Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και το Άγιον Όρος [A΄ μέρος]

7 Ιουλίου 2014

Οι σχέσεις της Κύπρου με το Άγιον Όρος κατατίθενται μέσω της ιεράς παραδόσεως από τον πρώτο κιόλας αιώνα, σχεδόν αμέσως μετά την ίδρυσιν της αγίας μας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας την ημέραν της Πεντηκοστής, όταν η Παναγία μας, επιθυμούσα να επισκεφθεί τον άγιο Λάζαρο στο Κίτι, το πλοιάριο στο οποίο επέβαινε παρασύρθηκε από την θαλασσοταραχή και άραξε στο Άγιον Όρος. Αυτό τον τόπο ζήτησε η Παναγία μας από τον Υιόν της, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ως τόπον αγιασμού των ψυχών εκείνων που θα ήθελαν απερίσπαστα να λατρεύουν τον Θεό.

Η κατάθεσις αυτής της ιεράς παραδόσεως διασφαλίζεται και επικυρώνεται από την ιστορίαν διαχρονικά, αφού πλειάδα αγίων εξ Αγίου Όρους -επιλεκτικά αναφέρομε τους αγίους Αθανάσιον Αθωνίτην, Σάββαν Βατοπαιδινόν τον δια Χριστόν Σαλόν, Γρηγόριον Σιναΐτην κ.α.- διέμειναν για κάποιο διάστημα στην Κύπρο. Αλλά και κύπριοι εγκαταβίωσαν σε μονές, σκήτες η καλύβες του Αγίου Όρους, όχι μόνον πρόσφατα -οι οποίοι και μας είναι γνωστοί- αλλά και παλαιότερα.

Δεν είναι όμως μόνο σε αυτό το επίπεδο που φαίνεται η σχέσις. Υπάρχουν και άλλοι τομείς όπως η ανταλλαγή αλληλογραφίας, η εκζήτησις πνευματικών νουθεσιών, οι εκκλήσεις για μεταφοράν αγίων λειψάνων η της αγίας Ζώνης της Παναγίας μας, η αγιογράφησις ναών από κυπρίους αγιορείτες, η οικονομική αλληλοϋποστήριξις, τα χειρόγραφα, η πνευματική δόσις και πολλοί άλλοι τομείς, οι οποίοι φυσικά χρήζουν μελέτης και ερεύνης. Έτσι, πολλές πληροφορίες θα δουν το φως της δημοσιότητος και θα φωτίσουν έτι περισσότερον τις σχέσεις μεταξύ του Αγίου Όρους και της Κύπρου.

Η ημετέρα ταπεινότης ανέλαβε την ευθύνην, εν όψει του παρόντος επιστημονικού συμποσίου «Άγιον Όρος και Κύπρος», να εξερευνήσει τον ιδιαίτερον αυτόν τομέα της σχέσεως του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού με το Άγιον Όρος. Ξεκινώντας την προσπάθεια αυτή, υπήρχαν στην κατοχή μας κάποια έγγραφα προερχόμενα εκ της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου. Το πρώτο είναι μία επιστολή την οποίαν απέστειλε ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός στην Μονή Βατοπαιδίου το 1813. Το δεύτερο είναι ένα μουσικό κείμενο μέσα σε κάποιο κώδικα της αυτής Μονής. Στην εισαγωγή που προτάσσεται του μουσικού κειμένου, αναφέρεται ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός. Το τρίτο είναι ένα ποίημα που συνέθεσε βατοπαιδινός μοναχός το 1820.

Παρά το μικρό χρονικό διάστημα που είχαμε μπροστά μας αφ᾽ ότου μας ανετέθη το θέμα, εν τούτοις επιχειρήσαμε εκ του μακρόθεν μίαν έρευνα στα αρχεία των Μονών του Αγίου Όρους, ελπίζοντες στην ανεύρεση επιπροσθέτων πληροφοριών. Αρκετά από τα μοναστήρια απάντησαν, πλην όμως αρνητικά. Το μοναδικό επιπρόσθετο τεκμήριο που μας απεστάλη είναι και αυτό εκ της μονής Βατοπαιδίου, ένας μουσικός χειρόγραφος κώδικας που ανήκε στον Θεοδώρητον, διάκονον του «μακαριωτάτου ημών δεσπότου κυρίου Κυπριανού».

Η εξέταση των στοιχείων που έχουμε στα χέρια μας έριξε φως σε μία μεγάλη περίοδο της ζωής του Κυπριανού, την παραμονή του στην Μολδοβλαχία, μας έδωσε δε και κάποιες επιπρόσθετες πληροφορίες για την περίοδο κατά την οποία διακονούσε το λογικόν ποίμνιο του Χριστού ως αρχιεπίσκοπος Κύπρου.

Το πρώτο στοιχείο είναι η κάτωθι επιστολή:

«Πανοσιώτατοι επίτροποι της ιεράς βασιλικής και μεγίστης λαύρας του Βατοπεδίου, υιοί εν Πν<εύματ>ι αγίω αγαπητοί και περιπόθητοι της ημών μετριότητος, την φίλην ημίν υμετέραν πανοσιότητα πατρικώς ευχόμενοι, αρχιερατικώς ευλογούμεν υπερήδιστα προσαγορεύοντες.

Του κυρ Διονυσίου, μαθητού των εν αγίω Πνεύματι τέκνων αγαπητών της ημών μετριότητος κυρ Ιωαννικίου και Μελετίου, ευοδωθέντος εις Κύπρον, και τα υμέτερα γράμματα εγχειρίσαντος ημίν, αναγνώσαντες και ευαγγελισάμενοι τα αίσια της υγιείας σας, πάσης ηδονής και θυμηδίας ενεπλήσθημεν.

Ημείς, υιοί περιπόθητοι, περιπλακέντες εις τύρβας τας κοσμικάς, μάλιστα εν τοιούτοις δυστυχεστάτοις αιώσι, χρήζομεν της παρά του αγίου Θεού ισχυράς βοηθείας και αντιλήψεως, αν είναι να αποβή το τέλος ημίν αγαθόν, και να μη επιχαρώσιν εφ  ἡμᾶς τα έθνη τα αλλόφυλα και βάρβαρα. Ο δε Θεός συνηθίζει να δυσωπήται δια προσευχών αγίων ανδρών, των ιδίων αυτού θεραπόντων, οίτινες τω Όρει της αρετής προσεπέβησαν. Διο και αξιούμεν την υμετέραν πανοσιότητα ίνα μνημονεύητε και ημών εν τε ταις γενομέναις ιεραίς τελεταίς και παννυχίοις στάσεσί τε και αγρυπνίαις, όπως ο Κύριος ελεήση και ημάς τους εν τοις πολιτικοίς συμφυρομένους, και υπέρ των λογικών ημών προβάτων προσπαλαίοντας, όπως αποσπώμεν αυτούς των καταδυναστευόντων λύκων. Τούτο πρώτον και ύστατον αξιούμεν υμάς.

Ημείς δε ότι χρέος έχομεν απαραίτητον να δίδωμεν χείρα βοηθείας εν τοις τοιούτοις ιεροίς χώροις, υιοί περιπόθητοι, καλώτατα οίδαμεν. Πλην μη όντος του τρόπου κατά το παρόν, ημών αδυνατούντων προς πάντα δια τας βασιλικάς συνεχείς απαιτήσεις, ουδέν ηδυνήθημεν εξαποστείλαι βοήθημα τη αγία Μονή, και ας έχωμεν την παρ  ὑμῶν συγγνώμην.

Ο κυρ Διονύσιος επολιτεύθη ενταύθα φρονίμως και καλογερικώς, και εις εκείνο οπού εχρειάσθη την ημετέραν προστασίαν δεν ελείψαμεν αόκνως να τω συνδράμωμεν όλαις δυνάμεσι.

Και ταύτα μεν εν τοσούτω. Η δε του Θεού χάρις συν τη παρ  ημών ευχή και ευλογία είη μετά πάντων ημών.

Εν Λευκοσίας (sic) της Κύπρου. 1813, Σεπτεμβρίου 21η.

† Ο Κύπρου Κυπριανός ευχέτης σας».

Εκ του περιεχομένου της επιστολής κατανοούμε ότι οι επίτροποι της μονής Βατοπαιδίου απέστελλαν τα γράμματά τους δια χειρός του κυρ Διονυσίου. Το ότι αποστέλλονταν τα γράμματα από τους επιτρόπους και όχι από τον ηγούμενο της Μονής, είναι διότι δεν υπήρχε ηγούμενος. Η διοίκηση της Μονής και των πλείστων εκ των Μονών δεν γινόταν από ηγούμενον, αλλά από επιτρόπους – προϊσταμένους, κάτι που συναντάτο μέχρι πρότινος στο Άγιον Όρος. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι πλείστες των Μονών εντός και εκτός Αγίου Όρους μετέτρεψαν το κοινοβιακό σύστημα, το οποίο είχε παγιωθεί στους κόλπους της Εκκλησίας από τους πρώτους κιόλας αιώνες της ακμής της μετά τους διωγμούς και διατηρήθηκε καθ᾽ όλην την περίοδο της Ρωμηοσύνης, σε ένα διαφορετικό σύστημα το οποίο ονομάστηκε ιδιόρρυθμο. Αυτό, κατά τους πρώτους αιώνες της εφαρμογής του, εξυπηρέτησε τα μέγιστα, τόσο τους μοναχούς όσο και την Εκκλησία. Προϊόντος του χρόνου εξέκλινε του αρχικού του σκοπού και απετέλεσε παρατυπία, γι᾽ αυτό τον λόγο σχεδόν όλα τα μοναστήρια επανασυστάθηκαν ως κοινόβια τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνος.

Έτσι λοιπόν, αντί να απευθυνθεί στον ηγούμενο, απευθύνεται στους επιτρόπους. Η προς αυτούς προσφώνηση είναι πολύ οικεία. «Υιοί εν Πνεύματι αγίω αγαπητοί και περιπόθητοι». Εάν ήταν σχήμα λόγου η τυποποιημένη προσφώνησις δεν θα ήταν πλήρης οικειότητος και αγάπης. Την αγάπη αυτή την εκδηλώνει και δεύτερη φορά, όταν μετά που τους έχει αποκαλέσει «αγαπητούς», κατόπιν εκφωνεί, «την φίλην ημίν υμετέραν πανοσιότητα». Επικυρώνει δε την ιδιαίτερήν του αυτήν αγάπη, κατακλείοντας την προσφώνησιν με την φράσιν «υπερήδιστα προσαγορεύοντες».

Όλην αυτήν την αγαπητικήν έκχυσιν της καρδίας του δεν την διατυπώνει σε όλα τα γραπτά του κείμενα. Σε περιορισμένο βαθμό την καταθέτει κυρίως στις εγκυκλίους όπου απευθύνεται προς το ποίμνιό του, και σε μεμονωμένες περιπτώσεις επιστολών. Αυτή η οικειότητα και αγάπη δεν θα μπορούσε να υπάρχει, εάν τα πρόσωπα προς τα οποία απευθυνόταν δεν ήταν γνώριμα, μάλιστα δε όχι εξ αποστάσεως αλλ᾽ εκ του σύνεγγυς συναναστροφής. Αυτό δεν καταφαίνεται μόνον εκ της προσφωνήσεως όπως ανωτέρω διεσαφηνίσθη, αλλά και εκ των ονομάτων που ολίγον κατωτέρω κατατίθενται: «Του κυρ Διονυσίου, μαθητού των εν αγίω Πνεύματι τέκνων αγαπητών της ημών μετριότητος κυρ Ιωαννικίου και Μελετίου». Ο Διονύσιος εγχειρίζει τα γράμματα στον αρχιεπίσκοπο και η απάντησις του αρχιεπισκόπου αποστέλλεται στο Βατοπαίδι.

Ο κατονομασμός υπό του αρχιεπισκόπου των δύο πατέρων, οι οποίοι φαίνεται να είναι δύο εκ των επιτρόπων, καταδεικνύει την προσωπική γνωριμία που θα πρέπει να είχαν με αυτόν. Η δε «πάσα ηδονή και θυμηδία» των οποίων ενεπλήσθη αναγινώσκων «τα αίσια της υγιείας τους», επιβεβαιώνει για άλλη μία φορά τη αγάπην του προς αυτούς. Αυτό το γεγονός μας δημιουργεί κάποια ερωτήματα. Πότε και που γνωρίστηκαν; Πως συνδέθηκαν πνευματικά; Από που προήλθεν αυτή η αγάπη;

Οι πληροφορίες για τους βατοπαιδινούς πατέρες είναι ανύπαρκτες στα αρχεία και το μοναχολόγιον της μονής Βατοπαιδίου. Ερευνώντες όμως άλλα βιβλία και έγγραφα, εξάγομεν αρκετές και σημαντικές πληροφορίες περί των αναφερομένων στην επιστολή πατέρων.

*Ομιλία εκφωνηθείσα στο Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο: Κύπρος και Άγιον Όρος, Λευκωσία, 15-16 Δεκεμβρίου 2012

[Συνεχίζεται]