Ο πολιτισμός της σάρκωσης

25 Δεκεμβρίου 2013

Εν άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την

πόρτα και μπήκα. Μου ‘δείξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο

σταυρό. «Είδες, μου λέει -γεννήθηκε η ευσπλαχνία.» Έσκυψα

τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ,

γιατί να περνούσαν αιώνες και δε θα ’χαμε να

πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.

Τ.  Λειβαδίτης, Η γέννηση

 Εάν είναι αλήθεια ότι ή Χριστιανική Εκκλησία σήμερα αδυνατεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή της, τον τρόπο παρουσίας της στη σύγχρονη κοινωνία, πρέπει με παρρησία να ομολογηθεί ότι ή ασθένεια αυτή σχετίζεται με το πρόσωπο του Χριστού. Σχετίζεται, δηλαδή, με την αδυναμία των μελών τού εκκλησιαστικού σώματος να κατανοήσουν κα συνεπώς να βιώσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Εκκλησία της σαρκώσεως. Και τούτο, βέβαια, δεν έχει να κάνει με την ιδεολογική παράθεση χριστολογικών αναφορών ούτε βέβαια, με την αντίστοιχη προσφορά κηρυκτικών, στείρα συναισθηματικών-ψυχολογικών μεγεθύνσεων, αλλά κυρίως και κατεξοχήν με την αλλοίωση, πού μια τέτοια εμπειρική κατανόηση δημιουργεί στο σώμα της πορευόμενης στα έσχατα εκκλησιαστικής κοινότητας.

Και εξηγούμαι. ’Έχω την αίσθηση ότι, παρότι τελευταίο πολύς λόγος γίνεται για τη σάρκωση τού Υιού και Λόγου του Θεού Πατέρα, γιορτάζουμε ανελλιπώς άλλωστε και τα Χριστούγεννα άπαξ του έτους, ο κηρυκτικός και απολογητικός βερμπαλισμός μοιάζει να μην έχει καμία σχέση με την αμεσότητα της ζωής των μελών του σώματος, ή ζωή των οποίων φανερώνεται αδιάβροχη και συνεπώς αδιαπέραστη από τη λεπτή αύρα της χάρης. Ο Λόγος φαίνεται, λοιπόν, να σαρκώ­θηκε στα λόγια. Στην πράξη ή ζωή της Εκκλησίας κινείται κατά κανόνα -αλίμονο δεν μηδενίζονται οι οποιεσδήποτε εξαιρέσεις, τα μετόχια της αγάπης πού απλά υφίστανται για να επιβεβαιώνουν την καταθλιπτική λειτουργία του κανόνα- στα όρια ενός παλαιοδιαθηκικού τρόπου, τουτέστιν στα όρια μιας άσαρκης πραγματικότητας πού αδυνατεί να πληρωθεί.

politismossarkosistristilo

Και εάν πρέπει κάποιος να γίνει σαφέστερος, να δηλώσει του λόγου το αληθές με τη χρήση παραδειγμάτων, εικόνων αποκαλυπτικών από τη ζωή του σώματος, οφείλει εξάπαντος να προστρέξει στον πιο άμεσο χώρο, στη γη της Οικονο­μίας. Εκεί όπου τραγικά συναντιούνται, εάν εν τέλει συνα­ντιούνται, ο Θεός με τον άνθρωπο, το κτίσμα με τον δημιουργό. Για να δει κανείς τον Θεό της Ορθοδοξίας, οφείλει να κοιτάξει κατάματα τον άνθρωπο της Ορθοδοξίας. Ο λόγος για τον Θεό και ο λόγος για την Εκκλησία προϋποθέτουν και ταυτόχρονα αναζητούν στο πέρας, δηλαδή συμπεραί­νουν τον λόγο για τον άνθρωπο. Ιδού, λοιπόν, η γη της συνά­ντησης μικρών και μεγάλων, σπουδαίων και ασήμαντων, «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας, ο άνθρωπος». Όποιος ο άνθρωπος, αυτός και ο Θεός του, αυτή και η Εκκλησία του, αυτός και ό κόσμος του, αυτός και ο πολιτισμός του.

Εκπληκτική άρθρωση μιας τέτοιας πραγματικότητας, σκανδαλωδώς προκλητικής για τον συμβιβασμένο νου, συναντά κανείς σε κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας, πού η χαμηλή φωνή τους φαίνεται να χάνεται μέσα στις βεβαιότητες και τις αυτάρκειες, γιατί όχι και αυταρέσκειες σχημάτων εξουσιαστικών και θεσμικών τού παρόντος. Εκεί που ο γιγαντι­σμός και η εικονική πραγματικότητα της ζωής, πού έχει προκριθεί για να σώσει το οικοδόμημα των ιστορικών ανομιών του παρελθόντος, αγνοεί προκλητικά, ότι «ενός έστι χρεία».

Ρακοσυλλέκτης μιας τέτοιας λησμονημένης αλήθειας ο ποιητής από τη Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Θέμελης, προσλαμβάνει  και μεταμορφώνει ποιητικά τούτον τον «ουμανισμό» τουτέστιν Θεοκεντρισμό της αυτοσυνειδησίας του εκκλησιαστικού σώματος, και ομολογεί αφοπλιστικά:

«Χωρίς εμάς τι  θάταν τάχα  h γη,/ Ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη/ Χωρίς εμάς  τι θάταν τάχα ο ουρανός/ Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια  φωνή/ Να τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα/ Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θάταν,/ Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη/ Τι σάρκα θάπαιρνε γιά νά φανεί/ Χωρίς σάρκα πάνω στη γη τι πρόσωπο/ Χωρίς το ανθρώπινο πρόσωπο,/ Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα/ Τί ράπισμα κ’ αίμα, ποιο μαρτύριο/ Χωρίς το άνθρώπινο μαρτύριο: »Ίδε ο άνθρωπος, ίδε ο Θεός»/ Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς/ Ταφή και θρήνο-δίχως ανάσταση/ Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα ο θάνατος.

Το ερώτημα, λοιπόν, για να επανέλθω στην τάξη μετά την ποιητική έκπληξη, είναι εάν ο άνθρωπος της Εκκλησίας στα όρια της σύγχρονης Ορθοδοξίας, σώζει εντός του αυτή τη σάρκωση. Δηλαδή, με άλλα και απλούστερα λόγια εάν σώζει εντός του τον Χριστό και την κένωση του και οπωσδήποτε όχι μια ιδέα γι’ αυτόν.

Ποιο είναι όμως το κριτήριο για την αξιολόγηση μιας τέτοιας παρουσίας ή απουσίας του Χριστού εντός της υπάρξεως τού ανθρώπου; Πώς «μετριέται», τουτέστιν πως γίνεται ορατή, πώς γίνεται αισθητή ή παρουσία; Πως αποκαλύπτεται καλύπτεται, εάν αποκαλύπτεται, ή Χριστοποίηση για να θυμηθώ έναν λόγο του π. Ιουστίνου Πόποβιτς; Πώε γίνεται το πνεύμα σάρκα; Η απάντηση είναι απλή και καθόλου θεωρητική. Το ουσιαστικό κριτήριο της Χριστοποίησης, η αποκάλυψη του Χριστοφόρου είναι ή αποκάλυψή της κατά μίμηση και τύπο ταυτότητας της ενέργειας Χρίστου και Χριστοφόρου. Όπως ή Εκκλησία είναι τύπος και εικόνα της Τριάδος, έτσι και ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Χριστού,  κατ’ εικόνα του σαρκωμένου Λόγου. Και οπωσδήποτε αυτό το κατ’ εικόνα δεν περιορίζεται σε μια κάποια «πνευματικότητα», πού αρνείται την ανάγκη της ένσαρκης λειτουργίας μετά τη λειτουργία  , δηλαδή την ανάγκη της πράξης, της άσκησης της ευχαριστιακής αγάπης εντός συγκεκριμένου χώρου και χρόνου, όπου συντελείται το μυστήριο της ζωής.

Η ζωή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού ανθρώπου δεν είναι μια «αναίσθητη αγγελοείδεια», απουσιάζει η ελευθερία και η δημιουργικότητα. Ο άνθρωπος, μόνος αυτός από όλα τα κτίσματα, έχει μαζί με το νοερό το λογικό και το αισθητικό. Αυτό πού τον κάνει δημιουργό  του κόσμου του, του πολιτισμού του, των τεχνών και των επιστημών του, των σχέσεών του, των φιλιών του, των έργων τέχνης του, του συνολικού είναι του. Αυτό πού τον κάνει  υπεύθυνο για τον εαυτό του και για τούς συνανθρώπους  του, για την κτίση ολάκερη.