Η αναστάσιμη λύτρωση στα Πασχαλινά διηγήματα του Α. Παπαδιαμάντη
18 Απριλίου 2015[προηγούμενη δημοσίευση:https://www.pemptousia.gr/?p=94336]
Ο Γιάννης του Λέκα –Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη- αυτό το παιδί που μετεβλήθη ευθύμως εντός του ο ρυθμός του κόσμου αποκαλύπτει τον κλέφτη παρά τις απειλές του και τις ξυλιές που δέχεται προκαταβολικά από αυτόν. Θυμάται και γνωστοποιεί. Γίνεται πιστευτός και δικαιώνεται: –Μὴν εἶδες, Γιάννη, τὰ σανίδια πουθενά;
Ὁ ἄκακος νέος ἀπήντησε μόνον:
-Κουβάλας.
Ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος τῷ ὄντι εἶχε συναντήσει τὸν Γιάννην κατὰ τὴν προχθές, τὴν ὥραν ὁποὺ ἐκουβάλα τὰ κλοπιμαῖα. Τοῦ ἔδωκε δύο ξυλιὲς ὡς ἀρραβῶνα, καὶ τὸν ἐφοβέρισε νὰ μὴν μαρτυρήσῃ τίποτε. Ὁ Γιάννης ἀπήντησε μὲ τὸ παγωμένον γέλιο του.
Εἶχε ξεχάσει τὶς ξυλιές, ὡς καὶ τὴν φοβέραν. Τὴν ἐπαύριον ἀνεῦρε τὰ κλοπιμαῖα ἡ Μαλαμώ.
Της λύτρωσης των αφηγηματικών-ηρώων προηγείται η μετάνοια και η εξομολόγηση: Ο παπα-Κυριάκος ζητάει συγχώρεση από τον Κύριο και δακρύζει[5]· η Μολώτα εξομολογείται το «βάρος» της πρώτα στην Αφέντρα, ζητά συγχώρεση από τον Κόλια και στη συνέχεια ο ιερέας μαζί με άλλες στο Κοινωνικό της διαβάζει συγχωρητική ευχή[6]· ο Γιάννης του Κόλια, το χαμογελαστό παιδί, δε ζητά συγχώρεση, γιατί είναι εν συνειδήσει αθώος[7].
Η Ανάσταση, συνεπώς, δημιουργεί νέα «δεδομένα» για τον αφηγηματικό- ήρωα, τον άνθρωπο, και προσωπικά και πνευματικά.
Ο χριστιανισμός δείχνει μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τον πάσχοντα συνάνθρωπο, τον πένητα, τη φτωχολογιά. Και το κέντρο ενδιαφέροντος του Σκιαθίτη συγγραφέα και στη ζωή και στη τέχνη είναι ο μικρόκοσμος των καθημερινών φτωχών ανθρώπων. Αυτούς αφουγκράζεται, με αυτούς συγχρωτίζεται, αυτούς παρουσιάζει.
Είναι γιος παπά, το τρίτο από τα έξι[8] παιδιά του παπα-Διαμάντη Εμμανουήλ, γνωρίζει εκ των «έσω» πολλά για τον κλήρο και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, τις οποίες και αποκαλύπτει στα διηγήματά του. Εμμένει στην παρουσίαση του κατώτερου κλήρου. Η πλειοψηφία των εγγάμων κληρικών έχει ταπεινή καταγωγή, όπως συμβαίνει και με τον παπα-Κυριάκο (Εξοχική Λαμπρή): Ὁ καταλληλότερος δέ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων, ἱερεὺς τῆς πόλεως, ἦτο ὁ παπα-Κυριάκος, ὅστις δὲν ἦτο «ἀπὸ μεγάλο τζάκι», εἶχε μάλιστα καὶ συγγένειαν μέ τινας τῶν ἐξωμεριτῶν, καὶ τοὺς κατεδέχετο.
Είναι οι καλοί ποιμένες που προσπαθούν να επαναφέρουν πάλι τον απολεσθέν ερίφιο -αυτοβούλως- στην ασφάλεια του ποιμνίου: (παπα-Γαρόφαλος, Ο Αλιβάνιστος) Τότε ὁ παπα-Γαρόφαλος ἔλαβε τὸν λόγον: -Νά ᾽χῃς τὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ, παιδί μου! Ἔλα!… Νὰ πάρῃς εὐλογία!… Νὰ μοσχοβολήσ᾽ ἡ ψυχή σου! Ἔλα ν᾽ ἀπολάψῃς τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ μας! Μὴν ἀδικῇς τὸν ἑαυτόν σου! Μὴν κάνῃς τοῦ ἐχτροῦ τὸ θέλημα!… Πάτα τὸν πειρασμό! Ἔλα, Κόλια! Ἔλα, Νικόλαε, ἔλα, Νικόλαε μακάριε! Ὁ ἅγιος Νικόλαος νὰ σὲ φωτίσῃ!
Είναι πολύτεκνοι και αντιμετωπίζουν δυσκολίες για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα στην οικογένεια. Αυτό τους κάνει -προκειμένου να ανταποκριθούν επιτυχώς και στον παραδοσιακό ρόλο του «πατέρα κουβαλητή»- να φαίνονται φιλοχρήματοι, ενώ δεν είναι: (παπα- Κυριάκος) Καὶ πῶς νὰ θρέψω ἐγὼ τόσα παιδιά, ἔλεγεν, ὀκτώ, μὲ συμπάθειο, κ᾽ ἡ παπαδιὰ ἐννιά, κ᾽ ἐγὼ δέκα! Ὁ ἕνας νὰ σὲ κλέφτῃ ἀπ᾽ ἐδῶ, κι ὁ ἄλλος ἀπ᾽ ἐκεῖ!…
Θυμίζει την πενία των μοναχών: (Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη) Κ᾿ εἰς τὰ ξωκκλήσια, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἀγρυπνίας, συνήθως ἤρχετο μετὰ τὰ μεσάνυχτα πάντοτε, ἢ ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Ἠπειρώτης ὁ νυχτοβάτης, ἢ ὁ πάτερ Ἰωακείμ, ὁ ἄστεγος μοναχός, συνήθως ξυπόλυτος καὶ ξεσκούφωτος.
Δεν λησμονεί και τις σχέσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας που δημιουργούν εύνοιες ή αποκλεισμούς: (Εξοχική Λαμπρή) και ὁ δὲ παπα-Βαγγέλης, ὁ ἐφημέριος ἅμα καὶ ἡγούμενος καὶ μόνος ἀδελφὸς τοῦ μονυδρίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἔχων κατ᾽ εὔνοιαν τοῦ ἐπισκόπου καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξάρχου καὶ πνευματικοῦ τῶν ἀπέναντι χωρίων, καίτοι γέρων ἤδη, ἔπλεε τετράκις τοῦ ἔτους …
Παρουσιάζει και τις παπαδιές, οι οποίες είναι ενάρετες και καλοκάγαθες (Εξοχική Λαμπρή): Ὁ παπα-Κυριάκος προήδρευε τοῦ συμποσίου, ἔχων ἀπέναντί του τὴν παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαγχροινήν, ἀγαθωτάτην, ἥτις ἐν ἀθῳότητι ἐξεκόλαπτε σχεδὸν κατ᾽ ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν μέλῃ οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ στριφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες· και τα παπαδοπαίδια, που φαίνεται να «καταπιέζονται» από την ιδιότητα αυτή[9].
Συμπερασματικά, τα «συστατικά» των πασχαλινών διηγημάτων του -ακριβές ψηφιδωτό του 19ου αιώνα- είναι η κοινωνία της υπαίθρου και η ορθοδοξία. Ο «κοσμοκαλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων χαρτογραφεί με επιδεξιότητα και αυθεντικότητα τον ανθρώπου, τη χριστιανοσύνη και τον ελληνισμό, γι΄αυτό εξακολουθεί να είναι επίκαιρος, όπως και τα λόγια του ποιητή[10]:
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Υ.Γ. Επειδή οι «φιλολογίες», τα φληναφήματα, κρύβουν πολλές φορές τον θησαυρό, σας παραπέμπω σε ψηφιακή ιστοσελίδα για να τον απολαύσετε αυτούσιο : http://papadiamantis.org/
[5] Εξοχική Λαμπρή: Ἥμαρτον, Κύριε, εἶπεν, ἥμαρτον! μὴ μὲ συνερισθῇς./ Ἐπανέλαβε δε : -Ἐὰν ἐκεῖνος ἔκλεψεν, ὁ Θεὸς ἂς τὸν… συγχωρήσῃ… κ᾽ ἐκεῖνον κ᾽ ἐμέ. Ἐγὼ πρέπει νὰ κάμω τὸ χρέος μου. ᾘσθάνθη δάκρυ βρέχον τὴν παρειάν του.
[6] Ο Αλιβάνιστος: Η Μολώτα ηκολούθησε κατά γράμμα την συμβουλήν της Αφέντρας. Εισήλθεν εις τον ναόν, ησπάσθη το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν, είτα εζήτησε συγχώρησιν από τον Κόλιαν. Ακολούθως, την ώραν του Κοινωνικού, επλησίασε μαζί με τας άλλας γυναίκας εις την βορείαν πύλην του ιερού, όπου ο ιερεύς ανέγνωσεν επί των κεφαλών των την συγχωρητικήν ευχήν, ενώ ο μικρός ψάλτης εμινύριζε το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε».
[7] Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη: Ἡ μάννα του, ἐπειδὴ τὸν εἶχε μονογενῆ, συχνὰ ἔταζε καὶ παρεκάλει τοὺς Ἁγίους «νὰ τὸν κάμουν καλά». Πλὴν φαίνεται ὅτι αὐτὸς ἦτο ἀρκετὰ καλά, σχεδὸν καλύτερα ἀπὸ πλείστους ἄλλους, καὶ οἱ Ἅγιοι δὲν ἔκρινον ὅτι ἐσύμφερε νὰ τοῦ δώσουν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἡ μάννα του ὠνόμαζε «τὴν ὑγειά του», δηλ. τὴν ἐλευθερίαν νὰ κακουργῇ ἐν γνώσει.
[8]Δ.Γ. Τσάκωνας, «Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος» Εγκυκλοπαίδεια ΤΟ ΒΗΜΑ Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα 48ος τόμος (Αθήνα, εκδόσεις Πάπυρος, 1997)σσ.98-99.
[9] Εξοχική Λαμπρή: (Ο παπα-Κυριάκος) ἔπειτα ὑπεχρέωσε τὸν υἱόν του Ζάχον, μορφάζοντα καὶ μεμψιμοιροῦντα, νὰ παραμείνῃ ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῷ κατάσκοπος εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα, νὰ παραλάβῃ τὸ μερίδιον τῶν προσφορῶν καὶ συλλειτουργικῶν, καὶ μόνον μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ὅτε θὰ ἀνέτελλεν ἤδη ἡ ἡμέρα, ν᾽ ἀνέλθῃ εἰς τὰ Καλύβια παρ᾽ αὐτῷ. (…) Ἴσως τὸ πρᾶγμα δὲν θὰ ἦτο τόσον ἀληθές, ὅσον ὁ Ζάχος ἤθελε νὰ τὸ παραστήσῃ. Διότι οὗτος, ἀγαπῶν ὡς ὅλοι οἱ νέοι τὴν ἐξοχὴν καὶ τὴν διασκέδασιν, μετὰ δυσκολίας εἶχεν ὑπακούσει εἰς τὸ πατρικὸν κέλευσμα, ὅπως μείνῃ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀφορμὴν θὰ ἐζήτει διὰ νὰ τὸ στρίψῃ καὶ μεταβῇ εἰς νυκτερινὴν ἐκδρομὴν εἰς τὰ Καλύβια, ἀφοῦ μάλιστα εὐκόλως εὕρισκε συνοδοιπόρους ὁμήλικας.
[10] Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, Πάθη.