Θύματα εγκλημάτων βίας: ο θετικός υποστηρικτικός ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Γ’)

15 Ιανουαρίου 2014

thymata_C_ePΕξίσου σημαντική είναι η δυνατότητα που προσφέρει στο θύμα η Εκκλησία να ανοίξει την ψυχή και να αποδιώξει την αρνητικότητα που δημιουργούν αισθήματα εκδίκησης. Αισθήματα που είναι λογικά, ενστικτώδη, αλλά δεν βοηθούν ουσιαστικά στη διαδικασία επούλωσης, κι επιπλέον κρατούν το θύμα όμηρο του δράστη. Το θύμα που δέχεται και εφαρμόζει όσα κηρύσσει η Εκκλησία συγχωρεί, απαλύνει τη δίκαιη οργή, τον δικαιολογημένο θυμό του. Με αυτόν τον τρόπο αφαιρεί τη δύναμη από τον δράστη και καταφέρνει να πετύχει τη συμφιλίωση ακόμη και χωρίς τη συγγνώμη του τελευταίου.

Ένα από τα εμπόδια στα διάφορα προγράμματα συμφιλίωσης (reconciliation) ακριβώς είναι ότι εξαρτώνται και από την επιθυμία του δράστη να ζητήσει συγνώμη, να έρθει σε επαφή με το θύμα του. Είναι όμως πολύ πιθανό ο δράστης να μην έχει μετανιώσει καθόλου, να μη ζητήσει ποτέ συγχώρεση, να κρατά έτσι σαδιστικά όμηρο το θύμα των πράξεών του και έτσι να εξακολουθεί να κατέχει τη θέση του ισχυρού στη σχέση δράστη – θύματος που έχει δημιουργηθεί από το έγκλημα.

Όταν όμως το θύμα συγχωρεί χωρίς όρους, όταν αρνείται τη δύναμη στον δράστη να ορίζει εκείνος την ψυχική ηρεμία του αδικηθέντος και τη διαδικασία επούλωσης, τότε επιτυγχάνει ταυτόχρονα δυο πράγματα: πρώτον παύει να βρίσκεται στη θέση του θύματος, στη θέση του αδύναμου. Η πρωτοβουλία της συγχώρεσης δίνει δύναμη. Δεν κινεί πλέον τα νήματα ο θύτης.

Δεύτερον το πρόσωπο που θυματοποιήθηκε μπορεί να επικεντρώσει όλο το ενδιαφέρον στο να κτίσει τη δική του ζωή ξανά και όχι να αναλώνει χρόνο πώς να καταστρέψει τη ζωή του βίαιου αυτουργού.

Η όλη συγχώρεση βέβαια βασίζεται στην ανθρωπολογική θεώρηση της Εκκλησίας ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδέλφια με κοινό πατέρα τον Θεό. Εν τέλει και ο φρικτός αυτός δράστης δεν παύει να είναι αδελφός, παιδί του ίδιου Θεού και υποκείμενος στη δική Του κρίση. Άλλωστε όπως και ο άνθρωπος που υπέστη βία έχει δικές του πτώσεις και αμαρτίες (δεν έχει σημασία αν δεν τυποποιούνται ως εγκληματικές συμπεριφορές από την κοινωνία και φυσικά δεν υφίσταται θέμα σύγκρισης) τις οποίες ελπίζει και αναμένει από τον Θεό να συγχωρήσει, πρέπει να αναγνωρίσει το ίδιο δικαίωμα και στον αυτουργό του εγκλήματος. Η συγχώρεση αυτή δεν γίνεται στα πλαίσια συμψηφισμού αμαρτιών, αλλά με τη συναίσθηση ότι όλοι έχουμε τον ίδιο Κριτή.

Δεν είναι μόνο η θεολογική προσέγγιση της ορθόδοξης Εκκλησίας που προσφέρει όλα τα εφόδια για να αρχίσει το θύμα να δουλεύει με στόχο να ξεπεράσει το έγκλημα. Και η όλη κοινωνία ως τρόπος συμμετοχής στην Εκκλησία έχει πολλά να προσφέρει. Η ενορία, η εκκλησιαστική κοινότητα, οι διάφορες ομάδες που λειτουργούν στα πλαίσια της Εκκλησίας προσφέρουν ευκαιρίες για να βγει το θύμα από την απομόνωσή του, να έρθει σε επαφή με άλλους ανθρώπους.

Σε πολλές ενορίες γίνονται συναντήσεις για την μελέτη και ερμηνεία των γραφών, συζητήσεις για πνευματικά θέματα που μπορούν να δώσουν έναυσμα για να αρχίσει ο πληγωμένος άνθρωπος να αναζητά έξοδο από τον πόνο. Επίσης λειτουργούν τμήματα που προσφέρουν επαφή με τέχνη, χορό, αγιογραφία, δραστηριότητες που και θα διασκεδάσουν τη συνεχή ενασχόληση και εμμονή με το εγκληματικό γεγονός και θα κοινωνικοποιήσουν το θύμα. Σε κάποιες ενορίες ή εκκλησιαστικά ιδρύματα το θύμα μπορεί ακόμη να τύχει και οικονομικής ή άλλης πρακτικής αρωγής που θα είναι σημαντική για να ορθοποδήσει.

Ιδιαίτερη – και κομβική – είναι η σημασία του πνευματικού πατέρα, του εξομολόγου στον οποίον θα προστρέξει το θύμα. Ο πνευματικός πατέρας είναι το πρόσωπο που θα μεταφέρει τις προαναφερθείσες αρχές της πίστης μας με διάκριση και οικονομία, ανάλογα με την προσωπικότητα του πιστού-θύματος, τις ιδιαίτερες περιστάσεις, τον ψυχικό του κόσμο και τις αντοχές του. Το απόρρητο της εξομολόγησης βοηθά αναντίρρητα στο να μπορεί το θύμα να ανοιχτεί, να επικοινωνήσει χωρίς δισταγμούς, να εξωτερικεύσει όλες τις σκέψεις του-ακόμη και τις πιο μύχιες. Επίσης το γεγονός ότι ο πνευματικός πατέρας επιλέγεται κατά ελεύθερη βούληση του εξομολογούμενου βοηθά στο να υπάρχει μια προσωπική σχέση.

Επιπλέον ο πνευματικός πατέρας είναι μια μορφή εξουσίας, μια αυθεντία της οποίας τα λόγια, τις εξηγήσεις , την παρηγοριά μπορεί ο πιστός να δεχτεί ευκολότερα από ότι τα λόγια κάποιου άλλου, συχνά ακόμη και ειδικού. Υπάρχει η αίσθηση και η πίστη πως δέχεται όχι ανθρώπινο λόγο, αλλά τον λόγο του Θεού, στον όποιον αν κάνει υπακοή η έκβαση θα είναι θετική.

Δεν πρέπει να λησμονείται όμως και ο καθαρά μυστηριακός χαρακτήρας της βοήθειας της Εκκλησίας. Αυτός είναι σίγουρα ο πιο καίριος για όσους πιστεύουν. Δεν υπάρχει γνώση για το πώς λειτουργεί η χάρη του Θεού, πώς μεταδίδεται στους ανθρώπους, πώς τους βοηθά. Προφανώς η επιστήμη της Εγκληματολογίας στο σημείο αυτό πρέπει να σιωπήσει. Οι ειδικοί δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν με επιστημονικά κριτήρια και μέσα έρευνας τα αόρατα (που όμως υφίστανται το ίδιο με τα ορατά), την προσευχή και τα μυστήρια. Αρκούν τα εμπειρικά αποτελέσματα ανθρώπων που υπάρχουν και επιζούν μετά από τρομερά εγκλήματα, που επιβιώνουν ενώ έχουν ζήσει τραγικό πόνο, που βιώνουν τη βοήθεια του Θεού μέσα σε απίστευτα αρνητικές συγκυρίες και πολύ συχνά ομολογούν ότι η πίστη τους έσωσε.

Το θύμα προσεύχεται το ίδιο, προσεύχεται για αυτό ο πνευματικός πατέρας και οι λοιποί πιστοί, υπάρχει μια κοινωνία προσευχής. Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα μια ιδιαίτερα συγκινητική ευχή που λέγεται από την Εκκλησία «υπέρ πάσης ψυχής θλιβομένης τε και καταπονουμένης ελέους και βοηθείας επιδεομένης» και με την οποία ζητείται και λαμβάνεται το έλεος από τον Θεό στη ζωή του εξουθενωμένου ανθρώπου. Επίσης το μυστήριο του Ευχέλαιου και αυτό σκοπό έχει να βοηθήσει την ίαση της ψυχής, μιας ψυχής που είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση τραυματισμένη και άρρωστη από τη βία που υπέστη το σώμα, από τον φόβο, τον εξευτελισμό που ένιωσε το θύμα.

Κορυφαία η θέση της Θειας Κοινωνίας, όπου ο πιστός λαμβάνει Σώμα και Αίμα Χριστού, θεοποιείται, λαμβάνει θεία ισχύ και παρηγοριά. Επαναλαμβάνεται ότι δεν μπορεί με τις αρχές και τη λογική της δυτικής επιστήμης να αναλυθούν τα Μυστήρια της Εκκλησίας, που αποτελούν πάνω από όλα πράξεις πίστης και Θεϊκής ενέργειας. Ο σωστός επιστήμονας όμως- όποιον επιστημονικό κλάδο κι αν υπηρετεί- γνωρίζει ότι υπάρχουν πεπερασμένα όρια στις τεχνολογίες, στις θεωρίες, στις μετρήσεις. Δέχεται ότι δεν γνωρίζει όλους τους μηχανισμούς, όλα τα στοιχεία, παρά ό,τι σε δεδομένη στιγμή η πρόοδος και τα μέσα του επιτρέπουν να ψηλαφεί. Είναι λοιπόν φρόνιμο να μην απορρίπτει αυτό που δεν μπορεί ακόμη ο ίδιος να εξηγήσει και ενδέχεται στο μέλλον να αποκαλυφθεί.