Ο Μ. Βασίλειος γράφει στον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο (2ο Μέρος)

2 Ιανουαρίου 2014

Η ησυχία λοιπόν, προσθέτει ο Άγιος, είναι αρχή της καθάρσεως της ψυχής. Γιατί εκεί ούτε η γλώσσα συζητάει τις ανθρώπινες υποθέσεις, ούτε τα μάτια κοιτάζουν ό,τι δεν πρέπει, ούτε η ακοή προσελκύει τη ψυχή σε ανεπίτρεπτα ακούσματα. Έτσι ο νους, ό­ταν δεν διασκορπίζεται προς τα έξω και δεν διαχέεται με τις αισθήσεις προς τον κόσμο επιστρέφει στον εαυτό του και από τον εαυτό του ανεβαίνει στην έννοια του Θεού. Καθώς δε περιαυγάζεται και φωτίζεται από εκείνο το κάλλος, λησμονεί και τη δική του φύση.

ΑΓΙΟΣ-ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ2

Ας σημειωθεί εδώ ότι οι νηπτικοί Πατέρες, μεταξύ των οποίων και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς με τον Άγιο Νικόδημο τον  Αγιορείτη, πολύ χρησιμοποιούν το τελευταίο αυτό χωρίο του Μ. Βασι­λείου προκειμένου να θεμελιώσουν και να ερμηνεύσουν την κυκλική μέθοδο της νοεράς προσευχής.

2) Μετά από τα περί αναχωρήσεως και ησυχίας ο Μ. Βασίλειος συνεχίζοντας προσθέτει ότι χρειάζεται και η μελέτη των θεόπνευστων Γραφών. Γιατί σ’ αυτές περιέχονται και οι εντολές για το τί πρέπει να κάνουμε και οι βίοι των μακαρίων ανδρών που μας παρα­δίνονται με γραπτό τρόπο σαν έμψυχες εικόνες της κατά Θεόν δια­γωγής για να μιμούμαστε τα αγαθά έργα τους. Έτσι λοιπόν κάθε άν­θρωπος σ’ ό,τι αισθάνεται τον εαυτό του ελλιπή, ευρίσκει, με τη μίμηση κάποιου παραδείγματος από την Αγ. Γραφή, το φάρμακο που ταιριάζει στην αρρώστια του. Μπορεί να μιμηθεί άλλος τον Ιωσήφ για τη σωφροσύνη, άλλος τον Ιώβ για την υπομονή, άλλος το Μωϋσή για την πραότητα και άλλος τον Δαυίδ για την ανδρεία και πραό­τητα μαζί.

3) Την ανάγνωση τη διαδέχονται οι προσευχές με τις οποίες η ψυ­χή κινείται από πόθο προς το Θεό. Καλή προσευχή είναι εκείνη που εμφυτεύει στη ψυχή καθαρή την έννοια του Θεού. Ενοίκηση του Θεού είναι το να έχει κανείς το Θεό μέσα του με τη μνήμη. Τότε γι­νόμαστε ναοί του Θεού, όταν η συνοχή της μνήμης δεν διακόπτεται από γήινες φροντίδες και ο νους δεν διαταράσσεται από απροσδόκητα πάθη. Ο φιλόθεος αναχωρεί στο Θεό, αποφεύγοντας όλα εκείνα που παρακινούν στην κακία, και ενδιατρίβει σ’ όλα εκείνα που οδηγούν στην αρετή.

4) Και πρώτα απ’ όλα, συμπληρώνει τώρα πιο πρακτικά ο Μ. Βασίλειος, σωστό είναι να φροντίζει κανείς να μη φέρεται με αμάθεια στις συζητήσεις, αλλά να ερωτά χωρίς εριστικότητα και να απαντά χωρίς υπεροψία, να μη διακόπτει τον συνομιλητή του, ούτε να επιθυμεί να παρεμβάλλει επιδεικτικά το δικό του λόγο. Να μαθαίνει χωρίς ντροπή και να διδάσκει χωρίς φθόνο. Τόνος της φωνής να προτιμάται ο μέτριος. Να εξωτερικεύει δε το λόγο, αφού πρώτα εξετάσει μέ­σα του τι πρόκειται να πει. Να είναι ευπροσήγορος στις συζητήσεις και γλυκύς στις ομιλίες. Να αποβάλλει την τραχύτητα πάντοτε, ακόμα και όταν είναι απαραίτητο να επιτιμήσει. Γιατί, αν πρώτα δείξει μετριοφροσύνη και ταπεινοφροσύνη, θα γίνει ευπρόσδεκτος απ’ αυτόν που έχει ανάγκη θεραπείας. Πολλές φορές, προκειμένου να επιπλήξουμε, μας είναι χρήσιμος ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε ο προφήτης στην περίπτωση του Δαυίδ, όταν αμάρτησε.

5) Στο ταπεινό φρόνημα ακολουθεί βλέμμα θλιμμένο και χαμηλωμένο, εμφάνιση ατημέλητη, κόμη απεριποίητη, ενδυμασία ακάθαρτη. Χιτώνας σφιγμένος με ζώνη στο σώμα. Και το βάδισμα να μην εί­ναι νωθρό, σαν να μαρτυρεί παράλυση της ψυχής, ούτε ζωηρό και πομπώδες, ώστε να δείχνει ισχυρές τις ορμές της. Ο προορισμός του ενδύματος είναι να καλύπτει το σώμα χειμώνα και θέρος. Να μην εί­ναι δε ούτε λαμπρό, ούτε λεπτό, ούτε μαλακό.

6) Όπως στην ενδυμασία αρμόζει να επιδιώκει κανείς το αναγκαίο, έτσι και στην τροφή. Ψωμί, νερό και φυτικά προϊόντα είναι αρκετά για έναν υγιή άνθρωπο. Αλλά, τονίζει ο Μ. Βασίλειος, προ και μετά το γεύμα να γίνονται κατάλληλες προσευχές στο Θεό που δίνει τα υλικά αγαθά. Να είναι δε μία καθορισμένη ώρα για το γεύμα, η ί­δια κάθε ημέρα. Έτσι ώστε από τις εικοσιτέσσερις ώρες μόνο αυτή να αφιερώνεται στο σώμα. Οι άλλες να είναι αφιερωμένες στις ενέργειες του νου.

7) Τελειώνοντας ο Άγιος ομιλεί και για τον ύπνο. Αυτός πρέπει να είναι σύμμετρος με την τροφή. Είναι δε καλό να διακόπτεται σκό­πιμα για τη μελέτη των μεγάλων προβλημάτων. Η παράδοση στο βαρύ ύπνο οδηγεί σε πνευματικό θάνατο. Οι ασκητές εγείρονται το μεσονύκτιο οπότε η νυκτερινή ησυχία χαρίζει στην ψυχή άνεση, γιατί τότε ούτε τα μάτια ούτε τα αυτιά μεταδίνουν στην καρδιά βλαβερά ακροάματα και θεάματα, αλλά ο νους μόνος του επικοινωνεί με το Θεό.

Αυτό είναι περίπου το περιεχόμενο της επιστολής του Μ. Βασι­λείου και αναφέρεται, όπως είδαμε, στην αναχώρηση και ησυχία, στη μελέτη των Γραφών, στην προσευχή, στις πνευματικές συζητήσεις, στη λιτότητα των ενδυμάτων και της τροφής και στη συντομία του ύ­πνου για την τελείωση του ανθρώπου.

(«Βασιλειάς», Εόρτιος τόμος επί  τη συμπληρώσει 1600 ετών από του θανάτου του Μ. Βασιλείου, εκδ. Ι. Μ. Θεσσαλονίκης, σ. 155-159)