Η ζωντανή φωνή της Ορθοδοξίας στο διεθνή βιοηθικό προβληματισμό
10 Ιανουαρίου 2014Συνεχίζουμε σήμερα τη δημοσίευση της αποκλειστικής συνέντευξης που έδωσε στην «Πεμπτουσία» η διαπρεπής επιστήμων στο πεδίο της Βιοηθικής Cornelia Delkeskamp-Hayes, σε μετάφραση της συνεργάτιδός μας Φιλοθέης.
«Πεμπτουσία»: Μπορείτε να μας εξηγήσετε γιατί η φωνή της Ορθοδοξίας δεν άρχισε να ακούγεται παρά μόνο πολύ πρόσφατα στις χριστιανικές συζητήσεις της Δύσης για θέματα Βιοηθικής;
Cornelia Delkeskamp-Hayes: Πιστεύω ότι χρειαζόταν κάποιος πολύ διακεκριμένος επιστήμονας για να σπάσει τον πάγο. Φυσικά οι Ορθόδοξοι θεολόγοι εργάζονταν στη Δύση για πολλά χρόνια. Όπως για παράδειγμα οι Ρώσοι μετανάστες που έχουν παραγάγει πολύ σημαντικό έργο στα Γαλλικά και τα Αγγλικά. Ωστόσο η Ορθόδοξη θεολογία παρέμεινε διαχωρισμένη από τα ηθικά και πολιτικά προβλήματα που απασχολούσαν το δυτικό ακαδημαϊκό κόσμο. Γιατί όμως;
Πιθανόν ο κυριότερος λόγος να βρίσκεται στο πολύ ιδιαίτερο και γι’ αυτό το λόγο περιορισμένο πρότυπο, λογιότητας. Οι Δυτικές Χριστιανικές Εκκλησίες εσωτερίκευσαν τους όρους που επέβαλε αυτό το πρότυπο και έτσι η φωνή τους μπορούσε να ακουστεί δημόσια. Ωστόσο ενδέχεται να περιόρισαν τις αξιώσεις τους σ’ αυτό που μπορούσε να αποδειχτεί με παρεκβατικό συλλογισμό. Για να προστατεύσουν το ακαδημαϊκό τους κύρος, σ’ ένα κόσμο επηρεασμένο από το κοσμικό πνεύμα, αυτοί οι Χριστιανοί εσωτερίκευσαν ακόμα και τις ηθικές δεσμεύσεις που τόσο δυναμικά προέταξε ο Διαφωτισμός. Μια βασική απόφαση που περικλείει αυτές τις δεσμεύσεις αφορά τη μείωση της θρησκευτικής αλήθειας σε «αντιληπτή αλήθεια».
Έτσι οι Χριστιανοί της Δύσης κατέληξαν να βάζουν σε παρένθεση την ομολογία πίστεώς τους έχοντας μια στοχαστική άποψη για τις πολλές άλλες (σχεδόν) το ίδιο νόμιμες όψεις της ‘αλήθειας’. Μέσα σ’ αυτό το κοσμικό ακαδημαϊκό πνεύμα είναι πολύ δύσκολο να μιλά κανείς επικαλούμενος την αυθεντία της Εκκλησίας και για την Αλήθεια, που είναι ο ίδιος ο Χριστός, και ακόμα να μπορεί να εκδώσει τις απόψεις του, ή μάλλον να μπορεί να εκδώσει τις απόψεις του εντός του ειδικού χώρου της ‘θρησκευτικής βιβλιογραφίας’. Η Χριστιανική υποχρέωση ‘τού να διδάσκει και να βαπτίζει κάποιος πάντα τα έθνη’ δεν βρίσκει νόμιμη έκφραση στον γενικό Δυτικό ακαδημαϊκό χώρο, που εστιάζεται στο κτίσιμο της ‘καριέρας’. Σ’ αυτόν το χώρο η γενικώς αποδεκτή εγκυρότητα αποδίδεται στην απροσδιορίστου πίστεως λογική, την οποία επίσης επικαλούνται για να βασίσουν τα ηθικά όρια. Γι’ αυτόν το λόγο οι ετερόδοξοι Χριστιανοί αναφέρονται σήμερα στα ηθικά διλήμματα με κυρίως κοσμικούς όρους. π.χ. επικαλούμενοι την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την κοινωνική συνοχή και την ισότητα.
Η Ορθόδοξη θεολογία δεν είχε ποτέ εκτεθεί στην μετατροπή της από μοναχικό σε ακαδημαϊκό κλάδο, όπως έχει συμβεί στο Δυτικό Χριστιανισμό μετά την (‘ακαδημαϊκή’) αποδοχή της ειδωλολατρικής φιλοσοφίας του 12ου αιώνος. Επομένως η Ορθοδοξία δεν απέκτησε μια φυσική προδιάθεση προς με την επαναβεβαίωση του Διαφωτισμού της καθαρά ανθρώπινης ορθολογικότητας (η οποία τώρα στοχεύει στην εκκοσμίκευση της κουλτούρας).
Οι έννοιες περί νοεράς εμπειρίας, των Θείων, άκτιστων ενεργειών, της Θεϊκής κλήσης του ανθρώπου, ακόμα και οι Βασικές Χριστιανικές αρχές για την Ενσάρκωση και Ανάσταση του Χριστού και της Δευτέρας Παρουσίας, παραμένουν θολές στους ακαδημαϊκές κύκλους που στηρίζονται στην ανθρώπινη λογική-μακριά από την πληροφόρηση της πίστης. Είναι γι’ αυτόν το λόγο που χρειάστηκε ιδιαίτερο κουράγιο και ένα αποδεκτό ακαδημαϊκό κύρος για να εισαχθεί ως αποδεκτή μια θεολογία που απορρίπτεται ως ‘φονταμενταλιστική’ από τη Δύση. Διακυβευόταν η ανάγκη δημιουργίας ενός χώρου για το ακαδημαϊκό κύρος και αριστείας αυτής της θεολογίας. Ο Engelhardt πιθανόν να ήταν και ο μόνος που θα μπορούσε να επιβάλει στο γενικό ακαδημαϊκό χώρο ένα συνομιλητή σε θέματα βιοηθικής που να στηρίζει τις απόψεις του στα μυστήρια της πίστης.
Φυσικά χρειάστηκε και ακαδημαϊκή δουλειά στο περιθώριο, ώστε να καταστεί δυνατή μια τέτοια απότομη εισαγωγή. Όταν άρχισε η έκδοση του περιοδικού το 1995, ο μόνος διαθέσιμος και αξιόπιστος Ορθόδοξος συνεργάτης του περιοδικού ήταν ο ίδιος ο Engelhardt. Ήταν επίσης και ο π. Ιωάννης Μπρέκ από τη Θεολογική Ακαδημία του Αγίου Βλαδίμηρου. Πέραν αυτού, ο Engelhardt εργάστηκε και με τους ιερείς που είχαν εμπειρία με τις επιτροπές ηθικής των νοσοκομείων, όπως οι πατέρες Γεώργιος Εμπερ, Δημήτριος Γκόσμπυ, Παύλος Ο’ Κάλαχαν, Αλέξιος Γιάνγκ, Τόμας Ζοζέφ και Εντουαρντ Χιούζ.
Αυτοί οι ιερείς κατανοούσαν την ανάγκη ύπαρξης μιας Ορθόδοξης αναφοράς. Το 1998, ήταν οι προσπάθειες αγάπης του Engelhardt (και ένα θαυμαστό γεγονός από το Θεό) που με τράβηξαν κοντά του. και έγινα η πρώτη Ορθόδοξη συγγραφέας προερχομένη από τη φιλοσοφία. Μια κρίσιμη καμπή ήταν και η έκδοση του βιβλίου του Engelhardt: The Foundations of Christian Bioethics (Τα Θεμέλια της Χριστιανικής Βιοηθικής), το 2000. Αυτή η περιεκτική έκδοση εισαγάγει την Ιερά Παράδοση στη βιοηθική όπως έγινε στην ψυχοθεραπεία με τα έργα των Μητροπολίτη Ιερόθεου Βλάχου και Κλώντ Λαρσιέ. Επιπλέον αυτό το έργο αντλεί από τις φιλοσοφικές και ιατρικές εμπειρίες του Engelhardt. Επομένως ο Χέρμαν μπορούσε να αποδείξει ότι οι κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες προσανατολίζουν την ορθή Χριστιανική χρήση της ιατρικής, όπως καθορίστηκαν από τους πατέρες της Εκκλησίας πχ τον Αγ. Βασίλειο Καισαρείας, είναι αρκετές για να επιλύσουν τα ηθικά διλήμματα που αναφύονται στους πλέον αναπτυγμένους τομείς της τεχνολογίας, της υγείας και των κοινωνικών μηχανολογικών προγραμμάτων της βιοϊατρικής.
H εισαγωγή αυτών των κατευθυντήριων γραμμών στη δυτική ακαδημαϊκή συζήτηση μπορούσε να επιτύχει μόνο εξ αιτίας της οξυδερκούς επιχειρηματικής ικανότητας του Engelhardt, της αποδοχής του ως καθηγητού τόσο της φιλοσοφίας όσο και της ιατρικής καθώς και της πιστής αφομοίωσης ολόκληρου του εύρους της πατερικής λογοτεχνίας. Τα έργα του, μετά τη μεταστροφή του, προσφέρουν ένα πρότυπο για το πώς μπορεί κανείς να προστατεύσει την εγκυρότητα της Ορθόδοξης θεολογικής γλώσσας σ’ ένα Δυτικό ακαδημαϊκό τοπίο. Κατάφερε ακόμα να επιβάλει εξαιρέσεις στην εκδοτική γλώσσα της πολιτικά ορθής, αλλά θεολογικά λανθασμένης χρήσης της γλώσσας, η οποία δεν αναφέρεται στο φύλο.
Υπό αυτήν την άποψη, το περιοδικό μας δείχνει το δρόμο σε όλους τους Ορθόδοξους θεολόγους που πιστεύουν ότι μια ακαδημαϊκή φήμη στη Δύση προϋποθέτει πιστή εφαρμογή της πολιτικής ορθότητας. Τέτοια προσήλωση εμπεριέχει σοβαρούς πειρασμούς. Αρχικά κάποιος συγγραφέας μπορεί να επιθυμεί να παρουσιάσει μόνο τη γνωριμία του με τους ηθικούς κανόνες των κοσμικών προφητών της Δύσης, όπως των John Rawls και Jürgen Habermas. Ωστόσο. στη διάρκεια της ενσωμάτωσης τέτοιων ξένων ιδεών στις δικές του απόψεις, ένας τέτοιος συγγραφέας μπορεί παράλογα να χρησιμοποιεί γλώσσα που να υποδηλώνει ότι υιοθετεί αυτές τις ιδέες.
Αυτό εξάλλου θα καταστήσει το έργο του περισσότερο αποδεκτό στους Δυτικούς εκδότες. Οι αναγνώστες και φοιτητές ενός τέτοιου ακαδημαϊκού μπορεί να μπουν στο πειρασμό να θεωρήσουν ότι αυτή η ενσωμάτωση έχει επικυρωθεί από την κατά τα άλλα άμεμπτη Ορθόδοξη πίστη του δασκάλου τους. Ακολούθως οι ίδιοι θα προσφέρουν τη δική τους θεολογική εργασία με αυτήν την ενσωμάτωση, παραπλανώντας ακόμα περισσότερο τους δικούς τους φοιτητές και αναγνώστες.
Η κριτική που ασκεί το περιοδικό στους Χριστιανούς συγγραφείς που υιοθετούν τέτοια ακατάλληλη χρήση του κοσμικού πνεύματος έχει πρόθεση να τους προειδοποιήσει: Αυτές οι αξίες που συμφωνούν με το κοσμικό πνεύμα στο οποίο ακόμα και οι Ορθόδοξοι χριστιανοί αναφέρονται στις δημόσιες διακηρύξεις τους ή στις ακαδημαϊκές τους εργασίες, μπορεί σίγουρα να επιδεχτούν μια ορθή Χριστιανική ερμηνεία. Απλώς αυτές οι αξίες είναι εξ ίσου ανοικτές στις μη Χριστιανικές, ακόμα και στις αντιχριστιανικές ερμηνείες που κυριαρχούν στον κόσμο μας.
[Συνεχίζεται]