Ημερολόγια του κόσμου (Γ’)

30 Δεκεμβρίου 2013
imerologia_3_in

Ο Ιούλιος Καίσαρ (αριστερά) και ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των ημερολογίων.

Την  περίοδο που πρώτος ύπατος στη Ρώμη ήταν ο Ιούλιος Καίσαρ, το ρωμαϊκό ημερολόγιο είχε κι αυτό τα χάλια του. Το ημερολογιακό έτος είχε 354 ημέρες και για να συμπληρωθούν οι 365 του ηλιακού έτους, πρόσθεταν κάθε τρία χρόνια έναν εμβόλιμο μήνα, 33 ημερών. Γι’ αυτό το 46 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ, με τη βοήθεια του έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη, διόρθωσε το ρωμαϊκό ημερολόγιο.

Το σεληνο-ηλιακό αυτό ημερολόγιο είχε καθιερωθεί από το (μυθικό μάλλον) βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιο τον 7ο αιώνα π.Χ., και αποτελούνταν από ένα έτος 12 μηνών που όλοι τους, λόγω δεισιδαιμονίας, είχαν μονό αριθμό ημερών. Συνολικά δηλαδή το ημερολογιακό έτος του Νουμά είχε 354 ημέρες. Για να συμπληρωθούν οι 365 ημέρες του ηλιακού έτους, πρόσθεταν κάθε τρία χρόνια έναν εμβόλιμο μήνα, 33 ημερών, που ονόμαζαν Μερκεδόνιο. Επειδή όμως το ρωμαϊκό ημερολογιακό έτος ήταν μερικές ώρες μικρότερο από το ηλιακό, ήταν επόμενο ότι στους 7 αιώνες που πέρασαν από την εφαρμογή του, να είχε συσσωρευτεί ένα τεράστιο λάθος.

Γι’ αυτό το 46 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ, με τη βοήθεια του έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη, που μετακάλεσε από την Αλεξάνδρεια, διόρθωσε το ρωμαϊκό ημερολόγιο προσθέτοντας στο έτος 45 π.Χ. 90 ημέρες που όμως δε μετρήθηκαν διότι είχαν ήδη μετρηθεί στους 7 προηγούμενους αιώνες. Έτσι τον άλλο χρόνο, το 44 π.Χ., η εαρινή ισημερία επανήλθε στην αρχική της θέση στις 23 Μαρτίου. Ο Σωσιγένης υπολόγισε τη διάρκεια του έτους ίση με 365 ημέρες και 6 ώρες και όρισε όπως τα έτη έχουν 365 ημέρες, και σε κάθε τέταρτο έτος πρόσθετε μία ακόμη ημέρα μετά την «έκτη προ των καλενδών του Μαρτίου». Έτσι η ημέρα αυτή, επειδή μετριόταν δύο φορές, ονομάζεται «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει «δίσεκτο».

Παρ’ όλο τον καλύτερο όμως προσδιορισμό του ηλιακού έτους από τον Σωσιγένη, υπήρχε ακόμη μια μικρή απόκλιση από την πραγματικότητα. Ο Σωσιγένης καθόρισε το ηλιακό (ή τροπικό) έτος ίσο προς 365,25 μέσες ηλιακές ημέρες βασισμένος στους υπολογισμούς του πατέρα της αστρονομίας Ιππάρχου, ο οποίος έναν αιώνα νωρίτερα είχε προσδιορίσει ότι το ηλιακό έτος θα έπρεπε να έχει διάρκεια ίση με 365,242 ημέρες. Σήμερα όμως γνωρίζουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τη διάρκεια του ηλιακού έτους που είναι 365,242199 ημέρες. Έτσι το καθορισμένο από τον Σωσιγένη έτος είναι μεγαλύτερο του πραγματικού κατά 0,0078 της ημέρας, ή κατά 11 λεπτά και 14 περίπου δευτερόλεπτα, χρόνος δηλαδή που εκ πρώτης όψεως φαίνεται σχεδόν ασήμαντος. Κάθε τέσσερα όμως χρόνια το μικρό αυτό λάθος γινόταν περίπου 45 λεπτά, και κάθε 129 χρόνια γινόταν μία ολόκληρη ημέρα. Μέσα στα πρώτα 400 χρόνια από την εφαρμογή του Ιουλιανού Ημερολογίου το λάθος είχε φτάσει τις τρεις ημέρες περίπου με αποτέλεσμα το 325 μ.Χ. η εαρινή ισημερία να συμβεί στις 21 Μαρτίου.

Την χρονιά εκείνη έγινε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας και θέσπισε τον ονομαζόμενο έκτοτε Όρο της Νικαίας για τον προσδιορισμό του εορτασμού του Πάσχα. Επειδή τότε θεωρούσαν ότι η εαρινή ισημερία (21 Μαρτίου) θα παρέμενε σταθερή, βάσισαν τον κανόνα προσδιορισμού του Πάσχα σε αυτή την ημερομηνία. Τα πράγματα όμως, με το λανθασμένου υπολογισμού έτος του Ιουλιανού Ημερολογίου, δεν ήταν έτσι. Το λάθος των 11 λεπτών συσσωρευόταν και η εαρινή ισημερία μετατοπίζονταν όλο και πιο ενωρίς. Έτσι ενώ την εποχή του Χριστού η εαρινή ισημερία συνέβαινε στις 23 Μαρτίου, το 325 μ.Χ. συνέβη στις 21 Μαρτίου, και το 1582 μ.Χ. είχε φτάσει να συμβαίνει στις 10 Μαρτίου, γεγονός που δημιουργούσε προβλήματα στον ακριβή καθορισμό του εορτασμού του Χριστιανικού Πάσχα σύμφωνα με τον όρο που είχε θεσπίσει η Οικουμενική Σύνοδος το 325 μ.Χ.

Η μετατόπιση αυτή της εαρινής ισημερίας είχε γίνει αντιληπτή από τον 8ο μ.Χ. αιώνα. Το 1324 μάλιστα ο μεγαλύτερος αστρονόμος του Bυζαντίου Νικηφόρος Γρηγοράς (ο αποκαλούμενος «φιλόσοφος» ) πρότεινε στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον Παλαιολόγο να κάνει κάποια μεταρρύθμιση, αλλά αυτός αρνήθηκε «δια τον φόβον συγχύσεως των αμαθών και μερισμού της Εκκλησίας». Έναν αιώνα αργότερα, το 1450, ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός διαμόρφωσε ένα δικό του ημερολόγιο, το οποίο «αν εφηρμόζετο δεν θα υπήρχε η ανάγκη άλλης μεταρρυθμίσεως».

Το 14ο αιώνα ο βασιλιάς της Καστίλης Αλφόνσος Ι’ ο Σοφός (γνωστότερος ως συγγραφέας και αστρονόμος, στον οποίο αφιερώθηκαν οι περίφημοι αστρονομικοί «Αλφόνσιοι Πίνακες») πληροφορήθηκε από ομάδα αστρονόμων που είχε συγκεντρώσει ότι η διάρκεια του ηλιακού (τροπικού) έτους ήταν 365 ημέρες, 5 ώρες, 43 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα, που είναι κατά 5 λεπτά και 34 δευτερόλεπτα, μόνο μικρότερη από τη σήμερα αποδεκτή. Ο νέος αυτός υπολογισμός απέδειξε πλέον επίσημα την ανάγκη για τη διόρθωση του Ιουλιανού Ημερολογίου.

Ο Ρότζερ Μπέηκον υπολόγισε επίσης ότι το συσσωρευθέν λάθος είχε φτάσει στην εποχή του τις 8 ημέρες και πρότεινε ημερολογιακή μεταρρύθμιση στον πάπα Κλήμεντα Α’. Ο πάπας όμως πέθανε πριν προλάβει να κάνει τίποτα. Στις αρχές του 15ου αιώνα πολλοί ήταν αυτοί που ανακίνησαν και πάλι το θέμα του λάθους. Η σύνοδος μάλιστα της Βασιλείας το 1439 προετοίμασε και ανακοίνωση που όμως δεν εξεδόθη ποτέ. Το 1474 ο πάπας Σίξτος Δ’ ανέθεσε στον περίφημο αστρονόμο Γιοχάνες Ρεγκομοντάνους την ημερολογιακή μεταρρύθμιση. Δεν πρόλαβε όμως ούτε καν να αρχίσει την εργασία αυτή, γιατί πέθανε δηλητηριασμένος από τους εχθρούς του. Η σύνοδος του Λατερανού ξανάπιασε το θέμα το 1524 χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1545 η σύνοδος του Τρεντίνου ανέθεσε στον πάπα Παύλο Γ’ και κατόπιν στον πάπα Πιο Ε’ να κάνει τη μεταρρύθμιση, χωρίς όμως ούτε αυτοί να βρουν κάποια αποδεκτή λύση. Τελικά η λύση βρέθηκε το 1572 τη χρονιά που εξελέγη πάπας ο Γρηγόριος ΙΓ’.

Με τη βοήθεια του αστρονόμου Λουίτζι Λίλιο, ο ιησουΐτης αστρονόμος Χριστόφορος Κλάβιους επεξεργάστηκε την παπική βούλλα της ημερολογιακής μεταρρύθμισης που δημοσιεύτηκε επιτέλους το Φεβρουάριο του 1582. Με τη μεταρρύθμιση η 5η Οκτωβρίου 1582 ονομάστηκε 15η Οκτωβρίου, για να διορθωθεί το λάθος των 10 ημερών, που είχε συσσωρευτεί στους προηγούμενους 11 αιώνες, και για να επιστρέψει η εαρινή ισημερία στην 21η Μαρτίου.

Για να μην επαναληφθεί το λάθος αυτό, ο Λίλιο διόρθωσε τον κανόνα του Ιουλιανού Ημερολογίου που όριζε ότι δίσεκτα είναι τα έτη που ο αριθμός τους διαιρείται με το 4 εξαιρουμένων των «επαιωνίων», τα έτη δηλαδή των αιώνων. Από αυτά όριζε ως δίσεκτα μόνον όσα έχουν αριθμό αιώνων που διαιρείται με το 4. Με αυτή την τροποποίηση το έτος 1900 δεν ήταν δίσεκτο, ενώ αντίθετα το 2000 ήταν. Η τροποποίηση αυτή καθορίζει ότι κάθε 400 χρόνια θα έχουμε 97 μόνο δίσεκτα έτη, αντί των 100 δίσεκτων του Ιουλιανού Ημερολογίου, μια και το λάθος του Ιουλιανού είναι 3 ημέρες και 3 ώρες περίπου κάθε 400 χρόνια. Φυσικά με αυτό τον τρόπο διορθώνουμε μεν το λάθος των τριών ημερών, παραμένει όμως ένα λάθος περίπου τριών ωρών κάθε 400 χρόνια που θα συσσωρευτεί σε μία περίπου ημέρα μετά την πάροδο περίπου 4.000 χρόνων.

Το Γρηγοριανό Ημερολόγιο, όπως ονομάστηκε προς τιμή του πάπα Γρηγορίου ΙΓ’, είναι αυτό που χρησιμοποιείται πλέον επίσημα από το μεγαλύτερο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού, παρόλο που δεν έγινε αμέσως ή εύκολα αποδεκτό απ’ όλους. Εν τούτοις πολλοί λαοί χρησιμοποιούν παράλληλα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο, για πολιτικούς κυρίως λόγους, και το δικό τους αυτόχθονο ημερολόγιο για τις θρησκευτικές τους εορτές. Οι Εβραίοι, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν ένα σεληνιακό ημερολόγιο που χωρίζεται σε 12 μήνες των 29 ή 30 ημερών ανάλογα με τις φάσεις της Σελήνης. Κάθε 19 χρόνια όμως προστίθεται ένας επί πλέον μήνας στο έτος για να φέρει το ημερολόγιο να συμφωνεί με το ηλιακό έτος.

Αντίθετα στην περίπτωση του Αραβικού-Μουσουλμανικού ημερολογίου, που κι αυτό είναι σεληνιακό με διάρκεια 354 ημερών, δεν προστίθεται ποτέ κάποιος επί πλέον μήνας με αποτέλεσμα οι διάφορες θρησκευτικές εορτές των Μουσουλμάνων να μετακινούνται δια μέσου των εποχών. Το γεγονός αυτό οδηγεί το ημερολόγιο να αρχίζει 10 έως 12 ημέρες νωρίτερα του προηγουμένου σε σχέση με το ηλιακό έτος. Η Πρωτοχρονιά δηλαδή των Μουσουλμάνων είναι πάντα η πρώτη ημέρα του μήνα τον οποίον ονομάζουν «Μουχαράμ». Αλλά και στη χρονολόγηση υπάρχει διαφορά, αφού οι Μουσουλμάνοι ξεκινούν την αρίθμηση των ετών τους από το έτος της «Εγίρας», δηλαδή την 16η Ιουλίου του 622 μ. Χ. στο Ιουλιανό ημερολόγιο. Η ημέρα αυτή είναι η συμβατική ημέρα της αναχώρησης του Μωάμεθ από την Μέκκα προς την γειτονική πόλη της Μεδίνας για να γλιτώσει από μία συνωμοσία εναντίον του. Την ημέρα αυτή γιορτάζεται και η Πρωτοχρονιά των Μουσουλμάνων.

Στην Ιαπωνία γιορτάζονταν ανέκαθεν η φύση, όπως για παράδειγμα, η ημερομηνία άνθισης των κερασιών. Το ημερολόγιό τους ήταν παρόμοιο με το Κινεζικό και χωρίζονταν σε 24 δεκαπενθήμερες περιόδους και ήταν συνδεδεμένο με τις αγροτικές τους εργασίες. Από το 1873 όμως η Ιαπωνία εισήγαγε το Γρηγοριανό ημερολόγιο με διαφορετική όμως χρονολόγηση που συνεχίζεται από το 660 π. Χ. Πολλοί, επίσης, λαοί την νοτιοανατολικής Ασίας χρησιμοποιούν το σεληνο-ηλιακό Βουδιστικό ημερολόγιο 12 μηνών 29 ή 30 ημερών με ένα δίσεκτο μήνα 30 ημερών που προστίθεται σε κανονικά διαστήματα. Και σ’ αυτές όμως τις περιπτώσεις αλλάζει κι εδώ η χρονολόγηση.

Αν λοιπόν νομίζετε ότι βρισκόμαστε στο έτος 2014 μ. Χ. θα πρέπει να αναθεωρήσετε, γιατί όπως επεξηγήθηκε συνοπτικά πιο πάνω η χρονολόγηση αυτή αφορά τον Χριστιανικό κυρίως κόσμο, αφού και οι άλλοι λαοί έχουν την δική τους χρονολόγηση. Με βάση αυτά τα δεδομένα το έτος που διανύουμε είναι το έτος 4711 για τους Κινέζους, το 1434 για τους Μουσουλμάνους, το 1392 για τους Πέρσες, το 5774 για τους Εβραίους, το 2762 για τους Αιγύπτιους, το 1463 για τους Αρμένιους, το 1730 για τους Κόπτες, το 2006 για τους Αιθίοπες, το 5114 για τους Ινδουιστές, και το έτος 222 από την Γαλλική Επανάσταση. Διαλέγετε και παίρνετε!