Θύματα εγκλημάτων βίας: ο θετικός υποστηρικτικός ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Δ’)

16 Ιανουαρίου 2014

thymata_D_ep

Ορισμένοι προβληματισμοί που προκύπτουν από την κυριαρχία συντηρητικών κύκλων σε κάποιους εκκλησιαστικούς χώρους δεν πρέπει βέβαια να παρορώνται. Καταρχήν δυστυχώς συχνά σε εκκλησιαστικούς κύκλους και σε ενορίες κυριαρχούν συντηρητικοί κύκλοι. Σε τέτοιο περιβάλλον είναι αμφίβολο αν το θύμα μπορεί να νιώσει ασφάλεια και να λειτουργήσει με την ελευθερία και άνεση που χρειάζονται για να βρει ξανά την ισορροπία του. Ειδικά αν πρόκειται για κάποιο θύμα σεξουαλικής επίθεσης και με τη δυστυχώς συχνή εμμονή συντηρητικών κύκλων σε «εξωτερική ηθική καθαρότητα». Η επαφή με τέτοιους κύκλους μάλλον θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, παρά θα λύσει τα περίπλοκα ζητήματα του θύματος.

Επίσης ένα από τα προβλήματα είναι οι τυχόν προσωπικές απόψεις τέτοιων κύκλων σχετικά με τη θυματοποίηση. Μολονότι συχνά τέτοιες απόψεις ιδιαίτερα πιστών ή και πνευματικών-γερόντων δεν απηχούν την παράδοση της Εκκλησίας είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες. Σημασία έχει άλλωστε ότι το ευάλωτο θύμα δεν θα έχει ούτε τον χρόνο, ούτε την ψυχική διάθεση να ερευνήσει και να εντρυφήσει  στα διδάγματα της Εκκλησίας και απλά θα αποθαρρυνθεί από τέτοιες απόψεις.

Για παράδειγμα, δυστυχώς όσον  αφορά την ενδοοικογενειακή βία, ευρέως διαδίδονται απόψεις του τύπου ότι η γυναίκα οφείλει να υπομένει την κακοποίηση και τον εξευτελισμό, ως μαρτύριο και σταυρό. Το θύμα λοιπόν αποθαρρύνεται να ζητήσει βοήθεια, να καταγγείλει την εγκληματική πράξη, να απομακρυνθεί από τον βίαιο σύζυγο που την ξυλοκοπεί και συχνά απειλεί τη ζωή τη δική της και των παιδιών τους. Η απομάκρυνση από την  εστία- που μόνο οικογενειακή δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον- προβάλλεται από κάποιους συντηρητικούς και ηθικιστικούς κύκλους ως αμαρτία και έτσι η γυναίκα-θυμα νιώθει επιπλέον τύψεις και ενοχές.

Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα αποτελεί ο βιασμός και η απόφαση της γυναίκας να αποδεχτεί ή όχι να φέρει στον κόσμο τον καρπό της βίας. Η Εκκλησία έχει σαφή δογματική θέση περί των αμβλώσεων, η οποία είναι σεβαστή, αλλά απαιτεί σίγουρα τεράστια αποθέματα πίστης και χριστιανικής αγάπης για να μπορέσει μια γυναίκα να κυοφορήσει, να γεννήσει, να μεγαλώσει τον καρπό του βιαστή χωρίς να δημιουργηθούν ψυχολογικά προβλήματα στην ίδια και για να είναι ισορροπημένες οι σχέσεις μητέρας-τέκνου. Είναι από τις περιπτώσεις που η τυχόν θετική έκβαση στην απόφαση της γυναίκας να κρατήσει το παιδί θα αποτελεί κυριολεκτικά θαύμα. Από την άλλη πλευρά η ζωή του χριστιανού είναι μια ζωή μέσα στο θαύμα.

Πάντως μια τέτοια απόφαση που είναι απόφαση ζωής δεν μπορεί να γίνει μέσα σε καθεστώς φόβου και ψυχολογικής ομηρίας με απειλές περί κολάσεως, αλλά μόνο με γερές δόσεις αγάπης, που θα εμπνεύσουν αγάπη χωρίς προϋποθέσεις και όρια ακόμη και σε ένα παιδί που δεν συνελήφθη εν ελευθερία.

Αρωγή από την Εκκλησία δεν σημαίνει ότι το θύμα θα εγκαταλείψει την επαγγελματική ψυχολογική υποστήριξη που πιθανόν έχει ξεκινήσει να λαμβάνει. Ούτε ότι δεν θα διεκδικήσει τα δίκαιά του και θα μείνουν οι εγκληματίες ατιμώρητοι. Δεν σημαίνει επίσης ότι το θύμα θα μείνει απροστάτευτο, λεία του οποιουδήποτε πράττει την αδικία και επιλέγει τη βία. Απλά η Δικαιοσύνη του Θεού είναι διαφορετική από αυτή των ανθρώπων και η Εκκλησία μπορεί να δώσει τη δυνατότητα στο θύμα να δει τον εαυτό του όχι πιόνι στα χέρια του δράστη, αλλά ενεργό μέρος αυτής της Δικαιοσύνης.

Καμία σύλληψη, καμία ποινική καταδίκη (ακόμη και αυτή στην εσχάτη των ποινών, όπου αυτή ακόμη ισχύει) δεν επανορθώνουν το κακό που έκανε κάποιος, δεν αποκαθιστούν ποτέ σε πραγματικό μέγεθος την αδικία που συνέβη. Η δολοφονία, ο βιασμός, η ληστεία, ο ξυλοδαρμός είναι στιγμές χρόνου που έλαβαν τη θέση τους στην ανθρώπινη ιστορία και δεν σβήνονται. Δεν ξεγράφονται από τα πεπραγμένα και γεγονότα ούτε για τον θύτη, ούτε για το θύμα. Όμως ο Θεός που είναι πάνω και από την ιστορία και από τον χρόνο έχει και εδώ τον καίριο και τελευταίο λόγο. Είναι ο μόνος που μπορεί να φέρει στην ψυχή του θύματος την ειρήνη, μια ειρήνη που κανείς και καμιά βία δεν μπορούν να διαταράξουν.