, από συνεχείς διαδικασίες ερωτήσεων-απαντήσεων και εσωτερικών αναζητήσεων του ίδιου του γνώστη. Η αναζήτηση αυτή συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Ο χρόνος σήμερα δεν είναι μετρήσιμος με βάση την κίνηση του Ηλίου ή της Σελήνης στον ουρανό. Παρόλα αυτά, η διαθέσιμη σημερινή τεχνολογία δεν έχει διαλευκάνει την ιστορία του χρόνου. Η γνώση και κατανόηση του μεγέθους του χρόνου σε φιλοσοφικό και επιστημονικό επίπεδο απασχόλησε, απασχολεί και θα απασχολεί πάντα τους ερευνητές. Και αυτό, γιατί η έννοια του χρόνου ήταν εκείνη που έδωσε ουσία και υπόσταση στην πρωταρχική στιγμή δημιουργίας του συμπαντικού κόσμου.

Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

  • Θεοδοσίου Ε., Εισαγωγή στην Ιστορία και Φιλοσοφία των Φυσικών Επιστημών-Τα θεμέλια και οι μεγάλες μορφές της Φυσικής, Αθήνα (2005), σ. 23-25.
  • Παραρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος πρώτος, εκδόσεις Ν.Δ. Νίκας, Αθήνα (1925), σ. 30-31.
  • Καλαχάνης Κ., Θεοδοσίου Ε., Πάνου Ε. και Μανιμάνης Β., Η αντίληψη του χρόνου από τον άνθρωπο στην διδασκαλία του Ιωάννη Φιλοπόνου και η συσχέτισή της με την Ειδική και τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, Physics News, τεύχος 4, Ένωση Ελλήνων Φυσικών (2013)