Οι νουθεσίες του γέρ. Παΐσιου και το νόμισμα της Πορταΐτισσας

26 Νοεμβρίου 2014
(προηγούμενη δημοσίευση: www.pemptousia.gr/?p=82920)

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

Κάπου εκεί, νομίζω πως κατάφερε να παρέμβει ο Θεοχάρης ένα ψηλό παλικάρι με πραγματικά γαλάζια μάτια, που με είχε βοηθήσει πολύ στην οργάνωση της αποστολής:

  • Γέροντα, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς; πως θα περιφρουρήσουμε τη ζωή μας;

          Ο γέροντας Παΐσιος, πάντα με πατρικό χαμόγελο:

  • Εσύ μην είσαι δεσμοφύλακας;
  • Έχω στολή, απάντησε ο Θεοχάρης, αλλά στο γραφείο είμαι συνήθως με πολιτικά. Εργάζομαι στο Λογιστήριο των… Φυλακών στα Διαβατά Θεσ/νίκης!
  • Τι μπορείτε να κάνετε; Συνέχισε ο γέροντας
  • Τι άλλο από το να προσπαθήσετε για το καλύτερο όπου κι αν είστε…… Να προσεύχεστε πρώτα για κείνους που σας έχουν αδικήσει, για κείνους που… ξεχνάνε τα δανεικά που τους έχετε δώσει, για κείνους που γίνονται αφορμή να δοκιμαζόμαστε…. αυτά γίνονται, κατά θεία πάντα παραχώρηση, το μέσο της δοκιμασίας μας ακόμη και της πτώσης μας… για να έχουμε τη χαρά να ξεπεράσουμε τη δοκιμασία, να νοιώσουμε την ικανοποίηση κάθε φορά, με νηστεία, με προσευχή, με δάκρυα μετάνοιας να ξανασηκωθούμε και να συνεχίσουμε την πορεία μας, τον αγώνα μας…

          Αλλά είχα αρχίσει να κοιτάζω, όσο γινόταν διακριτικά, το ρολόι μου. Η ώρα περνούσε τόσο απρόβλεπτα γρήγορα. Ήμασταν εκεί, κολλημένοι στα ευλογημένα κούτσουρα της αυλής κοντά δύο ώρες. Είχαμε μια ώρα δρόμο για την Ιβήρων κι αφού προσκυνούσαμε μέρος των Ιερών Λειψάνων που θησαυρίζει η Μονή, όπως φυσικά και την εικόνα της Παναγιάς της “Παρταϊτισσας”, ακριβώς στη μια μετά το μεσημέρι είχαμε να προλάβουμε ένα σημαντικό ραντεβού.

portaitissapaisios2

          Ήταν κανονισμένο να μας περιμένει “αρόδο” (στ’ ανοιχτά αραγμένο)το καΐκι “ΠΑΝΑΓΙΑ” που θα’ παιρνε το ίδιο πρωί την αποστολή των φοιτητριών μας από την Ιερισσό. Ο ψαράς της Ιβήρων θα περίμενε με το μικρό σκάφος της Μονής για να μας μεταφέρει μετά τον απαραίτητο τελωνειακό έλεγχο στο “Παναγία” μια και ο καταστατικός χάρτης του Αγίου Όρους, δεν επιτρέπει σε πλεούμενα που μεταφέρουν έστω και μια γυναίκα να πλησιάσουν την ακτή περισσότερο από 500 μέτρα.

          Έχοντας όλ’ αυτά κατά νου ήταν δικαιολογημένη η ανησυχία μου και ίσως να μην έχω καταγράψει κάποια από τα τόσο σημαντικά και πολύτιμα λόγια του γέροντα προς τους φοιτητές, που καρφωμένοι στα κούτσουρα έμοιαζε σαν να βγάλαμε ρίζες, αφού κανείς δεν κουνιόταν, κανείς δεν μιλούσε πια…

          Όμως ο ίδιος ο γέροντας αντιλήφθηκε την ανησυχία μου:

  • Ο Αρχηγός σας κοιτάζει τ’ ρολόι του. άντε να πάτε στην ευχή της Παναγίας μας … και μην ξεχνάτε στην προσευχή σας και το φτωχό δούλο του Θεού Παϊσιο…

          Έτσι λοιπόν, με την καρδιά γεμάτη από μια θέρμη πρωτόγνωρη, με τα μάτια πλημμυρισμένα από το φως των δικών του ματιών, που αντανακλούσαν το άπειρο φως τ’ ουρανού, με τη γλώσσα ίσως μουδιασμένη, φυλακισμένο αηδόνι, να θέλει να ψάλει στο δικό του ήχο την απέραντη αγάπη που νοιώθαμε για τον κόσμο, μέσα από την αγάπη της δικής του τόσο αθώας, τόσο ανθρώπινης καρδιάς.. Μόνο που για μας ήταν τόσο δύσκολο, όχι μόνο να συγχωρούμε αυτούς που μας έχουν αδικήσει, αυτούς που θέλησαν να χαλάσουν ίσως τη ζωή μας με κακία και φθόνο, αλλά και να μπορούμε και να τους αγαπούμε….

ΣΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ!

Με τη σκέψη ν’ ανοίγει φτερά ψηλά στις κορυφές που μόνο η προσευχή να φτάσει μπορεί, το πλατύ μονοπάτι μας έφερε γρήγορα στη βορειοανατολική ακτή, στη Μονή των Ιβήρων. Περάσαμε πρώτα από το μικρό ξύλινο γεφυράκι, που στήθηκε με τη φροντίδα του ίδιου του γέροντα Παϊσιου, πάνω από το ρέμα που περνάει έξω από την Παναγούδα και φωτογραφηθήκαμε. Και λίγο πριν φανεί απ’ την πλαγιά το Μοναστήρι, σταθήκαμε για ευλογία στον γέροντα Μάξιμο, και στο ναϊδριο  που έχτισε, όταν υπέργηρος πια, θέλησε ν’  αφήσει το διακόνημά του ως “προσμονάριος” της Παναγιάς της Πορταϊτισσας, σε ανάμνηση της “εμφάνισης” στον απελπισμένο προσκυνητή, που ο θυρωρός της Μονής, περνώντας τον για τσούρμο πειρατικού που υποκρίνονταν το ζητιάνο, του έκλεισε κατάμουτρα την μεγάλη πόρτα…

          Τον πήρε το παράπονο κι όπως ανηφόριζε το μονοπάτι που οδηγεί από τη θάλασσα για της Καρυές, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν.

  • Παναγιά μου.

Ψιθύριζε μέσα από το κλάμα του.

  • Μόνο να προσκυνήσω την εικόνα σου ήθελα και μια φέτα ψωμί, που  έκανα τόσο ταξίδι από την Πόλη… Όλα τα χάρισα στους λιγότερο τυχερούς της ζωής.. και να τώρα που με έδιωξαν σα κλέφτη…
  • Ποιος σε έδιωξε;

Ξαφνιάστηκε.! Ποια ήταν η Κυρά που του μιλούσε μες την ερημιά εκείνη;

  • Συγνώμη Κυρά..

          Ούτε που αναρωτήθηκε, τι γύρευε στο Άγιον Όρος μια γυναίκα… Αφού οι Αυτοκράτορες και Βασιλείς του Βυζαντίου το είχαν απαγορεύσει…

  • Συγνώμη Κυρά.. ξύπνησε και το… μωράκι σας…
  • Ποιος σε έδιωξε;

Άκουσε πάλι…

  • Να, πήγα να προσκυνήσω στη Μονή των Ιβήρων εδώ κάτω, κι ο θυρωρός μ’ έδιωξε.. ούτε μια φέτα ψωμί δε μ’  έδωσε που του ζήτησα..
  • Πάρε αυτό το χρυσό νόμισμα…

Άκουσε να λέει η “Κυρά”, που το ξεκρέμασε από το στήθος της και πήγαινε πάλι να χτυπήσεις την πορτάρα της Μονής των Ιβήρων..

  • Δώσε το νόμισμα αυτό για να σου δώσουν να φας και να προσκυνήσεις… Εδώ θυρωρός και πορτάρισσα εγώ είμαι…

Και χάθηκε!..

          Σαστισμένος, με τα μάτια ακόμη υγρά, μάζεψε τις δυνάμεις του και πίσω στο Μοναστήρι.. φτάνει έξω από τη μεγάλη κλειστή πορτάρα. Χτυπά δυνατά. Στο πορτόθυρο που ανοίγει, δείχνει το χρυσό νόμισμα.

  • Να προσκυνήσω, να ξαποστάσω και πάλι να φύγω. Μόνος μου είμαι. Είμαι χριστιανός. Σας παρακαλώ..

          Ο μοναχός από μέσα, αναγνωρίζει το νόμισμα.. Πριν λίγη ώρα ήταν στη θέση του..

  • Που, που το βρήκες αυτό; Ρωτάει απορημένος…
  • Να, μου το έδωσε μια Κυρά εδώ πιο πάνω..

          Ανοίγει την πορτάρα διάπλατα, τον βάζει μέσα και τρέχει να χτυπήσει τα σήμαντρα.. σα να έπιασε φωτιά.. Κατεβαίνουν οι πατέρες στην αυλή να δουν τι τρέχει.. Ο προσκυνητής με το νόμισμα στο χέρι επαναλαμβάνει συνέχεια από φόβο πως θα τον έβλεπαν ίσως για κλέφτη..

  • Μου το έδωσε σας λέω μια Κυρά εδώ πιο πάνω στο μονοπάτι.. Να μου δώσετε να φάω λιγάκι, να προσκυνήσω και να φύγω.. Πάρτε το, μου είπε πως αυτή είναι εδώ η πορτάρισσα.. Το είχε στο λαιμό της κρεμασμένο και μου τόδωσε.. δεν το έκλεψα σας λέω.. Εκείνη μου τόδωσε!..

          Οι πατέρες της Μονής δεν αμφέβαλαν πως τους έλεγε την αλήθεια. Το ήξεραν το νόμισμα εκείνο.. ήξεραν και την.. “Κυρά”  που είδε ο σαστισμένος ακόμη προσκυνητής. Φτάνουν στο παρεκκλήσιο. Ο προσμονάριος   ξεκλειδώνει. Πώς έφυγε το νόμισμα πίσω από το κλειστό τζάμι της εικόνας της Παναγίας; Άνοιξαν και ενώ αρχίζουν μεγάλη παράκληση, τοποθετούν με δέος το νόμισμα πίσω στη θέση του, στο λαιμό δηλαδή της Παναγίας μας, όπου είναι και σήμερα!

          Η παραπάνω ιστορία, φαίνεται εικονογραφημένη πια δεξιά και αριστερά στη μεγάλη στοά της εισόδου. Η εικόνα της “πορτάρισσας” δεν εξέρχεται του Αγίου Όρους, ούτε μετακινείται, παρά μόνο παραμονή της Κοίμησης – τον 15 Αύγουστο, που γίνεται λιτανεία μέχρι το “Άγιασμα” στο σημείο που ο μοναχός Γαβριήλ την έβγαλε από τη θάλασσα, πριν από 1.000 χρόνια!