Πώς αποβάλλουμε το χοϊκό άνθρωπο και ενδυόμαστε τον Χριστό (2ο Μέρος)

18 Ιανουαρίου 2014

Σε τέτοια λοιπόν άγνοια Θεού και των θείων του εντολών οδηγήθηκαν οι γεννημένοι χοϊκοί από αυτόν τον χοϊκό, ώστε την τιμή εκείνη που όφειλαν ν’ αποδώσουν στον Θεό την απέδωσαν στην ορατή αυτή κτίση· και όχι μόνο στον ουρανό, στη γη, στον ήλιο, στη σελήνη, στα άστρα, στο πυρ, στο ύδωρ και στα υπόλοιπα, αλλά αφού θεοποίησαν κι’ αυτά ακόμη τα αισχρά πάθη, τα οποία ο Θεός τους απαγόρευσε ούτε να τα σκέ­πτονται, πολύ περισσότερο να τα πράττουν, και τα έστησαν (πω, πω αναισθησία!), τα προσκύνησαν ως θεούς. Ποιά από αυτά; Την πορνεία, τη μοιχεία, την ανδρομανία, την αλληλοφονία και οτιδήποτε παρόμοιο με αυτά, τα οποία όχι ο Θεός (μακριά μια τέτοια βλασφημία!), αλλ’ ο διάβολος προστάζει, υποβάλλει και αποδέχεται, και με τα οποία υποδούλωσε και υποδουλώνει όλο το ανθρώπινο γένος και τους έκανε και τους κάνει υποχει­ρίους και δούλους του.

vatoped-xristos2

Έτσι, κι’ αν ακόμη βρέθηκε από παλαιά κάποιος από τις άπειρες εκείνες μυριάδες και χιλιάδες που να μην υπέκυψε στα αισχρά προστάγματά του και τα θελήματά του, αλλ’ επειδή κι αυτός καταγόταν από το σπέρμα των αμαρ­τωλών ήταν δούλος του τυράννου θανάτου και παραδιδόταν στη φθορά του και παραπεμπόταν ασυμπαθώς στον άδη, χωρίς δηλαδή να υπάρχει κάποιος που να μπορεί να τον σώσει και να τον λυτρώσει· γι’ αυτόν λοιπόν μας λυπήθηκε ο δημιουργός μας Θεός Λόγος και κατέβηκε, ως γνωστόν, και έγινε άνθρωπος όχι από συνουσία ή ρεύση (διότι αυτά συνέβηκαν μετά την παράβα­ση), αλλά από το άγιο Πνεύμα και την αειπάρθενο Μαρία. Πράγματι, αναλαμβάνοντας έμψυχη σάρκα από τα πάναγνα αί­ματά της, έγινε άνθρωπος, διατέλεσε και έγινε δηλαδή ολόκληρος σάρκα, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ατρέπτως, αναλλοιώτως, όπως έχει γραφεί· «και ο Λόγος έγινε σάρκα και κατασκή­νωσε μέσα μας». Αυτό είναι το ακατάληπτο και ακατανόητο σ’ όλους θαύμα, ότι δηλαδή ο ίδιος και άτρεπτος έμεινε κατά τη θεότητα και τέλειος άνθρωπος έγινε.

Συνέβηκε δηλαδή ό,τι και με τον Αδάμ· ο Θεός τον έπλα­σε από τη γη και του χάρισε πνεύμα ζωής, και έγινε τέλειος άνθρωπος με ζωντανή ψυχή χωρίς συνουσία και ρεύση· έτσι κι αυτός που τον δημιούργησε χωρίς συνουσία και ρεύση γίνεται άνθρωπος. Και όπως γράφτηκε εκεί στην παλαιά Γραφή, ότι ο Θεός έβαλε έκσταση πάνω στον Αδάμ και τον ύπνωσε και λαμβάνοντας μία πλευρά του οικοδόμησε και έπλασε τη γυναίκα, έτσι έκανε κι’ εδώ. Πώς και με ποιόν τρόπο; Πρόσεχε. Η πλευρά του Αδάμ είναι η γυναίκα. Από αυτήν λοιπόν την πλευ­ρά του Αδάμ, δηλαδή από την ίδια τη γυναίκα, έλαβε ο Θεός Λόγος έμψυχη σάρκα και την οικοδόμησε σε τέλειο άνδρα, ώστε να γίνει αληθώς υιός του Αδάμ· κι αφού διετέλεσε άν­θρωπος κι έγινε όμοιός μας κατά πάντα πλην της αμαρτίας, αμέσως έγινε κατά σάρκα συγγενής όλων των ανθρώπων.

Αυτό όμως το είπε και κάποιος άλλος πριν από εμάς λέγοντας το εξής· «ενδυόμενος τη σάρκα, ενδύθηκε και την αδελφότητα». Αλλά όντας αυτός Θεός και άνθρωπος μαζί, και η σάρκα του και η ψυχή του ήταν και είναι αγία και υπεραγία όπως ήταν Θεός άγιος, ο ίδιος και είναι άγιος και θα είναι, διότι και η παρθένος ήταν άμωμη, άσπιλη και αμίαντη· αλλά τέτοια ήταν και η πλευρά που αφαιρέθηκε από τον Αδάμ. Οι άλλοι όμως άνθρωποι, παρ’ όλο που υπήρξαν κατά σάρκα αδελφοί και συγγενείς του, αλλά όντας χοϊκοί έμειναν έτσι και δεν έγιναν αμέσως άγιοι και υιοί του Θεού. Αλλά προσέχετε ακριβώς το Πνεύμα που λέγει αυτά· ο Θεός έγινε άνθρωπος και διετέλεσε συγγενής και αδελφός όλων των ανθρώπων. Μόνο λοιπόν ο Υιός του Θεού είναι Θεός και άνθρωπος, μόνος ήταν και είναι άγιος, όπως θα είναι στους αιώνες, μόνος δίκαιος, μόνος αληθινός, μόνος αθάνατος, μόνος φιλάνθρωπος, μόνος ελεήμων και εύσπλαχνος, μόνος δυνάστης, μόνος φως του κόσμου και όν­τας φως το απρόσιτο.

                Ενώ λοιπόν αυτός ήταν τέτοιος και εμείς βρισκόμασταν στο θάνατο και τη φθορά χωρίς να έχουμε καμμία τελείως επικοινωνία μαζί του, παρά μόνον, όπως είπαμε, την κατά σάρκα συγγένεια, ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο, το Θεό δηλαδή και τους ανθρώπους, μεσίτευσε η προς αυτόν πίστη, ώστε, επειδή ήμασταν πτωχοί και τίποτε δεν μπορούσαμε να προσφέρουμε για τη σωτηρία μας, δεχόμενος την προς αυτόν πίστη αντί πά­ντων, μας ελέησε και μας χάρισε την άφεση των αμαρτημάτων, την απαλλαγή του θανάτου και της φθοράς και την ελευθερία. Αυτά τα χαρίζει και μέχρι σήμερα σ’ εκείνους που πιστεύ­ουν ολοψύχως, και όχι μόνον αυτά, αλλά και τα υπόλοιπα τα οποία μας υποσχέθηκε και μας επαγγέλλεται καθημερινά διά των αγίων ευαγγελίων.

Ποιά όμως είναι αυτά; Η αναγέννηση και ανάπλασή μας δι’ ύδατος και Πνεύματος, η συναρίθμησή μας με τους αγίους του δούλους, η παροχή της χάριτος του αγίου του Πνεύματος σε μας, η δωρεά της συμμετοχής δι’ αυτού στα αγαθά της γης την οποία κληρονομούν οι πράοι με ευφροσύνη και αγαλλίαση καρδιάς, η ένωση και σύναψή του μαζί μας, ώστε να γίνουμε και οι δύο ένα στον ίδιο τον Θεό και Πατέ­ρα συνδεόμενοι δι’ αυτού με το Πνεύμα.

Μετέχομε λοιπόν σ’ όλα αυτά τα αγαθά και τα απολαμβά­νομε, όταν τηρούμε ακριβώς όλα όσα υποσχεθήκαμε σ’ αυτόν και όταν αποφεύγουμε όσα πάλι απορρίψαμε, μη επιστρέφοντας στο ίδιο εξέραμα (εμετό) όπως οι σκύλοι. Έτσι λοιπόν αν φυλάξουμε όλα όσα μας είπε και μας λέει ο ίδιος ο Θεός, είμαστε πράγματι πιστοί, αποδεικνύοντας την πίστη μας από τα έργα, και γινόμα­στε όπως εκείνος άγιοι και τέλειοι, όλοι τελείως επουράνιοι, τέκνα επουράνιου Θεού, όμοια μαζί του κατά πάντα θέσει και χάριτι, επειδή είναι και αυτός όπως εμείς όμοιός μας πλην της αμαρτίας.

[Συνεχίζεται]