Κύπρος: από την ενδοκοινοτική ένταση, στο πραξικόπημα του 1974

20 Ιουλίου 2019

zampartas_o1_UP

Η επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα, την 21η Απριλίου 1967, επέφερε την αποσταθεροποίηση και την αμυντική αποδιοργάνωση του νησιού, ενώ παράλληλα, αποτέλεσε πλήγμα για την ενότητα του πληθυσμού. Αποτέλεσμα της νέας κατάστασης υπήρξε η πλήρης αποθράσυνση των Τούρκων στην Κύπρο και την Τουρκία.

 Q4-copy1

 

Η σύλληψη του Ραούφ Ντενκτάς

Στις 31 Οκτωβρίου 1967, ένα περιστατικό πυροδότησε νέα ένταση: στην περιοχή Αγίου Θεοδώρου Καρπασίας συνελήφθη ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς, που κατείχε σημαίνουσα εισαγγελική θέση κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας και εκπροσωπούσε ήδη την σκληροπυρηνική μερίδα των Τουρκοκυπρίων. Ο Ντενκτάς, μετά την διαφυγή του από τα Κόκκινα, βρισκόταν, από το 1964, εκτός Κύπρου, δεδομένου ότι οι κυπριακές αρχές, εξαιτίας των στασιαστικών του ενεργειών, του είχαν απαγορεύσει την είσοδο στο νησί.

Κατά την ανάκριση που ακολούθησε, ο Ντεκτάς ομολόγησε ότι είχε έρθει στην Κύπρο, για να εκτελέσει αποστολή που του ανέθεσε η κυβέρνηση της Τουρκίας. Δεν καθόρισε το είδος της αποστολής αυτής.

Η τουρκική κυβέρνηση, σε μήνυμά της, εξέφρασε «την λύπη της» για την παράνομη είσοδο του Ντενκτάς στο νησί και υπέβαλε την παράκληση να του επιτραπεί να μείνει στον τουρκικό τομέα ή να επιστρέψει στην Τουρκία. Ο ίδιος ο συλληφθείς έκανε έκκληση στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας να μή προσαχθεί σε δίκη, αλλά να σταλεί στην Τουρκία. Στην έκκλησή του επικαλέσθηκε την γενναιοφροσύνη των κυπριακών αρχών και διαβεβαίωνε ότι ποτέ, άλλη φορά, δεν θα επιχειρούσε να μπεί παράνομα στο νησί. Τελικά ο Ντενκτάς στάλθηκε πίσω στην Τουρκία στις 12 Νοεμβρίου 1967. Φυσικά, η υπόσχεσή του δεν τηρήθηκε.

Τα γεγονότα της Κοφίνου

Τον Νοέμβριο 1967 συνέβησαν τα αιματηρά γεγονότα Κοφίνου-Αγίου Θεοδώρου, στην επαρχία Λάρνακας. Οι Τουρκοκύπριοι στασιαστές δεν επέτρεπαν στις αστυνομικές περιπόλους της κυπριακής κυβέρνησης να μπαίνουν στον Άγιο Θεόδωρο. Έτσι, στις 14 Νοεμβρίου 1967, η αστυνομία κατέλαβε το χωριό. Όταν, την άλλη μέρα, αστυνομικοί συνοδευόμενοι από τμήμα της Εθνικής Φρουράς επιχείρησαν ν’ απομακρύνουν οδοφράγματα, δέχθηκαν πυροβολισμούς από τα υψώματα της περιοχής που κατείχαν οι Τουρκοκύπριοι. Σε λίγο, οι συγκρούσεις γενικεύθηκαν και η Εθνική Φρουρά κατέλαβε και την Κοφίνου, χρησιμοποιώντας τεθωρακισμένες δυνάμεις και βαρέα όπλα.

Το βράδυ της ίδιας μέρας, η δικτατορική κυβέρνηση της Αθήνας έδωσε διαταγή να αποσυρθούν οι ελληνικές δυνάμεις από την καταληφθείσα περιοχή, πράγμα που έγινε τις αυγινές ώρες της 16ης Νοεμβρίου 1967. Διέταξε επίσης την άμεση ανάκληση του αρχηγού των κυπριακών Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγού Γεωργίου Γρίβα-Διγενή, πράγμα που έγινε την ίδια κιόλας μέρα.

Το επεισόδιο έδωσε αφορμή σε μαχητική κινητοποίηση στην Τουρκία, ακολούθησαν δε και οι Τούρκοι της Κύπρου. Οι τελευταίοι άρχισαν να πυροβολούν χωρίς λόγο, βελτιώνοντας τις θέσεις τους κατά μήκος των διαχωριστικών γραμμών. Υπήρξαν πληροφορίες για επικείμενη τουρκική εισβολή, που προέρχονταν από τον Κύπριο αντιπρόσωπο στον ΟΗΕ. Η ανησυχία επιτάθηκε από την μεταφορά στην Βηρυτό των Αμερικανών διπλωματών και πολιτών, που βρίσκονταν στην Κύπρο.

Αποχώρηση της Μεραρχίας

Ακολούθησαν έντονες διπλωματικές δραστηριότητες στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο, που συνοδεύτηκαν από σημαντικές στρατιωτικές μετακινήσεις. Η δικτατορική κυβέρνηση της Αθήνας υποχώρησε στις αξιώσεις της τουρκικής κυβέρνησης και ανακάλεσε τις ελληνικές δυνάμεις που είχαν σταλεί στο νησί το 1964. Η ενισχυμένη ελληνική Μεραρχία άρχισε ν’ απομακρύνεται από την Κύπρο τον Δεκέμβριο 1967 μαζί με το βαρύ πολεμικό υλικό της (άρματα μάχης, πυροβόλα, κ.λπ.) και με τις επίλεκτες και αποτρεπτικές κάθε απειλής ειδικές δυνάμεις της (Μοίρες Καταδρομών, κ.λπ.). Η αμυντική αποδυνάμωση του νησιού είχε δυσμενείς επιπτώσεις στο ηθικό του πληθυσμού και, ταυτόχρονα, έδωσε την ευκαιρία στους Τουρκοκύπριους να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος και να εμφανίζονται ως αυτοδύναμη οντότητα. Παράλληλα, η απομάκρυνση των ελληνικών δυνάμεων άνοιξε τον δρόμο για την τουρκική εισβολή. Ο ίδιος ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ιχσάν Τσαγλαγιαγκίλ, δήλωνε, στις 27 Δεκεμβρίου 1967, ενώπιον της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης: «Η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Κύπρο έχει μεταβάλει την ισορροπία δυνάμεων».

Αμεση συνέπεια της αποχώρησης της Μεραρχίας υπήρξε η απόφαση των Τούρκων, στις 29 Δεκεμβρίου 1967, για την σύσταση «Τουρκοκυπριακής Διοίκησης» – που έμελλε να εξελιχθεί στο γνωστό ψευδοκράτος.

Ενδοκοινοτική ένταση

Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, δημιουργήθηκε στο νησί ένταση και δυσπιστία ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους, που υποδαυλιζόταν από την δικτατορική κυβέρνηση της Αθήνας. Επικεφαλής αντικυβερνητικών ομάδων που δρούσαν με την ονομασία «ΕΟΚΑ Β΄» ήταν ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, ο οποίος πέθανε ξαφνικά στις 27 Ιανουαρίου 1974. Την άλλη μέρα, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Ο θάνατος του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα-Διγενή συνεκίνησε βαθύτατα τον Κυπριακόν Ελληνισμόν. Ο στρατηγός προσέφερε πολυτίμους υπηρεσίας εις την Κύπρον και εις ολόκληρον το Έθνος. Πολλάκις διεφώνησα προς τον στρατηγόν Γρίβαν ως προς την μέθοδον και τον χειρισμόν του εθνικού κυπριακού θέματος. Πολύ δε λυπούμαι, διότι από διετίας ευρισκόμην εν συνεχεί διαφωνία προς τον στρατηγόν διά πράξεις και ενεργείας εις τάς οποίας παρεσύρθη. Ουδόλως, όμως παραγνωρίζω την τεραστίαν προσφοράν του εις τον αγώνα του κυπριακού ελληνισμού, η οποία έδωκεν εις αυτόν εξέχουσα θέσιν εις την ιστορίαν. Ο ελληνισμός της Κύπρου θα τιμά πάντοτε την μνήμην του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα-Διγενή» (Ν. Κρανιδιώτη. Ανοχύρωτη Πολιτεία, Κύπρος 1960-1974, τόμος Β΄, σσ. 328-329).

Η ενδοκοινοτική ένταση συνεχίστηκε με ομαδικές επιθέσεις στις πόλεις και στην ύπαιθρο και με κλοπές οπλισμού από στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς. Από έγγραφα και λοιπά στοιχεία που έφθασαν στα χέρια των κυπριακών αρχών, αποδεικνυόταν ότι πίσω από την δημιουργηθείσα ένταση βρισκόταν η δικτατορική κυβέρνηση της Αθήνας.

Το πραξικόπημα

Στις 15 Ιουλίου 1974, πρωϊνό Δευτέρας, το Προεδρικό Μέγαρο στην Λευκωσία άρχισε να βάλλεται από καταιγιστικά πυρά τεθωρακισμένων οχημάτων, που ξεκίνησαν, στις 8.15 π.μ., από το στρατόπεδο Εθνικής Φρουράς της Κοκκινοτριμιθιάς και αναπτύχθηκαν γύρω από το Μέγαρο. Εκεί βρισκόταν ο Πρόεδρος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος με μια ομάδα παιδιών από το Κάϊρο.

Το Προεδρικό Μέγαρο παραδόθηκε στις φλόγες. Ο Μακάριος διέφυγε με τρεις σωματοφύλακές του από κοίτη χειμάρρου που δεν είχε ακόμα κυκλωθεί και έφθασε στο μοναστήρι του Κύκκου, από όπου  είχε ξεκινήσει το ιερατικό του στάδιο. Από εκεί κατευθύνθηκε στην Πάφο, όπου από έναν πρόχειρο ραδιοφωνικό πομπό απηύθυνε διάγγελμα που άρχιζε ως εξής: «Ελληνικέ κυπριακέ λαέ. Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος, τον οποίον σύ εξέλεξες διά να είναι ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός, όπως η χούντα των Αθηνών και οι εδώ εκπρόσωποί της θα ήθελαν».

Λίγες ώρες πριν, οι πραξικοπηματίες, που είχαν καταλάβει το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα, είχαν αναγγείλει ότι «ο Μακάριος είναι νεκρός».

Ενάντια στο πραξικόπημα αντιστάθηκαν με ηρωϊσμό και αυτοθυσία το Εφεδρικό Σώμα, η Προεδρική Φρουρά, τα Σώματα Ασφαλείας και πλήθος πολιτών, που έσπευσαν να πλαισιώσουν τις νόμιμες δυνάμεις του κράτους. Οι πραξικοπηματίες δοκίμαζαν, συνεχώς, οδυνηρές εκπλήξεις μπροστά στις εστίες αντίστασης στην Λευκωσία, στην Λεμεσό, στην Πάφο και αλλού, που δημιουργήθηκαν από τα δημοκρατικά αντανακλαστικά του κυπριακού λαού.

Οι συγκρούσεις υπήρξαν πολυαίμακτες, οι δε πραξικοπηματίες, διαθέτοντας μεγάλη δύναμη μηχανοκινήτων και τεθωρακισμένων, κατόρθωσαν, τελικά να επιβληθούν και να καταλάβουν τους αντικειμενικούς στόχους τους.

Η δικτατορική κυβέρνηση της Αθήνας, σε συνεργασία με τα όργανά της στην Λευκωσία, έχρισε «Πρόεδρο» της Κυπριακής Δημοκρατίας τον δημοσιογράφο Νίκο Σαμψών. Επιβλήθηκε περιορισμός κινήσεων στις πόλεις και στα χωριά και διενεργήθηκαν μαζικές συλλήψεις πολιτών.

Το εσωτερικό μέτωπο είχε τελείως αποδιοργανωθεί και η αντίστροφη μέτρηση για την εισβολή είχε ήδη αρχίσει.