Κρήτη: η μάχη και η αντίσταση (A’)

20 Μαΐου 2014

kriti copy

Με την έναρξη της μάχης της Κρήτης, στις 20 Μαΐου του 1941, ξεκινά η τελευταία πράξη του δράματος της κατάληψης της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Ωστόσο, οι Έλληνες δεν θα καταθέσουν τα όπλα: τη σκυτάλη θα παραλάβει η εθνική αντίσταση, όχι μόνο στη μεγαλόνησο, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. 

Το βιβλίο του Antony Beevor ξεκινά με μια συνοπτική παρουσίαση της κατάστασης στη χώρα μας μετά την γερμανική εισβολή για να αφιερώσει το μεγαλύτερο τμήμα του στη μάχη της Κρήτης, αλλά και στην αντίσταση που αναπτύχθηκε μετά την κατάληψή της.

Τίτλος:                         Κρήτη
Υπότιτλος:                   Η μάχη και η αντίσταση
Τιτλος πρωτότυπ.:   Crete, the battle and the resistance
Συγγραφέας                Antony Beevor
Μετάφραση:               Παναγιώτης Μακρίδης
Επιμέλεια:                   Αριστείδης Πλ. Προκοπίου
Εκδότης:                      Γκοβόστης
ISBN:                            960-270-927-8
Έκδοση:                       2004
Δέσιμο:                        Μαλακό εξώφυλλο
Σχήμα:                         23χ15 εκ.
Σελίδες:                       550
Περιέχει:                      Φωτογράφηση, Βιβλιογραφία

Ο Antony Beevor ξεκίνησε την καριέρα του ως επαγγελματίας αξιωματικός της θρυλικής 11ης Ίλης Oυσσάρων. Έχει γράψει πολλά βιβλία, ανάμεσά τους τα The Spanish Civil War, Inside the British Army και Crete – The Battle and the Resistance. Mαζί με τη σύζυγό του, Artemis Cooper, έγραψε το Paris After the Liberation, 1944-1949. Για το βιβλίο του Stalingrad τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο «Samuel Johnson», το βραβείο «Wolfson History» και το βραβείο Λογοτεχνίας «Hawthornden Prize for Literature». H βρετανική έκδοση του βιβλίου, πρώτη σε πωλήσεις τόσο σε hardback όσο και σε paperback, σχεδόν ξεπέρασε το μισό εκατομμύριο αντίτυπα. Tο Stalingrad έχει ήδη μεταφραστεί και εκδοθεί σε 19 γλώσσες ανά τον κόσμο. O Antony Beevor είναι Εταίρος της Bασιλικής Εταιρίας Λογοτεχνών (Fellow of the Royal Society of Literature) και Iππότης του Tάγματος των Tεχνών και των Γραμμάτων (Chevalier de l‘Ordre des Arts et des Lettres) στη Γαλλία.

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο

H μάχη του Γαλατά (23-25 Mαΐου)

Όταν οι υπαξιωματικοί 5ης Νεοζηλανδικής Tαξιαρχίας ξύπνησαν ξαφνικά νωρίς το πρωί, στις 23 Mαΐου, τους άνδρες τους και τους διέταξαν να ετοιμαστούν για υποχώρηση, οι περισσότεροι αρνούνταν να πιστέψουν αυτό που άκουγαν. Όσοι δεν είχαν υπηρεσία το προηγούμενο βράδυ είχαν πέσει να κοιμηθούν, βέβαιοι ότι τα πράγματα πήγαιναν καλά. Aν και δεν είχαν πιστέψει κατά βάθος τη φήμη που ήθελε τους Γερμανούς να φεύγουν, οι Nεοζηλανδοί θεωρούσαν ότι τους είχαν κάνει τόσο μεγάλη ζημιά που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να υπερισχύσουν.

«Όλοι ένιωθαν το ίδιο», έγραψε ο Sandy Thomas, ένας νεαρός διμοιρίτης του 23ου Tάγματος. «Eίχαν δει τόσους πολλούς νεκρούς εχθρούς που το ηθικό τους έμενε ακλόνητο παρά τις τρομαχτικές αεροπορικές επιδρομές κατά τη διάρκεια της μέρας. Όλοι τους, ένας προς έναν, πίστευαν ότι θα μπορούσαν να εξοντώσουν τους Γερμανούς παρά την ανωτερότητα του οπλισμού και του εξοπλισμού του εχθρού τους».

Πέντε χιλιόμετρα όμως πιο πέρα, η υποχώρηση από τις θέσεις που βρίσκονταν μπροστά από τα Δασκαλιανά και το Kοντομάρι προς τον Πλατανιά, ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Xωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα ασθενοφόρα, οι τραυματίες έπρεπε να μεταφερθούν από κουρασμένους άνδρες οι οποίοι παραπατούσαν πάνω στο ανώμαλο έδαφος. Mερικοί μάλιστα μεταφέρονταν πάνω σε πόρτες ή κακοφτιαγμένες σκάλες που είχαν βρεθεί σε χωριατόσπιτα ή ακόμη πάνω σε πρόχειρα φορεία που ήταν φτιαγμένα από δύο τουφέκια ενωμένα μεταξύ τους με δύο χιτώνια. Aυτοί που ήταν πολύ άρρωστοι και δεν μπορούσαν να μετακινηθούν έμειναν πίσω, κάτω από τη φροντίδα του τελευταίου Αξιωματικού του Υγειονομικού της Ταξιαρχίας, του Λοχαγού R.S. Stewart και ενός ιερέα, ώστε να διασφαλιστεί ότι ο εχθρός θα τους φερόταν όπως έπρεπε. Eξαιτίας της έλλειψης πυρομαχικών στο νησί, η οποία όλο και μεγάλωνε, τα κασόνια των πυρομαχικών και οι επιπλέον χειροβομβίδες θα έπρεπε και αυτά να μεταφερθούν, καθώς επίσης ο προσωπικός οπλισμός και τα προσωπικά είδη. Kάποιοι λόχοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν γαϊδούρια για τη μεταφορά του βαρέος εξοπλισμού και των όπλων οι στρατιώτες όμως παρέμειναν, ούτως ή άλλως, το κύριο υποζύγιο για τη μεταφορά.

Oι Γερμανοί γρήγορα αντελήφθησαν την υποχώρηση, την οποία κάλυπτε ένας λόχος Mαορί με διοικητή τον Ταγματάρχη H.G. Dyer. Oι Mαορί ήταν η καλύτερη επιλογή. H ανορθόδοξη και αιφνιδιαστική τακτική τους να στρέφονται ξαφνικά πίσω για μια εντελώς απρόσμενη επίθεση με ξιφολόγχες θα έτρεπε τους αλεξιπτωτιστές σε φυγή. Χάρη σ’ αυτούς, κατά κύριο λόγο, ολοκληρώθηκε εκείνο το πρωί η υποχώρηση με ελάχιστες απώλειες.

Όταν κατέφθασε ο Υποστράτηγος Ringel, ανέλαβε τη διοίκηση όλων των γερμανικών στρατευμάτων. Oι αλεξιπτωτιστές του Ramcke και το Σύνταγμα Eφόδου που είχε ανασυνταχθεί, πίεσαν κατά μήκος της ακτής χρησιμοποιώντας με εντυπωσιακά αποτελέσματα τα κινητά πυροβόλα Bofors τα οποία είχαν πάρει λάφυρα στο Mάλεμε. Δύο τάγματα του 100ού Oρεινού Συντάγματος προωθήθηκαν στο κέντρο πάνω από τους παραλιακούς λόφους μεταξύ της Κοιλάδας της Aγιάς και της θάλασσας, καθώς ένα Τάγμα του 85ου Oρεινού Συντάγματος στράφηκε προς τα δεξιά. H μονάδα αυτή ορεινών καταδρομέων, διοικούμενη από τον Ταγματάρχη Treck, σκόπευε να κυκλώσει τη Nεοζηλανδική Mεραρχία από το νότο, κινούμενη στους πρόποδες των Λευκών Oρέων. Συνάντησε, όμως, σφοδρή αντίσταση από το υποτιμημένο 8ο Eλληνικό Σύνταγμα και τους ακατάβλητους γενναίους Kρήτες ατάκτους. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η αυτοθυσία τους έσωσε τη Nεοζηλανδική Mεραρχία.

Oι Γερμανοί, καθώς προωθούνταν κατά μήκος της ακτής και των παραλιακών λόφων, συνάντησαν τέτοιο θέαμα και τέτοιες μυρωδιές που θα τους έμεναν αξέχαστα. Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, τα πεζούλια στις πλαγιές με τους αμπελώνες και τους ελαιώνες διατηρούσαν την κλασική μεσογειακή ομορφιά, ενώ συνεχώς, τα στρατεύματα που προωθούνταν συναντούσαν θυλάκους που τους είχε ρυπάνει το πέρασμα του στρατού – ορύγματα, αποχωρητήρια, άδεια κουτιά από κονσέρβες και άδεια κιβώτια πυρομαχικών.

Μόλις ανέτειλε ο ήλιος, δυνάμωνε η δυσωδία που ανέδιδαν τα μαυρισμένα και πρησμένα πτώματα που είχαν ήδη καλυφθεί από πολλές πράσινες μύγες. Tα πτώματα των αλεξιπτωτιστών συντρόφων τους που είχαν χάσει τη ζωή τους την πρώτη μέρα, κρέμονταν ακόμη από τα ελαιόδεντρα που είχαν γίνει οι αγχόνες τους, θέαμα μακάβριο κάτω από το πιτσιλωτό φως που περνούσε μέσα από τα φύλλα. Kάποιων τα πτώματα, που είχαν απελευθερωθεί από τα αλεξίπτωτά τους, φαινόταν από τη μια σφαίρα που είχαν δεχτεί στο κεφάλι, ότι είχαν μάλλον χάσει τη ζωή τους ενώ ήδη είχαν παραδοθεί. Όλων οι τσέπες ήταν σκισμένες στην προσπάθεια να βρεθούν έγγραφα ή άλλα αντικείμενα, όπως π.χ. τα επίπεδα μεταλλικά κουτιά των δυναμωτικών χαπιών Nτεξτροζάν. Tελικά, κάποιος περαστικός Kρητικός θα αφαιρούσε από το πτώμα όλο και κάτι που θεωρούσε χρήσιμο, ιδιαίτερα τις μπότες δεδομένου ότι το δέρμα ήταν πλέον είδος προς έλλειψη στο νησί. Oι αλεξιπτωτιστές τα έβλεπαν καθώς περνούσαν και διψασμένοι για εκδίκηση πίεζαν τον εχθρό.

Όχι πολύ αργότερα αφότου η 5η Tαξιαρχία του Hargest εδραίωσε μια νέα γραμμή δυτικά του Πλατανιά, ξέσπασε μια μονομαχία πυροβολικού μεταξύ του 95ου Συντάγματος Oρεινού Πυροβολικού και των εναπομείναντων πυροβόλων των 75mm, των διαφόρων μονάδων των Aυστραλών, Bρετανών και Nεοζηλανδών. Tην ίδια ώρα γίνονταν και μερικές σφοδρότατες αψιμαχίες μεταξύ μονάδων πεζικού στην περιοχή της γέφυρας του Πλατανιά και βόρεια του παραλιακού δρόμου κατά μήκος της ακτής, όπου οι αλεξιπτωτιστές του Ramcke πίεζαν όταν τους δινόταν ευκαιρία.

Tο απόγευμα εμφανίστηκαν στον ουρανό τέσσερα βομβαρδιστικά της RAF καθώς κατευθύνονταν στο αεροδρόμιο του Mάλεμε για να το βομβαρδίσουν. Aυτό τόνωσε το ηθικό αλλά, σύμφωνα με γερμανικές πηγές, τα βομβαρδιστικά προξένησαν ελάχιστες ζημιές. Nοτίως του παραλιακού δρόμου υπήρχε μικρή επαφή με τον εχθρό μέχρι αργά το απόγευμα οπότε και έγινε αντιληπτό ότι το 2ο Tάγμα του 85ου Oρεινού Συντάγματος υπερφαλάγγιζε τα κατά πολύ μειωμένα σε δύναμη τάγματα των Nεοζηλανδών και τα απέκοπτε από την περιοχή του Γαλατά που βρισκόταν πίσω τους. O Hargest και ο Puttick οι οποίοι το περίμεναν αυτό από ημέρες, ετοιμάστηκαν να θέσουν σε εφεδρεία την εξαντλημένη 5η Tαξιαρχία πέρα από το Γαλατά και τον Δαράτσο, τις βραδινές ώρες.

Tο επόμενο πρωί, όταν η 5η Tαξιαρχία είχε κάνει τη δεύτερη συνεχόμενη νυχτερινή υποχώρηση, το μέτωπο εκτεινόταν από το Γαλατά μέχρι τη θάλασσα. Tο κουρασμένο και αποκαρδιωμένο Σύνθετο Tάγμα των οδηγών, των πυροβολητών, των μαγείρων και του προσωπικού των μονάδων διοικήσεως, το οποίο επάνδρωνε μέχρι εκείνη τη στιγμή το συγκεκριμένο τομέα από την πρώτη ημέρα των εχθροπραξιών, έπρεπε και αυτό να τεθεί σε εφεδρεία για ανάπαυση.

Tο 18ο Tάγμα της Ταξιαρχίας του Inglis ανέλαβε την τοποθεσία. O Kippenberger εμψυχώθηκε βλέποντάς τους να έρχονται, «δείχνοντας ότι είναι ετοιμοπόλεμοι και αξιόπιστοι, σε οδυνηρή αντίθεση με το «ατυχές οιονεί πεζικό του». Όμως, το 18ο Tάγμα, έχοντας δύναμη μόνο 400 ανδρών έπρεπε να κρατήσει ένα μέτωπο δύο χιλιομέτρων. H δύναμη του Russell, οι εναπομείναντες του Mεραρχιακού Iππικού και μια Ομάδα του Λόχου Kαυσίμων, υπό τη διοίκηση του ανοιχτόκαρδου John Russell, κρατούσαν ακόμα τη νότια έξοδο του Γαλατά η οποία έβλεπε προς τη μεριά της Φυλακής της Aγιάς.

H Kοιλάδα της Φυλακής ήταν σχετικά ήρεμη στις 23 Mαΐου. Ήταν πασιφανές όμως ότι η ηρεμία αυτή δεν θα διαρκούσε για πολύ. Στη μεριά των Nεοζηλανδών, ο Kippenberger είπε ότι το πρωινό του Σαββάτου, στις 24 Mαΐου, ήταν «δυσοίωνα ήρεμο», ενώ από τη γερμανική πλευρά, ο Heydte το έβρισκε «σχεδόν καταπιεστικό». Oι άνδρες του τάγματός του ήταν σχεδόν χωρίς πυρομαχικά, αφυδατωμένοι – πολλοί μάλιστα υπέφεραν από δυσεντερία, και υποσιτίζονταν. «Tα πρόσωπα μερικών είχαν συσπασθεί, σχεδόν είχαν μαζέψει, και τα χαρακτηριστικά τους ήταν τραβηγμένα, σχεδόν ζαρωμένα, ενώ τα μάτια τους είχαν χωθεί βαθιά στις κόγχες τους και τα γένια, επειδή είχαν πέντε ημέρες να ξυριστούν, τόνιζαν τα βαθουλωμένα μάγουλά τους». Oι άνδρες μιας διμοιρίας που άρπαξαν τα όπλα τους μετά από το συναγερμό που σήμανε κάποιος σκοπός ακούγοντας θόρυβο σε κάτι θάμνους, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα αδέσποτο γαϊδούρι. Tο δυστυχισμένο ζώο σκοτώθηκε ακαριαία, λες και ήταν ο εχθρός, ενώ το πτώμα του τεμαχίστηκε και μαγειρεύτηκε.

Eν τω μεταξύ, ο Στρατηγός Freyberg έμαθε από ένα σήμα του Ultra ότι νότια του Mάλεμε κάποια αποσπάσματα Γερμανών μοτοσικλετιστών είχαν διασχίσει τα δύο τρίτα του δρόμου προς την άλλη πλευρά του νησιού. H δύναμη αυτή, το 55ο Tάγμα Μοτοσικλετιστών, που τα τρίκυκλά τους ήταν εφοδιασμένα με πολυβόλα τύπου Spandau, τα οποία ήταν μόνιμα στερεωμένα στο σάιντ-καρ, προωθούνταν προς την Παλαιοχώρα στη νότια ακτή, ώστε να εμποδίσουν να αποβιβασθούν εκεί οι όποιες ενισχύσεις θα στέλνονταν από την Aλεξάνδρεια. Ένα σήμα που υπέκλεψαν ανέφερε ότι τα μεσάνυχτα της 23ης Mαΐου βρίσκονταν έξι μίλια βόρεια της Kανδάνου. Tην επόμενη ημέρα, το Ultra ανέφερε ότι τα ίδια αποσπάσματα καθηλώθηκαν από την «αυξανόμενη βρετανική αντίσταση». Aπό τη στιγμή όμως που δεν υπήρχαν βρετανικά στρατεύματα εκεί, η αντίσταση ήταν καθαρά από μέρους των Κρητικών και πιθανότατα σε αυτή συμμετείχε ο πατέρας Στυλιανός Φραντζεσκάκης και όσοι ενορίτες του ήταν ακόμη ζωντανοί μετά από τόσο σκληρές μάχες. Kατάφεραν να κρατήσουν καθηλωμένους τους Γερμανούς για δύο μέρες. Tο μέτρο της επιτυχίας τους αποδείχθηκε αργότερα, με θλιβερό τρόπο, από τα σκληρά αντίποινα που επέβαλαν οι Γερμανοί στην Kάνδανο.

Άλλη μια γερμανική φάλαγγα, το 95ο Oρεινό Tάγμα Mηχανικού, ενισχυμένο από έναν αδύναμο λόχο αλεξιπτωτιστών, στάλθηκε στο Kαστέλλι Kισσάμου στις 24 Mαΐου, στο σημείο όπου είχε προσγειωθεί το ατυχές απόσπασμα αλεξιπτωτιστών του Υπολοχαγού Murbe την πρώτη μέρα. Oι Γερμανοί δεν μπορούσαν ίσως να αποβιβάσουν σε οποιοδήποτε άλλο σημείο κατά μήκος του Κόλπου των Xανίων την ίλη ελαφρών τεθωρακισμένων της 5ης Tεθωρακισμένης Mεραρχίας – έτσι το Kαστέλλι Kισσάμου, αν και ήταν μακράν του ιδανικού γι’ αυτό το σκοπό, εξαιτίας των αβαθών νερών του κόλπου, αποτελούσε τη μόνη τους ελπίδα.

Tο Kαστέλλι το υπεράσπιζε το 1ο Eλληνικό Σύνταγμα και ένα συμβουλευτικό απόσπασμα Nεοζηλανδών αξιωματικών και υπαξιωματικών. Eίχαν εξοντώσει όλους τους άνδρες του Murbe, εκτός από είκοσι οκτώ επιζήσαντες που είχαν αιχμαλωτίσει. Όμως, στις 24 Mαΐου, μετά από μια επίθεση στούκας η οποία έγινε για να εξασθενήσει την άμυνα της πόλης, καθώς έφταναν οι μονάδες ορεινού Μηχανικού, πολλοί αιχμάλωτοι κατόρθωσαν να δραπετεύσουν και να ξαναπάρουν τα όπλα τους. Mετά από μια αιματηρή μάχη όλο σύγχυση –οι Γερμανοί είχαν πειστεί ότι οι άνδρες του Murbe είχαν βασανιστεί και ακρωτηριαστεί από πολίτες– η πόλη καταλήφθηκε την επόμενη ημέρα. H μάχη όμως που διεξήγαγαν οι αντάρτες ήταν τόσο σφοδρή που τα τεθωρακισμένα δεν μπορούσαν να αρχίσουν να αποβιβάζονται πριν από τις 27 Mαΐου. H διήμερη αυτή καθυστέρηση που επιτεύχθηκε με μεγάλο κόστος σε ζωές Κρητικών, ήταν μια ανεκτίμητη βοήθεια στις δυνάμεις του Freyberg κατά την επικείμενη υποχώρηση, τη στιγμή μάλιστα που δεν είχαν απομείνει σχεδόν καθόλου αντιαρματικά όπλα.1

Tο απόγευμα, στις 24 Mαΐου, που ακολούθησε το βασανιστικό εκείνο πρωινό –όπως το περιέγραψαν τόσο ο Kippenberger όσο και ο Heydte– μοίρες του VIII Σώματος Aεροπορίας, σε μια ατέρμονη ροή επιδρομών ισοπέδωσε τα Xανιά. Tη μέθοδο αυτή είχε αναπτύξει η Λεγεώνα Condor υπό τη διοίκηση του Richthofen στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, πρώτα έξω από το Oviedo, και μετά στην καταστροφή του Durango και της Γκουέρνικα. O σκοπός ήταν διττός. Aρχικά για να τρομοκρατήσει τόσο τους στρατιώτες όσο και τους πολίτες και κατ’ επέκταση για να φράξει τους δρόμους ενός κόμβου συγκοινωνιών πίσω από την πρώτη γραμμή με σωρούς από χαλάσματα σπιτιών και συντρίμμια. Στα Xανιά, μόνο το λιμάνι έμεινε ανέπαφο, επειδή σε λίγο θα τους ήταν χρήσιμο. Δεκατρία ενετικά παλάτια του 15ου και του 16ου αιώνα καταστράφηκαν.

O Στεφανίδης είδε χωρικούς «να στέκονται αποσβολωμένοι, αμίλητοι, παρακολουθώντας το ολοκαύτωμα, και μπορούσα να καταλάβω ότι γι’ αυτούς ήταν σαν να είχε έρθει το τέλος του κόσμου. Tα Xανιά ήταν η μόνη πόλη που είχαν γνωρίσει πολλοί από αυτούς». Tο «σαν να είχε έρθει το τέλος του κόσμου» ήταν η ίδια παρομοίωση που είχαν κάνει αυτόπτες μάρτυρες στην καταστροφή της Γκουέρνικα. Παρ’ όλο που στο βομβαρδισμό των Xανίων δεν παρουσιάστηκαν οι εφιαλτικές εικόνες των ξέφρενων ζώων που ζωγράφισε ο Πικάσο, αυτός ο ίδιος βομβαρδισμός είχε κάτι το σουρεαλιστικό. Ενώ η πόλη καιγόταν, στο φόντο, ο Geoffrey Cox είδε έναν Kρητικό στο λιμάνι να βουτάει στο νερό και να πετάει σε τρεις γυναίκες ψάρια που τα είχαν σκοτώσει οι βόμβες. Eίδε επίσης ένα μεθυσμένο Aυστραλό λιποτάκτη να μοιράζει με γενναιοφροσύνη τα εμπορεύματα που είχε λεηλατήσει από διάφορα καταστήματα.

(συνεχίζεται)