Εγκώμιο στους Αγίους Πάντες (2ο Μέρος)

15 Ιουνίου 2014

Πράγματι τους μάρτυρες τους οδηγούσαν γυμνούς, τους είχαν δεμένα πίσω τα χέρια και από παντού τους χτυπούσαν και τους ξέσκιζαν, και έτσι νικούνταν,  αυτοί όμως, αν και δέχονταν τα τραύματα, έστησαν το τρόπαιο της νίκης εναντίον του διαβόλου. Και όπως το διαμάντι όταν χτυπιέται, αυτό δεν υποχωρεί, ούτε μαλακώνει, αλλά διαλύει το σίδερο που το χτυπά, έτσι ακριβώς και οι ψυχές των αγίων, ενώ βασανίζονταν τόσο πολύ, οι ίδιες δεν πάθαιναν κανένα κακό, αλλά διέλυαν τη δύναμη εκείνων που τους κτυπούσαν, με τρόπο αισχρό και καταγέλαστο τους έδιωχναν  νικημένους από τους αγώνες ύστερα από πολλά και αβάστακτα κτυπήματα. Γιατί και στο ξύλο έδεσαν τους μάρτυρες και τα πλευρά τους τρυπούσαν, ανοίγοντας βαθιά αυλάκια, σαν να όργωναν τη γη, αλλά χωρίς να κόβουν τα σώματά τους.

AgioiPante2

Και μπορούσε να δει κανείς λαγόνες ξεσκισμένες, πλευρά ανοιγμένα και στήθη τσακισμένα και ούτε εδώ σταματούσαν τη μανία τους τα αιμοβόρα εκείνα θηρία, αλλ’, αφού τους κατέβαζαν από το ξύλο, τους τέντωναν σε σιδερένια σχάρα πάνω σε ανάμενα κάρβουνα. Και  μπορούσες να δεις ακόμη σκληρότερα θεάματα από τα προηγούμενα, να τρέχουν δηλαδή διπλές σταγόνες από τα σώματά τους, άλλες από το αίμα που χυνόταν και άλλες από τις σάρκες που έλειωναν· οι άγιοι όμως που ήταν ξαπλωμένοι πάνω στα κάρβουνα σαν να ήταν ρόδα, παρακολουθούσαν με τόση ευχαρίστηση αυτά που γίνονταν.

Εσύ όμως όταν ακούσεις σιδερένια σχάρα θυμήσου τη νοητή σκάλα, που είδε ο πατριάρχης Ιακώβ να εκτείνεται από τη γη στον ουρανό. Από εκείνη κατέβαιναν άγγελοι, από αυτήν ανεβαίνουν μάρτυρες, και τις δύο δε τις στηρίζει ο Κύριος. Δεν θα άντεχαν τους πόνους αυτοί οι άγιοι, αν δεν στηρίζονταν σ᾽ αυτή τη σκάλα. Αλλά από εκείνη ανεβαίνουν και κατεβαίνουν άγγελοι, και στον καθένα  είναι φανερό ότι από αυτήν ανεβαίνουν και μάρτυρες. Και γιατί αυτό; Επειδή εκείνοι στέλνονται  να υπηρετήσουν αυτούς που πρόκειται να κληρονομήσουν τη σωτηρία, αυτοί όμως σαν αθλητές και νικητές, αφού απαλλάχθηκαν από τους αγώνες, έφυγαν στη συνέχεια για τον αγωνοθέτη.

Αλλ’ ας μην ακούμε μόνο τα λεγόμενα,  δηλαδή ότι υπήρχαν κάρβουνα, κάτω από τα καταπληγωμένα σώματα, αλλ’ ας σκεφτούμε  πώς νιώθουμε όταν μας πιάσει ξαφνικά πυρετός. Νομίζουμε ότι η ζωή είναι ανυπόφορη, ταραζόμαστε, δυσανασχετούμε, σαν τα  μικρά παιδιά δυσφορούμε, θεωρώντας ότι η φλόγα του πυρετού δεν είναι καθόλου μικρότερη από την κόλαση. Αυτοί όμως, χωρίς να τους πιάσει πυρετός, αλλά αν και τους πολιορκούσε από παντού η φλόγα και οι σπίθες πηδούσαν επάνω στις πληγές και  δάγκωναν τα τραύματα πιο άγρια από κάθε θηρίο, σαν να ήταν αδαμάντινοι και σαν  να έβλεπαν αυτά να  γίνονται σε ξένα σώματα, έτσι γενναία  και με την ανδρεία που ταίριαζε σ’ αυτούς στέκονταν σταθεροί στην ομολογία τους, μένοντας ακλόνητοι σ᾽ όλα τα βασανιστήρια και αποδεικνύοντας περίτρανα τη δική τους ανδρεία και τη χάρη του Θεού.

Είδατε πολλές φορές ν᾽ ανεβαίνει ψηλά την αυγή ο ήλιος και να στέλνει τις χρυσές ακτίνες του; Τέτοια ήταν τα σώματα των αγίων, σαν κάποιες χρυσές ακτίνες τους περικύκλωναν από παντού τα ρυάκια με το αίμα και έκαναν να λάμπει το σώμα τους πολύ περισσότερο απ’ ό,τι κάνει ο ήλιος τον ουρανό.

Αυτό το αίμα βλέποντας οι άγγελοι χαίρονταν, οι δαίμονες φοβούνταν και ο ίδιος ο διάβολος έτρεμε. Γιατί δεν ήταν απλώς αίμα αυτό που έβλεπαν, αλλά αίμα σωτήριο, αίμα άγιο, αίμα άξιο για τους ουρανούς, αίμα που διαρκώς ποτίζει τα καλά φυτά της Εκκλησίας. Είδε το αίμα και έφριξε ο διάβολος, γιατί θυμήθηκε άλλο αίμα, του Κυρίου. Για χάρη εκείνου του αίματος χύθηκε αυτό, γιατί από τότε που κεντήθηκε η πλευρά του Κυρίου βλέπεις στο εξής να κεντιούνται αμέτρητες πλευρές. Ποιός λοιπόν δεν θα έπαιρνε μέρος μ᾽ ευχαρίστηση πολλή σ᾽ αυτούς τους αγώνες, όταν πρόκειται να γίνει μέτοχος τον παθημάτων του Κυρίου και να έχει τον ίδιο θάνατο με τον θάνατο του Χριστού; Γιατί είναι αρκετή αυτή η ανταπόδοση και περισσότερη η τιμή και ξεπερνά τα κατορθώματα η αμοιβή και έρχεται πριν από τον ερχομό της Βασιλείας των ουρανών. Ας μη φοβούμαστε λοιπόν όταν ακούμε ότι ο τάδε μαρτύρησε, αλλ’ ας τρομάζουμε όταν ακούμε ότι ο τάδε δείλιασε και έπεσε, ενώ μπροστά του είχε τέτοια βραβεία.

Εάν όμως θέλεις ν᾽ ακούσεις και αυτά που έγιναν ύστερα, δεν μπορεί να τα παραστήσει κανένας λόγος, γιατί λέγει· «Ούτε μάτι είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε ανθρώπινος νους  σκέφτηκε αυτά, που ετοίμασε ο Θεός σ’ εκείνους που τον αγαπούν», και κανένας από τους ανθρώπους δεν αγάπησε τόσο το Θεό, όσο οι μάρτυρες. Βέβαια δεν θα σιωπήσουμε, επειδή το μέγεθος των αγαθών που έχουν ετοιμαστεί ξεπερνά και το λόγο και τη σκέψη μας, αλλ’ όσο είναι δυνατόν και εμείς να πούμε και εσείς ν᾽ ακούσετε, θα προσπαθήσουμε να σας δείξουμε αμυδρά τη μακαριότητα που τους περιμένει αυτούς εκεί. Γιατί καθαρά αυτοί μόνο θα τη γνωρίσουν, που θα την απολαύσουν πραγματικά. Τα δεινά δηλαδή αυτά και τα αβάστακτα τα υποφέρουν οι μάρτυρες σε μια σύντομη  χρονική στιγμή και μετά την απαλλαγή τους από τη ζωή αυτή ανεβαίνουν στους ουρανούς, ενώ προηγούνται αυτών άγγελοι και τους περιστοιχίζουν αρχάγγελοι. Γιατί οι άγγελοι δεν ντρέπονται τους συνδούλους τους, αλλά θα ήθελαν να κάνουν τα πάντα γι᾽ αυτούς, επειδή και εκείνοι προτίμησαν να πάθουν τα πάντα για τον Κύριο τους Χριστό.

Όταν όμως ανεβούν στον ουρανό, όλες εκείνες οι άγιες δυνάμεις τρέχουν να τους προϋπαντήσουν. Αν λοιπόν, όταν ξένοι αθλητές έρχονται στην πόλη, όλος ο λαός τρέχει από παντού και αφού τους περικυκλώσουν παρατηρούν καλά από κοντά τη δύναμη που έχουν τα μέλη του σώματός τους, πολύ περισσότερο όταν οι αθλητές της ευσέβειας ανεβούν στους ουρανούς τρέχουν να τους προϋπαντήσουν οι άγγελοι και όλες οι ουράνιες δυνάμεις από παντού τρέχουν για να παρατηρήσουν τα τραύματά τους και τους υποδέχονται όλους και  σαν κάποιους ήρωες που γύρισαν από τον πόλεμο και τη μάχη  ύστερα από πολλά τρόπαια και νίκες τους ασπάζονται.

Έπειτα τους οδηγούν με μεγάλη συνοδεία προς το βασιλιά των ουρανών, στο θρόνο εκείνο που είναι γεμάτος από πολλή δόξα, όπου βρίσκονται τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ. Και όταν φθάσουν εκεί και προσκυνήσουν εκείνον που κάθεται πάνω στο θρόνο, απολαμβάνουν περισσότερη εύνοια από τον Κύριο από εκείνη που απολαμβάνουν από τους συνδούλους τους αγγέλους. Γιατί δεν τους δέχεται σαν δούλους  (αν και αυτό θα ήταν μεγάλη τιμή και δεν είναι δυνατόν να βρει κανείς ίση μ᾽ αυτήν) αλλά σαν φίλους του. «Γιατί εσείς», λέγει ο Κύριος, «είστε φίλοι μου». Και πολύ σωστά το λέγει, γιατί ο ίδιος είπε πάλι· «Μεγαλύτερη από αυτή την αγάπη δεν έχει κανένας, ώστε να δώσει τη ζωή του για χάρη των φίλων του».

[Συνεχίζεται]