Παίζοντας τον ρόλο του Θεού (Playing God)

23 Σεπτεμβρίου 2014

Synthetiki_28_EP

Ένα από τα συνηθέστερα ζητήματα στις δημόσιες συζητήσεις σχετικά με τη συνθετική βιολογία, είναι αν ο άνθρωπος δημιουργώντας νέους βιολογικούς δομικούς λίθους, συνθετικά χρωμοσώματα ή ακόμη και συνθετικούς οργανισμούς υποκαθιστά την δημιουργική ιδιότητα του Θεού. Η συνήθης έκφραση στην αγγλική είναι Playing God και συνήθως χρησιμοποιείται σε δύο κατευθύνσεις, αφ’ ενός ανακινεί το ερώτημα αν ο άνθρωπος είναι σε θέση να δημιουργήσει ζωή εκ του μηδενός, αφ’ ετέρου αποτελεί την βάση επίθεσης, συνήθως θεολογικών κύκλων, εναντίον της συνθετικής βιολογίας[1]. 

Ένα από τα συνηθέστερα ζητήματα στις δημόσιες συζητήσεις σχετικά με τη συνθετική βιολογία, είναι αν ο άνθρωπος δημιουργώντας νέους βιολογικούς δομικούς λίθους, συνθετικά χρωμοσώματα ή ακόμη και συνθετικούς οργανισμούς υποκαθιστά την δημιουργική ιδιότητα του Θεού. Η συνήθης έκφραση στην αγγλική είναι PlayingGod και συνήθως χρησιμοποιείται σε δύο κατευθύνσεις, αφ’ ενός ανακινεί το ερώτημα αν ο άνθρωπος είναι σε θέση να δημιουργήσει ζωή εκ του μηδενός, αφ’ ετέρου αποτελεί την βάση επίθεσης, συνήθως θεολογικών κύκλων, εναντίον της συνθετικής βιολογίας[1].

Εξ αρχής πρέπει να πούμε ότι αυτή η έκφραση δεν αποτελεί αποκλειστικότητα της βιοηθικής συζήτησης γύρω από την συνθετική βιολογία. Την συναντά κανείς σε όλα σχεδόν τα βιοηθικά ζητήματα, παλαιότερα και νεώτερα: στις αμβλώσεις, την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, την ευθανασία, τις μεταμοσχεύσεις, την γονιδιακή παρέμβαση και την κλωνοποίηση. Ή ακόμη και σε λιγότερα αμφισβητούμενα ζητήματα, όπως η χειρουργική αναισθησία και το αντισυλληπτικό χάπι[2].  Κάθε ένα από τα ζητήματα αυτά κρύβει πτυχές που μπορούν να θεωρηθούν ως «αποκλειστική δικαιοδοσία» του Θεού. Εξ αρχής πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι όλη αυτή η συζήτηση και η συγκεκριμένη ορολογία γεννήθηκε εκτός του ορθόδοξου θεολογικού χώρου. Έχει τις απαρχές της στον πορτεσταντισμό και ιδιαίτερα στους οπαδούς του «ευφυούς σχεδιασμού» (creationism), της θεωρίας που θέλει το σύμπαν δημιουργημένο και σχεδιασμένο από κάποια ανώτερη δύναμη[3]. Στον Καθολικισμό την συναντούμε κυρίως δευτερογενώς, ως κριτική δηλαδή κειμένων τα οποία αναφέρονται σε αυτήν. Στον ορθόδοξο και ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο, συνήθως είναι εισαγόμενη από τον επιστημονικό ή και τον ημερήσιο τύπο, όπου την βλέπουμε αλλού να αντιμετωπίζεται με επιφανειακά, χωρίς κάποια ενδελεχή τοποθέτηση[4] και αλλού να αντιμετωπίζεται πιο νηφάλια, ως απλή είδηση[5].

*Παρατήρηση: Το παρόν άρθρο αποτελεί συνέχεια του μεγάλου μας αφιερώματος στη συνθετική βιολογία. Πρόκειται για μια μεγάλη έρευνα, αναθεωρημένη έκδοση μεταπτυχιακής-διπλωματικής εργασίας που κατατέθηκε στο ΕΑΠ και πραγματοποιήθηκε από τον θεολόγο Στέφανο Καραούλη με επιβλέποντες τους Ν. Κόϊο και Αν. Μαρά.  Φωτ.: National Institutes of Health (imagebank.nih.gov)

 

[1] R. Chadwick, Playing God, Cogito, τ. 3,  1989, σ. 186–193 .

[2] Για περισσότερα βλ. P. Ramsey, Fabricated man. The ethics of genetic control, Yale University Press, New Haven, 1970 και C.A.J. Coady, Playing God, στον τόμο των J. Savulescu, N. Bostrom, Human enhancement, Οξφόρδη 2009, σ. 155–180 .

[3] Eugenie C. Scott, Evolution vs. Creationism: An Introduction. Berkley & Los Angeles, California 2004, σ. 114.

[4] http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_2_22/05/2010_401979

[5] http://www.bioethics.gr/document.php?category_id=58&document_id=932