Κατάργηση αργίας:Από το Ιουδαϊκό Σάββατο στη Χριστιανική Κυριακή.(1ο μέρος)

17 Νοεμβρίου 2013

Από το Ιουδαϊκό Σάββατο στη Χριστιανική Κυριακή

           Το ζήτημα της κατάργησης της αργίας

 Η λέξη «Σάββατον» (εβρ. shabbat)[1] στην Π. Διαθήκη δηλώνει την ημέρα του Σαββάτου, την εβδομάδα ή και ένα ολόκληρο έτος, το Σαββατικό[2]. Ο θεσμός του Σαββάτου ως ημέρας κατάπαυσης των εργασιών και αφιέρωσης στον Θεό έχει προμωσαϊκή προέλευση. Στο βιβλίο της Γένεσης συνδέεται με την ολοκλήρωση του δημιουργικού έργου του Θεού: «και συνετέλεσεν ο Θεός εν τη ημέρα τη έκτη τα έργα αυτού ά εποίησεν και κατέπαυσεν τη ημέρα τη εβδόμη από πάντων των έργων αυτού ων εποίησεν»[3], ενώ στο βιβλίο της Εξόδου καθιερώνεται ως ημέρα λατρείας του Θεού: «μνήσθητι την ημέραν των σαββάτων αγιάζειν αυτήν. εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου»[4].

synagogue

Η τήρηση του Σαββάτου ήταν ένα ειδικό σημάδι ανάμεσα στον Θεό και τους Ισραηλίτες, όπως διαβάζουμε στο Δευτερονόμιο: «και μνησθήση ότι οικέτης ήσθα εν γη Αιγύπτω και εξήγαγέν σε Κυριος ο Θεός σου εκείθεν εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ δια τούτο συνέταξέν σοι Κυριος ο Θεός σου ώστε φυλάσσεσθαι την ημέραν των σαββάτων και αγιάζειν αυτήν»[5]. Ήταν ημέρα ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για την απελευθέρωσή τους από την πικρή σκλαβιά της Αιγύπτου.

 Από τα προαιχμαλωσιακά κείμενα προκύπτει ότι το Σάββατο ήταν ημέρα αγία και ευφρόσυνη[6]. Σύμφωνα με το βιβλίο της Εξόδου είχε και κοινωνικό χαρακτήρα, αφού ήταν μέρα ανάπαυσης των ξένων, των δούλων και των ζώων[7]. Βασικές υποχρεώσεις του Ισραηλίτη ήταν: α) η επίσκεψη στα ιερά, β) η προσφορά θυσίας, γ) η αποχή από την εργασία και τις εμπορικές συναλλαγές.

 Λόγω μη τήρησης της αργίας του Σαββάτου οι προφήτες εξαπέλυαν δριμύ κατηγορώ κατά των ομοεθνών τους. Ο Αμώς τους προειδοποιούσε για τον κίνδυνο καταστροφής της χώρας: «είπεν Κυριος προς με ήκει το πέρας επί τον λαόν μου Ισραηλ…ακούσατε δη ταύτα…οι λέγοντες πότε διελεύσεται ο μην και εμπολήσομεν και τα σάββατα»[8], ενώ ο Ησαΐας περιέγραφε με έντονο τρόπο την αποστροφή του Θεού για τις ιουδαϊκές εορτές λόγω της ασέβειας αρχόντων και λαού: «ακούσατε λόγον Κυρίου… τα σάββατα και ημέραν μεγάλην ουκ ανέχομαι νηστείαν και αργίαν και τας νουμηνίας υμών και τας εορτάς υμών μισεί η ψυχή μου εγενήθητέ μοι εις πλησμονήν ουκέτι ανήσω τας αμαρτίας υμών»[9]. Άλλωστε σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ η καταστροφή του ναού του Σολομώντα οφειλόταν στη βεβήλωση του Σαββάτου[10].

 Κατά την περίοδο της αιχμαλωσίας και στους μετέπειτα χρόνους, η αργία του Σαββάτου τονίζεται εντονότατα και αποκτά κεφαλαιώδη σπουδαιότητα, λόγω του κινδύνου αφομοιώσεως των Ισραηλιτών από τους λαούς, στις χώρες των οποίων ζούσαν. Θεωρούσαν πρώτιστο καθήκον να μεταβούν στη Συναγωγή για να προσευχηθούν και να τελέσουν τα της λατρείας, ενώ στους μεταιχμαλωσιακούς χρόνους λαμβάνονται μέτρα ενατίον εκείνων που εργάζονταν το Σάββατο[11]. Καθορίζονται μάλιστα από τους Ραββίνους με ιδιαίτερη λεπτομέρεια οι απαγορευτικές διατάξεις που αφορούν την αργία του Σαββάτου. Ακόμα και το μήκος της οδού το οποίο επιτρεπόταν να διανύσει ο ιουδαίος ήταν καθορισμένο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Α  Μακ. 2,38, ότι κατά τη μακκαβαϊκή επανάσταση οι εχθροί τους «ανέστησαν επ᾽ αυτούς εν πολέμω τοις σάββασιν» και επειδή οι Ιουδαίοι δεν προέβαλαν καμία αντίσταση λόγω της αργίας, «απέθανον αυτοί και αι γυναίκες αυτών και τα τέκνα αυτών και τα κτήνη αυτών έως χιλίων ψυχών ανθρώπων».

 Κάθε διάταξη ενσωμάτωνε πλήθος υποπεριπτώσεων που ήταν δυσβάσταχτες ακόμα και για τον πιο έντιμο και νομοταγή Ιουδαίο, δημιουργώντας έτσι έναν θρησκευτικό φαύλο κύκλο. Όταν ο Ιησούς Χριστός έλεγε στους Γραμματείς και Φαρισαίους «υμίν τοις νομικοίς ουαί, ότι φορτίζετε τους ανθρώπους φορτία δυσβάστακτα»[12], αυτές τις διατάξεις είχε κατά νου. Τον κατηγορούσαν οι ιερείς διότι θεράπευε την ημέρα του Σαββάτου και ο Κύριος τους αποστόμωνε λέγοντας  ότι «το σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο και ουχ ο άνθρωπος δια το σάββατον»[13] και ότι «ο Υιός του ανθρώπου κύριος εστιν του σαββάτου»[14].

              Οι χριστιανοί και το Σάββατο

 Η Κυριακή κατανοήθηκε από την Εκκλησία ως η όγδοη ημέρα της Δημιουργίας ή η πρώτη ημέρα της νέας Δημιουργίας. Πολύ νωρίς επίσης ονομάστηκε «Ημέρα του Ηλίου» κατ  αναφοράν προς τον ήλιο της δικαιοσύνης, ο οποίος είναι ο ίδιος ο Χριστός (και όχι προς τον θεό Ήλιο των ειδωλολατρών), ο οποίος εμφανίσθηκε στην αναστημένη Του μορφή  την πρώτη μέρα της εβδομάδας[15]. Εικονίζει -κατά τον Μ. Βασίλειο- «τήν άπαυστον  ημέραν,  τήν  ανέσπερον,  τήν  αδιάδοχον,  τόν  άληκτον  εκείνον  και αγήρω αιώνα»[16].

 Το ιουδαϊκό Σάββατο καταργήθηκε στον σταυρό όπου ο Χριστός «εξαλείψας το καθ’  ἡμῶν χειρόγραφον τοις δόγμασιν ο ην υπεναντίον ημίν (το καταδικαστικό για μας γραμμάτιο της ενοχής μας, που είχε γίνει εξαιτίας των διατάξεων του μωσαϊκού Νομου), και αυτό ήρεν εκ του μέσου προσηλώσας αυτό τω σταυρώ»[17].

 Αναφορά στην ημέρα του Σαββάτου γίνεται στις Πράξεις των Αποστόλων πάντα σε σχέση με τους Ιουδαίους και τη Συναγωγή για ευαγγελιστικούς σκοπούς[18]. Απευθυνόμενος στους χριστιανούς ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Μη ουν τις υμάς κρινέτω εν βρώσει η εν πόσει η εν μέρει εορτής η νουμηνίας η σαββάτων»[19]  (ας μη σας κρίνει και ας μη σας κατακρίνει κανείς για φαγητό η ποτό η για κάτι που αναφέρεται σε εβραϊκή εορτή η στην πρωτομηνιά η στην ημέρα του Σαββάτου).

 Οι πρώτοι χριστιανοί συναθροίζονταν την Κυριακή για να συμμετάσχουν στη Θεία Ευχαριστία: «και ήλθομεν προς αυτούς εις την Τρωάδα άχρις ημερών πέντε, ου διετρίψαμεν ημέρας επτά. Εν δε τη μια των σαββάτων (Κυριακή) συνηγμένων των μαθητών κλάσαι άρτον (για την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας) ο Παύλος διελέγετο αυτοίς…»[20]. Ο λόγος που διάλεξαν οι πρώτοι Χριστιανοί την πρώτη μέρα της εβδομάδας ήταν η Ανάσταση του Ιησού: «Αναστάς δε πρωΐ πρώτη σαββάτου εφάνη πρώτον Μαρία τη Μαγδαληνή, αφ  ἧς εκβεβλήκει επτά δαιμόνια»[21]. Εξάλλου, ο Απ. Παύλος προτρέπει τους πιστούς της Κορίνθου «κατά μίαν σαββάτων έκαστος υμών παρ  ἑαυτῷ τιθέτω θησαυρίζων ο,τι αν ευοδώται»[22] (τις Κυριακές καθένας σας ας βάζει κατά μέρος χρήματα, μαζεύοντάς τα έτσι, ανάλογα με τα έσοδά του).

[1] Απαντά και στα ακκαδικά ως «shapattu» και σημαίνει εορτή.

[2] Δευτ. 15,1-11. Άρχιζε τον έβδομο μήνα κάθε εβδόμου έτους. Κατά το έτος αυτό έπρεπε να χαρίζονται τα μεταξύ των ιουδαίων χρέη, γι αυτό και ονομαζόταν «έτος της αφέσεως».

[3] Γεν. 2,2.

[4] Εξ. 20,8-10.

[5] Δευτ. 5,15.

[6] Λευιτ. 23,3,38. Ωσ. 2,13. Στο Εξ. 20,8 καθορίζεται ως ιερή ημέρα.

[7] Εξ. 23,12. Δευτ. 5,12εξ.

[8] Αμώς 8,2εξ.

[9] Ησ. 1,10εξ.

[10] Ιεζ. 20,12εξ.

[11] «Εν ταις ημέραις εκείναις είδον εν Ιούδα πατούντας ληνούς εν τω σαββάτω και φέροντας δράγματα και επιγεμίζοντας επί τους όνους και οίνον και σταφυλήν και σύκα και παν βάσταγμα και φέροντας εις Ιερουσαλημ εν ημέρα του σαββάτου και επεμαρτυράμην εν ημέρα πράσεως αυτών και εκάθισαν εν αυτή φέροντες ιχθύν και πάσαν πράσιν πωλούντες εν τω σαββάτω τοις υιοίς Ιουδα και εν Ιερουσαλημ και εμαχεσάμην τοις υιοίς Ιουδα τοις ελευθέροις και είπα αυτοίς τις ο λόγος ούτος ο πονηρός ον υμείς ποιείτε και βεβηλούτε την ημέραν του σαββάτου ουχί ούτως εποίησαν οι πατέρες υμών και ήνεγκεν επ᾽ αυτούς ο Θεός ημών και εφ᾽ ημάς πάντα τα κακά ταύτα και επί την πόλιν ταύτην και υμείς προστίθετε οργήν επί Ισραηλ βεβηλώσαι το σάββατον και εγένετο ηνίκα κατέστησαν πύλαι Ιερουσαλημ προ του σαββάτου και είπα και έκλεισαν τας πύλας και είπα ώστε μη ανοιγήναι αυτάς έως οπίσω του σαββάτου και εκ των παιδαρίων μου έστησα επί τας πύλας ώστε μη αίρειν βαστάγματα εν ημέρα του σαββάτου και ηυλίσθησαν πάντες και εποίησαν πράσιν έξω Ιερουσαλημ άπαξ και δις και διεμαρτυράμην εν αυτοίς και είπα προς αυτούς δια τι υμείς αυλίζεσθε απέναντι του τείχους εάν δευτερώσητε εκτενώ την χείρά μου εν υμίν από του καιρού εκείνου ουκ ήλθοσαν εν σαββάτω και είπα τοις Λευίταις οι ήσαν καθαριζόμενοι και ερχόμενοι φυλάσσοντες τας πύλας αγιάζειν την ημέραν του σαββάτου» (Νεεμ. 13,15-22).

[12] Λουκ. 11,46.

[13] Μαρκ. 2,27.

[14] Ματθ. 12,8.

[15] Ματθ. 28,1·9·10. Μαρκ. 16,9. Λουκ. 24,1·13·15. Ιω. 20,19·26.

[16] PG. 27, 66.

[17] Κολ. 2,14.

[18] «Και εισελθόντες εις την συναγωγήν τη ημέρα των σαββάτων εκάθισαν» (Πρ. 13,14). «Διελέγετο δε εν τη συναγωγή κατά παν σάββατον» (Πρ. 18,4).

[19] Κολ. 2,16.

[20] Πρ. 20,6-7.

[21] Μαρκ. 16,9.

[22] Α  Κορ. 16,2.