Ο ρόλος της γυναίκας στην Ηθική και την Πολιτική της Μέριμνας

6 Ιουνίου 2014

Κατά τη διάρκεια του 20ου αι. στις Η.Π.Α., όσοι υποστήριξαν το γυναικείο φύλο χρησιμοποίησαν ως επιταγή στον πολιτικό χώρο, τον ισχυρισμό της γυναικείας ηθικότητας. Η θέση αυτή συμπεριλάμβανε ένα ευρύ φάσμα αντιλήψεων που σχετίζονταν με την αξία της μητρικής στοργής και αγάπης, της διατήρησης των δεσμών των κοινωνικών υποκειμένων με το θεμελιώδες αγαθό της ειρηνικής συνύπαρξης των ατόμων. Παρ’ όλη την επιμονή των υπέρμαχων του γυναικείου φύλου, η προσέγγιση αυτή αποδείχθηκε ατελέσφορη, καθώς στις Η.Π.Α. οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν ως ανεπιθύμητες στην πολιτική, πολιτισμική και οικονομική σφαίρα δράσης.

ethics_of_care2

Πηγή:http://www.deviantart.com/

Η συγγραφέας αντ’ αυτού, προτείνει τον επαναπροσδιορισμό του εξουσιαστικού συστήματος όπως και των δικαιωμάτων της πολιτείας σε μία κοινωνία που θα επικρατούν δικαιϊκές πεποιθήσεις, στηριγμένες στη γυναικεία ευαισθητοποίηση και στην «παραδοσιακή γυναικεία ηθικότητα», δηλαδή στην «ηθική της μέριμνας». Κρίνει δηλαδή, επιτακτική την ανάγκη εισχώρησης των φεμινιστικών θεωριών στην πολιτική σφαίρα του δυτικού κόσμου ταυτόχρονα με την επαγρύπνηση του κλάδου της πολιτικής θεωρίας σε θέματα «μέριμνας».[5]

Κάθε σύστημα επιστημονικών αρχών διαθέτει ένα «πλαίσιο», το οποίο καθορίζει τις συνθήκες της εγκυρότητάς του. Όσον αφορά το «πολιτικό πλαίσιο», παρατηρείται πολλές φορές η τάση να διαμορφώνει την καταλληλότητα της συλλογιστικής πορείας της ηθικής. Η συγγραφέας, χρησιμοποιεί ως παράδειγμα στην Αργεντινή «τις Μητέρες της Πλατείας Μαΐου», οι οποίες γνωστοποιώντας την ανησυχία τους για τα χαμένα τους παιδιά, μπόρεσαν και συνέβαλαν στην κατάλυση της νομικά κατοχυρωμένης και ανήθικης λειτουργίας του κράτους. Με τον καιρό όμως, η πράξη αυτή ξεχάστηκε στον χώρο της πολιτικής σκηνής. Από αυτό το γεγονός, διαφαίνεται από τη μία πλευρά, η δυναμική παρουσία των γυναικών στον πολιτικό χώρο με τη μεταχείριση «ηθικών επιχειρημάτων», από την άλλη, η επίμονη προσπάθεια εξουδετέρωσης τους από τους συμμετέχοντες στην πολιτική.[6]

Η Τρόντο, επικεντρώνει την προσοχή της στην αποτύπωση τριών «ηθικών ορίων» που εμποδίζουν την ύπαρξη άλλων ηθικών συλλογισμών και σχηματίζουν «ηθικότητες». Αρχικά, αναφέρει το «όριο» ανάμεσα σε «ηθικότητα και πολιτική». Ως γνωστόν, στη δύση οι δύο αυτές έννοιες αλληλοεμπεριέχονται. Στον σύγχρονο κόσμο, επικρατεί η τάση της πολιτικής να σχηματοποιεί ηθικές αντιλήψεις, με απόρροια να δημιουργούνται στην κοινωνία πρακτικές ηθικής. Σύμφωνα με την συλλογιστική ορισμένων βαθιά σκεπτόμενων ατόμων στον χώρο της πολιτικής, παρατηρούνται δύο επικρατέστερα ρεύματα απόψεων. Οι μεν υποστηρίζουν, ότι ενυπάρχει «πρώτα η ηθικότητα», οι δε ότι επικρατεί «πρώτα η πολιτική».

Ασχέτως με το αν επικρατεί η πρώτη ή η δεύτερη γνώμη, αντιλαμβάνεται κανείς πως με πολύ κόπο επιφέρεται κάποια πολιτική μεταβολή, σκεπτόμενοι μόνο ότι υφίστανται μια «γυναικεία ηθικότητα». Το δεύτερο «όριο» που μεταχειρίζεται η συγγραφέας είναι «από την ηθική οπτική», τονίζοντας τη σημαντικότητα της ορθής εκτίμησης, με αντικειμενικότητα και αμεροληψία, για να μην τεθεί η «γυναικεία ηθικότητα» ως μη πρωτεύον θέμα. Ως τρίτο «όριο», παραθέτει αυτό ανάμεσα «στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή», καθώς ο ρόλος της γυναίκας περικλείεται στην ιδιωτική σφαίρα, χωρίς να της παρέχεται ενεργός δράση στη δημόσια ζωή. Έτσι λοιπόν, εμμένει όχι στην κατάργηση, αλλά στην ανασχηματοποίηση αυτών των παραδεδομένων αντιλήψεων, ούτως ώστε να μην αποκλείεται η δημόσια δράση των γυναικών.[7]

Στο χώρο των φεμινιστριών, εκφράζεται η πεποίθηση ότι η διατύπωση μιας «φεμινιστικής θεωρίας» καθίσταται απολύτως αναγκαία σε συνδυασμό με τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου των γυναικών. Όμως, αρκετοί είναι αυτοί που υπογραμμίζουν την ατονία των συλλογισμών τους. Πιο συγκεκριμένα, επικρατεί η θέση ότι η «φεμινιστική θεωρία» απαντάται για μια συγκεκριμένη ευνοϊκή τάξη γυναικών του 20ουαι. στις Η.Π.Α., στην οποία δεν συμπεριλαμβάνονται γυναίκες που βρίσκονται στο περιθώριο. Ταυτόχρονα, παρατηρείται η τάση των φεμινιστριών της μεταμοντέρνας περιόδου να μην ενστερνίζονται την υπόσταση των γυναικών «εν γένει», με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο σκοπός  ύπαρξης του φεμινισμού. Είναι γεγονός, ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η «σύγχρονη φεμινιστική θεωρία» ανακύπτουν από τα επιβαλλόμενα καθορισμένα όρια.

Για να ενσωματωθούν οι γυναίκες στην τάξη όσων βρίσκονται στο κέντρο της κοινωνίας, πρέπει είτε να ισχυριστούν ότι είναι ίδιες με αυτούς, είτε ότι η διαφορετικότητά τους έχει μεγάλη αξία. Αυτό το επιχείρημα μπορεί να αποβεί καταστρεπτικό, εφόσον επιτάσσει την εξομάλυνση των ιδιαιτεροτήτων τους. Σύμφωνα με τους Μαρία Λουγκόνες και Σπέλμαν, απαραίτητη είναι η καλλιέργεια μιας ασφαλούς σχέσης με τις μη ευνοημένες γυναίκες, διότι η «μέριμνα» οφείλει να καλύπτει ένα ευρύ φάσμα ατόμων μετατρέποντας, τους όχι και τόσο δυνατούς σε ελκυστικούς στα μάτια των ισχυρών.[8]

Η συγγραφέας διατείνεται, πως η άποψη  όσων πιστεύουν ότι η «ηθική» μεταβάλλεται σε σχέση με το «φύλο», είναι άκρως παρεμποδιστική, διότι εκείνοι που βρίσκονται εκτός αυτού του πεδίου εξουσίας βρίσκονται σε κατώτερη θέση όσον αφορά την ηθική. Αυτού του είδους η «έμφυλη ηθικότητα» κατά βάση αποκλείει τον γυναικείο πληθυσμό, εκτός από ένα μικρό μέρος αυτών. Στις κοινωνίες της δύσης λοιπόν, είχε αναπτυχθεί η τάση ότι η «ηθικότητα έχει φύλο». Ανάλογα με τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες του κάθε τόπου, οι γυναίκες μεταχειρίζονταν είτε ως ανήμπορες να ζήσουν με έναν ηθικό τρόπο συμπεριφοράς, είτε ως περισσότερο ηθικές από τον ανδρικό πληθυσμό. Το ζήτημα αυτό ανάμεσα σε «ηθικότητα» και «φύλο» αποτέλεσε πόλο συζητήσεων και διενέξεων στο πεδίο της «ψυχολογίας της ηθικής ανάπτυξης», τόσο στο έργο του Λώρενς Κόλμπεργκ, όσο και στη θεώρηση της Κάρολ Γκίλλιγκαν.[9]

[Συνεχίζεται]

[5] Βλ. ό.π., σσ. 31-34, 36-37, 39.

[6] Δες. ό.π., σσ. 41, 43.

[7] J. C. Tronto, Για μια πολιτική της μέριμνας (care) σ’ έναν ευάλωτο κόσμο, (μτφρ. Μ. Τσεβρένη, επιμ. M. – O. Padis, L. Mozère, A. Zielinski, P. Valadier), Αθήνα: Πόλις, 2011, σσ. 44-49, 51-52.

[8]  J. C. Tronto, Για μια πολιτική της μέριμνας (care) σ’ έναν ευάλωτο κόσμο, (μτφρ. Μ. Τσεβρένη, επιμ. M. – O. Padis, L. Mozère, A. Zielinski, P. Valadier), Αθήνα: Πόλις, 2011, σσ. 53-56, 59-63, 67-68.

[9] Δες. ό.π., σ. 145-149. Για την «ενάρετη ελίτ» του Λώρεν Κόλμπεργκ, πρβλ. ό.π., σσ. 151-153, 155-156, 158-160, 162-163, 174. Και για τα «όρια» της Κάρολ Γκίλλιγκαν, δες. ό.π., σσ. 147, 179-180, 203.