Φύση, άνθρωπος και Παλαιά Διαθήκη

18 Φεβρουαρίου 2015

ktinotrofika-fyta-B-UPΣτην Παλαιά Διαθήκη διαφαίνεται σαφέστατα η κυριαρχική θέση που δίδεται στον άνθρωπο επί όλης της φύσεως. Η θέση όμως αυτή δεν είναι χωρίς κανόνες. Οι σχέσεις του ανθρώπου με το φυσικό οικοσύστημα εξετάζονται μέσα από το πρίσμα της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό, η οποία όμως λόγω της ανυπακοής του ίδιου στις άνωθεν εντολές διέπεται από το καθεστώς της πτώσης.

Μελετώντας την πηγή P του βιβλίου της Γένεσης, διαπιστώνουμε πως εκεί περιγράφονται ανά ημέρα οι ενέργειες του Θεού κατά τη δημιουργία. Μέσω της διδασκαλίας αυτής, γίνεται κατανοητό πως όλη η Γη ανήκει στον Θεό και πως τόσο τα φυτά όσο και τα ζώα δέχονται άμεσα ή έμμεσα την ευλογία του Θεού.[1] [2]

Ένα από τα κεφαλαιώδη σημεία αποτελεί η ιδιαίτερη θέση του ανθρώπου απέναντι στα υπόλοιπα δημιουργήματα. Ο άνθρωπος φαίνεται να καθίσταται άρχοντας και οικονόμος σε όλη τη γη: «καί εϊπεν ό Θεός· ποήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ήμετέραν καί καθ ’ όμοίωσιν, καί αρχέτωσαν των ιχθύων της θαλάσσης καί των πετεινών του ούρανοΰ καί των κτηνών καί πάσης της γης καί πάντων τών έρπετών τών έρπόντων έπί γης γης. Καί έποίησεν ό Θεός τον άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεοΰ έποίησεν αύτόν, άρσεν καί θήλυ έποίησεν αύτούς». (Γεν. 1,26-27).

Η σωστή ερμηνεία της εντολής του Θεού προς τον άνθρωπο για κυριαρχία έχει κορυφαία σημασία. Η παρερμηνεία της μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε επιθετική συμπεριφορά απέναντι στη φύση και να αποτελέσει μία από τις αιτίες της οικολογικής κρίσης. Εάν ο άνθρωπος ερμήνευε σωστά και συνειδητοποιούσε πως η κυριαρχία του τον καθιστούσε υπεύθυνο για όλη την κτίση και επεδίωκε την ομαλή λειτουργία και την αρμονική συνύπαρξή του με το φυσικό περιβάλλον, πλείστα από τα «οικολογικά προβλήματα» δεν θα υπήρχαν στην εποχή μας.

Η παρουσία του Θεού στην κτίση δεν περιορίζεται μόνον στην περίοδο της δημιουργίας, αλλά με τη φυσική και υπερφυσική αποκάλυψή Του επεμβαίνει διαρκώς στην ιστορία. Αυτό σύμφωνα με τον Μαρά τεκμηριώνεται από τον Ψαλμό 103, 27 όπου: «πάντα πρός σέ προσδοκώσ, δοΰναι τήν τροφήν αύτών εις εύκαιρον». Το γεγονός της επέμβασης του Θεού στην ιστορία, αποδεικνύει πως ενδιαφέρεται διηνεκώς για τη δημιουργία. Βιώνουμε, λοιπόν, μία ζωοδοτική – αγιαστική παρουσία του Θεού στην κτίση, η οποία τη διατηρεί σε μια κατάσταση σταθερότητας. Η παρουσία αυτή αποτελεί και εγγύηση του πώς ο άνθρωπος δεν θα επανέλθει στην αρχική χαώδη2 κατάσταση, η οποία θα σημάνει και την καταστροφή του.

Οι ακολουθίες του μικρού και μεγάλου Αγιασμού, καθώς και η ύπαρξη του Ευχολογίου είναι δείγματα της θέσεως του ανθρώπου ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον και στον Τριαδικό Θεό. Το πλήθος των καταγεγραμμένων ευχών, σχεδόν για όλες τις ασχολίες και ανάγκες εκείνης της εποχής και η επίκληση και αναφορά της Αγίας Τριάδας προς σωτηρία, μας φανερώνει την εικόνα του ανθρώπου ως ιερέα όλης της φύσεως. Μέσα από τον ψαλμό 103, τον Προοιμιακό, που καθημερινά διαβάζεται στην ακολουθία του Εσπερινού, ο ψαλμωδός διατυπώνει λόγο για τον εξαγιασμό όλης της φύσης αναφωνώντας «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας επληρώθη η γη της κτίσεως σου». Ο Θεός – Δημιουργός μεριμνά για τις ανάγκες των ανθρώπων, χωρίς όμως να αγνοεί τα ζώα, τα πτηνά, τα φυτά. Ποτίζει τη γη, ώστε να αναπτύσσονται οι καλλιέργειες και να καλύπτονται οι ανάγκες του ανθρώπου, συνεχίζοντας το έργο Του στους αιώνες.[3] [4]

Με τη μελέτη της Παλαιάς Διαθήκης μαθαίνουμε πως ο χριστιανός οφείλει να συμπεριφέρεται στη φύση με σεβασμό. Ζει συμφιλιωμένος μαζί της και τρέφεται από τα προϊόντα της. Γνωρίζει πως οι δυνατότητές της δεν είναι απεριόριστες και φροντίζει ώστε να μη τις εξαντλεί.

Συγκεκριμένα, συναντάμε στο βιβλίο της Εξόδου και συγκεκριμένα στο 23 κεφάλαιο την προτροπή «Έξ έτη σπερεΤς τήν γην σου καί συνάξεις τα γεννήματα αύτης· τφ δέ έβδόμφ άφεσιν ποιήσεις καί άνήσεις αύτήν, καί έδονται οί πτωχοί τοΰ έθνους σου, τα δέ ύπολειπόμενα έδεται τα άγρια θηρία, οΰτω ποιήσεις τον άμπελωνά σου καί τον έλαιωνά σου. Έξήμέρας ποιήσεις τα έργα σου, τη δέ ήμέρη τη έβδόμη άνάπαυσ/ς, /να άναπαύσηται ό βοΰς σου καί το ύποζύγιόν σου, καί /να άναψύξη ό υιός της παιδίσκης σου και ό προσήλυτος». Η σύνεση και η εγκράτεια απέναντι στη φύση, τόσο στο φυτικό όσο και στο ζωικό βασίλειο, μας παροτρύνει προς μία λελογισμένη χρήση της. Υπάρχει ειδική μέριμνα για τα ζώα, ώστε να έχουν χρόνο για να αναπαυθούν, χωρίς να γίνεται κατάχρηση των δυνατοτήτων τους. Η μη καλλιέργεια των εκτάσεων για ένα έτος ανά έξι καλλιεργητικές περιόδους είναι μία τεχνική που συνίσταται και σε σύγχρονες μεθόδους οικολογικής ή αειφορικής παραγωγής φανερώνοντας σεβασμό στο οικοσύστημα.

Ο άνθρωπος στο πνευματικό πλαίσιο της Παλαιάς Διαθήκης νουθετείται, ώστε να αισθάνεται ευθύνη απέναντι στον κόσμο και στον Θεό και να σέβεται το κάλλος της δημιουργίας. Για περιπτώσεις πολέμου, υπάρχει ειδική μέριμνα για το φυσικό κόσμο και ιδιαίτερα για τα καρποφόρα δέντρα, τα οποία δεν υπάρχει λόγος να καταστραφούν παρά μόνον να χρησιμοποιηθούν οι βρώσιμοι καρποί τους. «Εάν δε περικαθήσης περί πόλιν μίαν ημέρας πλείους εκπολεμήσαι αυτήν εις κατάληςιν αυτής, ουκ εξολοθρεύσεις τα δέντρα αυτής επιβαλείν επ’ αυτά σίδηρον, αλλ ’ η απ’ αυτού φαγή, αυτό δε ουκ εκκόψεις μη άνθρωπος το ξυλον το εν τω αγρω εισελθείν από προσώπου σου εις τον χάρακα;»)[5] [6]

Η σωστή σχέση που καλείται ο άνθρωπος να αναπτύξει με την κτίση, στηρίζεται στο ιδιαίτερο προνόμιο της ευθύνης και της ελευθερίας του ανθρώπου και εντάσσεται στη σωστή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, καθώς θεωρείται πως η κτίση βοηθά τον άνθρωπο να γνωρίσει τον Θεό και να επικοινωνήσει μαζί του. Καταλήγοντας στην θεώρηση αυτή, θα σημειώναμε ότι η σύνδεση Θεολογίας με την Οικολογία είναι εμφανής από κάθε θεωρητική ή απλή εμπειρική προσέγγιση.

Σημειώσεις

[1]   Μαράς, 2008, σ. 148.

[2]   Μαράς, 2008, σ. 149.

[3]   Ζορμπάς, 2002, σ.321.

[4]   Δοσίθεος, αρχιμ. σ. 30.

[5]   Μπαλατσούκας, 1996, σ. 88.

[6]   Μαράς, 2008, σ. 151


 Παρατήρηση: η ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ συνεχίζει τη δημοσίευση με τη μορφή σειράς άρθρων της μελέτης «Αρχή της Αειφορίας και Ορθόδοξο ήθος: Μία νέα προοπτική στην οικολογική ηθική», του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΡ. ΤΣΟΥΡΑΠΑ. Πρόκειται για αναθεωρημένη έκδοση του κειμένου που κατατέθηκε ως διπλωματική εργασία στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστήμιου με επιβλέποντα καθηγητή τον Χρήστο Τερέζη και αξιολογητές τους Νικόλαο Κόϊο και Βασίλειο Φανάρα.