Ο «καλλιτεχνικός καπιταλισμός»

20 Δεκεμβρίου 2013

este_mond

Στην εξαιρετικώς ενδιαφέρουσα μελέτη τους οι δύο συγγραφείς προσεγγίζουν κριτικά, με πολλά παραδείγματα από την σύγχρονη οικονομική ζωή και τέχνη, το φαινόμενο του λεγομένου «καλλιτεχνικού καπιταλισμού» (capitalisme artiste), με άλλα λόγια «την καλλιτεχνική διάσταση του καπιταλισμού».

  • Giles Lipovetsky-Jean Serroy
  • L’ esthétisation du monde. Vivre à âge du capitalisme artiste
  • Callimard, Paris 2013, σελ. 493

Στην οριοθέτηση αυτού του φαινομένου οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι «μετά την τέχνη-για-τους-θεούς, την τέχνη-για-τους-βασιλείς και την τέχνη-για-την-τέχνη, σήμερα θριαμβεύει η τέχνη-για-την-αγορά» (σ. 26). Έτσι η σύνδεση της οικονομίας με την αισθητική είναι εμφανής, εδώ και δεκαετίες, σε όλες σχεδόν τις πτυχές της καθημερινότητάς μας (σ. 49, σ. 69, σ. 71 και άφθονα παραδείγματα στα κεφάλαια ΙΙ, ΙΙΙ, IV και V).

Στην εποχή του λεγομένου «καλλιτεχνικού καπιταλισμού», η οικονομία και ο πολιτισμός συνδέονται και αλληλοεπηρεάζονται (αυτό μπορεί να διαπιστωθεί λ.χ. στην σύγχρονη μουσική, στην αρχιτεκτονική, στον κινηματογράφο, ακόμη και στην αισθητική του προσωπικού μας χώρου κ.α.).

Όμως, η διαφαινόμενη υποταγή του αισθητικού στο οικονομικό στοιχείο έχει αναπόφευκτα οδηγήσει στο ότι «δεν υπάρχουν πια συζητήσεις περί της τέχνης, ούτε κάποιος οντλογικός σκοπός [της τέχνης], ούτε εσχατολογικό όραμα» (σ. 115).

Από πρακτικής πλευράς, ο θρίμαβος του «καλλιτεχνικού καπιταλισμού» διακρίνεται στην κατανάλωση και μάλλον στην υπερκατανάλωση προϊόντων της βιομηχανικής παραγωγής και αισθητικής (πβ. σ. 136 και σ. 287). Ορθώς πάντως επισημαίνουν οι συγγραφείς ότι «καταναλώνουμε διαρκώς όμορφα πράγματα, αλλά η ζωή μας δεν είναι όμορφη» (σ. 32).

Ιδιαίτερη αναφορά στο βιβλίο γίνεται στο ζήτημα του «αισθητικού καταναλωτή», δηλαδή εκείνου του ανθρωπολογικού τύπου που καταναλώνει τα προϊόντα της βιομηχανικής αισθητικής (πβ. σ. 166). Εν τέλει δημιουργείται ένας νέος τύπος του homo æstheticus με μία αισθητική αντίληψη ατομικιστική, ιδιάζουσα και πιο συγκεκριμένα αποπροσανατολισμένη όσον αφορά την αποδοχή «της μόδας και των προϊόντων ομορφιάς» (σ. 375). Επικρατούντος του homo consumans, ο homo æstheticus καταλήγει βαθμιαία στον αφανισμό η, κατ’ άλλη περίπτωση, σε μία ιδιάζουσα ατομικιστική αισθητική η βασική παραδοχή της οποίας είναι: «Ο καλλιτέχνης είμαι εγώ» (βλ. σχετικώς σ. 114 και σ. 425).

Στο τελευταίο κεφάλαιο (VI) του βιβλίου τους οι δύο συγγραφείς συζητούν την σχέση της αισθητικής με την ηθική. Ενδεχομένως θα προκαλέσει εντύπωση η τοποθέτησή τους ότι σήμερα, στην εποχή του υπερκαταναλωτισμού και της ατομοκρατίας, «δεν έχουμε χάσει την ψυχή μας: η ηθική παρακμή είναι ένας μύθος»(σ. 427), παρά τις διαφωνίες επί ηθικών ζητημάτων οι οποίες καθημερινώς πολλαπλασιάζονται (πβ. σ. 428) η παρά το γεγονός ότι η αισθητική δεν συσχετίζεται πλέον με την ηθική, καθ’ όσον μάλιστα έχει καταστεί απλώς ένα «αντικείμενο καταναλώσεως» (σ. 435).

Μέσα στο πλήθος των προσεγγίσεων και των παραδειγμάτων που περιέχονται στο βιβλίο είναι αναπόφευκτο να χρησιμοποιούν οι συγγραφείς πολλές επαναλήψεις όρων και διατυπώσεων (ενδεικτικώς βλ. σ. 49, σ. 69, σ. 270, σ. 342, σ. 351, 417 κ.α.).

Το προσεγγιζόμενο εκ μέρους των δύο συγγραφέων φαινόμενο της αισθητικής διαστάσεως του καπιταλισμού αφορά κυρίως την δυτική Ευρώπη και την Αμερική. Πάντως ενδιαφέρει και τις χώρες όπου ο καπιταλισμός λειτουργεί λιγότερο συστηματικά και απόλυτα και όπου η παράδοση ορίζει ακόμη σε κάποιον βαθμό την αισθητική της καθημερινότητας του βίου.