Η παρουσία των Διακονισσών στη χριστιανική παράδοση

23 Μαρτίου 2015
[Προηγούμενη δημοσίευση:https://www.pemptousia.gr/?p=92302]

Γενικώς, με τις διακόνισσες ασχολούνται Ιεροί Κανόνες: ΙΘ΄ της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ΙΕ΄ της Δ΄ Οικουμενικής, ΙΔ΄, ΙΕ΄, Μ΄, ΜΗ΄της  Πενθέκτης Οικουμενικής και ΜΔ΄του Μ. Βασιλείου. Συγκεκριμένα ο Μ. Βασίλειος υπογραμμίζει: «Ημείς ουν της διακόνου το σώμα, ως καθιερωμένον, ουκ έτι επιτρέπομεν εν χρήσει είναι σαρκική»[71].

Η Δ΄ Οικουμενική (451 μ.Χ.), στην οποία συμμετείχαν αρκετοί σπουδαίοι επίσκοποι, ζήτησε τη γνώμη μίας γυναίκας προκειμένου να μπορέσει να λάβει τη σωστή απόφαση. Η γυναίκα αυτή ήταν η Αγία Ευφημία. Το άφθαρτο λείψανό της φυλασσόταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, όπως και σήμερα. Τοποθέτησαν, λοιπόν, στο ιερό λείψανο ένα ορθόδοξο και ένα μονοφυσιτικό δογματικό κείμενο. Σφράγισαν τον τάφο και το πρωί που το άνοιξαν είδαν στα χέρια της αγίας το ορθόδοξο κείμενο, ενώ στα πόδια της βρισκόταν το αιρετικό κείμενο[72].

DEAKONESS2

Στον Θεοδοσιανό κώδικα αναφέρεται ότι οι διακόνισσες έπρεπε σε μερικές περιπτώσεις να έχουν περάσει την ηλικία των εξήντα ετών[73]. Σε μερικές, όμως, περιπτώσεις γίνονταν και κάποιες εξαιρέσεις στη χειροτονία διακονισσών ως προς την ηλικία. Συγκεκριμένα τέτοια εξαίρεση έγινε όσον αφορά στην Ολυμπιάδα, την οποίαν αν και πολύ νέα, «χήραν γενομένην …, διάκονον ἐχειροτόνησε Νεκτάριος»[74]. Στον ΙΕ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου σημειώνεται για τις διακόνισσες: «Να μη χειροτονείται γυναίκα διάκονος προτού γίνει σαράντα ετών και αυτή ύστερα από ακριβή δοκιμασία. Αν αφού δέχθηκε τη χειροθεσία και παρέμενε για κάποιο χρονικό διάστημα στο λειτούργημα, παντρευτεί, περιφρονώντας τη χάρη του Θεού, αυτή να αναθεματίζεται μαζί μ’ εκείνον που την παντρεύτηκε»[75].

Ο καθηγητής Θεοδώρου σημειώνει ότι η Πενθέκτη εν Τρούλλῳ Σύνοδος προσπαθούσε να ενθαρρύνει τις ευσεβείς γυναίκες στο να χειροτονούνται διακόνισσες. Είναι φανερό στον 40όν κανόνα αυτής σημειώνει: «Ἐν γάρ τῷ θείῳ Ἀποστόλῳ γέγραπται, ἑξήκοντα ἐτῶν τήν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καταλέγεσθαι χήραν· οἱ δέ ἱεροί κανόνες τεσσαράκοντα ἐτῶν τήν διακόνισσαν χειροτονεῖσθαι παραδώκασι, τήν ἐκκλησίαν χάριτι θείᾳ κραταιοτέραν γινομένην καί ἐπί τά πρόσω βαίνουσαν ἑωρακότες, καί τό τῶν πιστῶν πρός τήν τῶν θείων ἐντολῶν τήρησιν πάγιόν τε καί ἀσφαλές· ὅπερ καί ἡμεῖς ἄριστα κατανοήσαντες, ἀρτίως διωρισάμεθα, τήν εὐλογίαν τῆς χάριτος, τῷ μέλλοντι τῶν κατά Θεόν ἀγώνων ἐνάρχεσθαι, ὥσπερ τινά σφραγῖδα ταχέως ἐνσημαινόμενοι, ἐντεῦθεν αὐτόν πρός τό μή ἐπί πολύ ὀκνεῖν καί άναδύεσθαι προβιβάζοντες, μᾶλλον μέν οὖν πρός τήν τοῦ ἀγαθοῦ παρορμῶντες ἐκλογήν καί κατάστασιν»[76].

Ο άγιος Επιφάνιος τονίζει χαρακτηριστικά «ότι το μέν διακονισσών τάγμα εστίν εις την Εκκλησίαν αλλ’ ουχί εις το ιερατεύειν». Επιπλέον ως πρὸς τὰ καθήκοντα τῶν διακονισσῶν ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου ἐπισημαίνει τὴν ἀπαραίτητη συμμετοχή τους στὶς βαπτίσεις τῶν γυναικῶν: «Καὶ ὅτι μὲν διακονισσῶν τάγμα ἐστίν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ οὐχὶ εἰς τὸ ἱερατεύειν, οὐδέν τι ἐπιχειρεῖν ἐπιτρέπειν, ἕνεκεν δὲ σεμνότητος τοῦ γυναικείου γένους ἢ δι᾽ ὥραν λουτροῦ ἢ ἐπισκέψεως πάθους ἢ πόνου, καὶ ὅτε γυμνωθείη σῶμα γυναίου, ἵνα μὴ ὑπὸ ἀνδρῶν ἱερουργούντων θεαθείη, ἀλλ᾽ ὑπὸ διακονίσσης …»[77].

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούσαν ισότιμη τη γυναίκα με τον άνδρα, για το λόγο αυτό δε δέχονταν τη νομοθεσία που ήταν καταδικαστική για τη γυναίκα, ενώ άφηνε τον άνδρα να ζει στο «απυρόβλητο σύμπαν του». Ακόμα και στο γάμο εισήγαγαν καινοτομίες, αφού αντιμετώπισαν τους δύο συζύγους ως ίσους. Οι σύζυγοι κλήθηκαν να αγωνιστούν και να κερδίσουν το μετάλλιο στο δύσκολο άθλημα της αγάπης, η οποία αυξάνει τις πνευματικές διαστάσεις της συζυγίας και οδηγεί το γάμο στην οικογένεια που είναι η «κατ’ οίκον Εκκλησία». Το ότι ο βασικός σκοπός του Γάμου είναι η αλληλοβοήθεια κι η αλληλοσυμπλήρωση δείχνει ότι οι δύο σύζυγοι αποτελούν μία αδιάρρηκτη ενότητα απέναντι στο Θεό, με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Μέσα από τα πατερικά κείμενα διακηρύττεται η ισοτιμία της γυναίκας με τον άνδρα. Για τους Πατέρες και για την Εκκλησία ο άνδρας και η γυναίκα δεν διακρίνονται σε φύλα. Είναι πρόσωπα που από την μια φανερώνουν τον εσώτατο εαυτό τους ως μυστηριακή «ετερότητα», χαρισματικός πλούτος των δώρων του Θεού, και από την άλλη αποκαλύπτουν την ταυτότητα διά της χάριτος, όταν συγκλίνουν προς το κοινό Αρχέτυπο, και γίνονται ένας νέος άνθρωπος «εις εν Χριστώ».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στην εργασία αυτή αναφερθήκαμε στη θέση της γυναίκας μέσα από τα πατερικά κείμενα. Επιλέξαμε τα κείμενα εκείνα μέσα από τα οποία φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι πατέρες θεωρούσαν ισότιμη τη γυναίκα με τους άνδρες. Βέβαια, υπάρχουν χωρία από πονήματα των ίδιων Πατέρων, που όταν κάποιος επιλέξει ορισμένες προτάσεις και τις απομονώσει φαίνεται σαν να υπήρχε διάχυτη μία τάση υποτίμησης του γυναικείου φύλου. Δεν είναι, όμως, έτσι. Ας μην ξεχνάμε ότι στο Χριστιανισμό το Πρόσωπο που τιμάται περισσότερο μετά τον Τριαδικό Θεό είναι η ίδια η Παναγία. Μία γυναίκα, η Παναγία γίνεται η νέα Εύα, δια της οποίας η «αρά» της πρώτης Εύας, εκλείπει. Και δι’ αυτής γεννάται ο Νέος Αδάμ, ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος, για να διορθώσει το σφάλμα του προπάτορος Αδάμ και να νικήσει το θάνατο για χάρη του ανθρώπου.

Η γυναίκα, λοιπόν, μέσα από το πρόσωπο της Παναγίας εξυψώνεται. Οι Πατέρες αναφέρθηκαν και στο ρόλο της γυναίκας ως διακόνισσας. Θεώρησα πρέπον να μην κάνω εκτενέστερη αναφορά στο ρόλο της γυναίκας σε σχέση με τη χειροτονία της ως διακόνισσα, αφού έχει αναφερθεί εκτενώς στο θέμα ο πρώην πρύτανης και αγαπημένος μου καθηγητής κ. Ευάγγελος Θεοδώρου και υπάρχει και η σχετική διδακτορική διατριβή του. Οποιαδήποτε επιπλέον εκτενέστερη αναφορά μου στη χειροτονία των γυναικών, από αυτή που παρουσίασα σήμερα, θα ωχριούσε γενικότερα μπροστά σε όσα έχει γράψει και έχει πει ο κ. Καθηγητής.

[71] Μ. Βασιλείου, Επ. 199 – Η Αμφιλοχίῳ περί κανόνων, ΜΔ, PG 32, 729.

[72] Πρός το Λέοντα.

[73] Codex Theodosianus, XVI, II : De episcopis et dericis, νόμ. 27, έκδ. Mommsen-Mayer 1905, σ. 843.

[74] Σωζομένου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, VII, 9, PG 67, 1537.

[75] Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, κανών ιε’, εν Αμ. Αλιβιζάτου, Οι Ιεροί κανόνες και οι εκκλησιαστικοί νόμοι, εν Ἀθήναις 1949, σ. 54.

[76] E. Θεοδώρου, H χειροτονία ή χειροθεσία των διακονισσών, εν Αθήναις 1954, σ. 318.

[77] Επιφανίου Κύπρου, Πανάριον, PG 42, 744D.