Οι οικογενειακές περιπέτειες του Ιερώνυμου Βαρλαάμ

5 Μαΐου 2015
[Προηγούμενη δημοσίευση:https://www.pemptousia.gr/?p=95402]

Με το θάνατο της μητέρας του ο Ιερώνυμος κλείστηκε ακόμη περισσότερο στον εαυτό του, ασχολούμενος με τη μελέτη και τη συγγραφή. Όλη του η αγάπη ήταν συγκεντρωμένη τώρα στον μικρότερο αδελφό του Πέτρο,για τον οποίο έκαμνε μεγάλα όνειρα: να τον σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.τ.τ., όνειρο όμως που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, διότι ο Πέτρος εν τω μεταξύ νυμφεύθηκε, το 1885, με την επίσης Ρωμαιοκαθολική Λεωνή Ιωάννου με την οποία και απέκτησε δυο παιδιά: τον Μάρκο (αρχές 1886) και τον δεύτερο υιό του (τέλος 1886) που προοριζόταν να ονομαστεί Αντώνιος (το όνομα του δολοφονημένου αδελφού).

Λίγες όμως εβδομάδες μετά τη γέννηση του δεύτερου υιού του ο Πέτρος αρρώστησε,στην αρχή με πονόλαιμο και μετά με ρευματισμούς που μετεβλήθησαν σε περικαρδίτιδα.

Στις 25/1/1887 ο Πέτρος ξεψυχούσε στην αγκαλιά του Ιερωνύμου. Ήταν ουσιαστικά ο τελευταίος από τους δικούς του που του είχε απομείνει, αφού με την αδελφή του Μαρίτσα (που είχε κάμει δική της οικογένεια με τον Πρόξενο της Αυστρίας G. Pascotini) δεν φαίνεται να διατηρούσε ιδιαίτερα στενές σχέσεις. Γι’ αυτό ο θάνατος του Πέτρου υπήρξε το καίριο ψυχικό τραύμα για τον Ιερώνυμο, που κλείστηκε πια τελείως στον εαυτό του, μονολογώντας και.θρηνώντας στις 326 σελίδες της Ιερεμιάδος του.

Έγραφε σχετικά στην Αγγελική Βαρλαάμ-Γονέμη στην Κέρκυρα, στις 2/5/1887: «Προ δέκα και τεσσάρων περίπου ετών το αμείλικτον του θανάτου δρέπανον εστέρει με πεφιλημένου εικοσαετούς αδελφού· προ οκτώ ετών φιλοστοργοτάτου και σεβαστού πατρός, προ τεσσάρων περίπου ετών φιλοστοργοτάτης, ην ελάτρευον, μητρός, και προ τεσσάρων μηνών πεφιλημένου αδελφού, αναξέσας ούτω τας μολις ουλωθείσας πληγάς μου, δια της καιριωτάτης πασών, ήτις έσται ανίατος, και όσον ούπω καταβιβάσει με εις τον τάφον…»

«Αι απώλειαι τόσων φιλτάτων τοσούτον την φυχήν μου κατεπίκραναν και την υγείαν μου έφθειραν…»

Μετά το θάνατο του Πέτρου ο Ιερώνυμος ανέλαβε τη χήρα και τα δυο ορφανά του υπό την προστασία του. Τον δεύτερο υιό τον βάπτισε λίγες μέρες μετά και τον ονόμασε Πέτρο (αντί Αντώνιο όπως ήταν η αρχική σκέψη). Το 1893 ο μικρός Πέτρος πέθανε, σε ηλικία μόλις 7 χρονών. (Τον μικρό Μάρκο τον σπούδασε αργότερα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών).

Εν τω μεταξύ οι σχέσεις του με τους Λατίνους πατέρες χειροτέρευαν ολοένα και περισσότερο. Έγραφε σχετικά στις 10/3/1888 στην Αγγελική Βαρλαάμ-Γονέμη στην Κέρκυρα: «Το επάγγελμα μου μοι κατήντησε πλέον δυσφόρητον δια πολλούς λόγους και μάλιστα, διότι καθημερινώς πλείστας υπό των ευσεβών Πατέρων υφίσταμαι προσβολάς, πλαγίας, δια τον λόγον οτι εγώ είμαι γραικός μάλλον η λατίνος, ως λέγουσι… Δυστυχώς ήρξαντο και πάλιν αι κατ’ εμού δυσαρέσκειαι των Πατέρων, διότι οι Ελληνοπαίδες προοδεύουσι μάλλον των Λατίνων και ως αίτιος τούτου θεωρούμαι εγώ και ουχί η φυσική αυτών ευφυία. Δεν δύναμαι να σας παραστήσω την αγανάκτησιν και απελπισίαν υφ’ ων τώρα κατέχομαι δια τας αδίκους ταύτας υποθέσεις…»

Είχε υπό την άμεση ευθύνη του τη διδασκαλία σε τέσσερις τάξεις του Δημοτικού της Σχολής, και σε δύο κατ’ αρχάς και σε τρεις αργότερα τάξεις του ανώτερου (Γυμνασιακού) κύκλου, με πέραν των 100 μαθητών, με συνέπεια να υποβάλλεται σε «υπεράνθρωπους κόπους μετ’ αυταπαρνήσεως εργαζόμενος», «ει και γλίσχρως αμοιβόμενος». Επανειλημμένα, πλην μάταια, ζητούσε να του ποσλάβουν βοηθόν. Την εχθρότητα τους οι πατέρες της Terra Santa Λάρνακος εκδήλωσαν και έναντι των δύο μικρών ορφανών του Πέτρου, τα οποία είχαν αρχίσει να φοιτούν στη Σχολή, με αποτέλεσμα ο Ιερώνυμος να τα αποσύρει από εκεί και να τα στείλει στη Σχολή του Αγίου Λαζάρου «όπου φιλοστόργου υπό των διδασκάλων ετύγχανον περιποιήσεως και φροντίδος». Η αμοιβαία αντιπάθεια Ιερωνύμου και Λατίνων πατέρων κορυφώθηκε το 1893 με τον θάνατο του μικρού Πέτρου, πιθανόν από ηλίαση λογω της απόστασης που είχαν οι δυο μικροί να διανύσουν καθημερινά, από ‘Αγιον Ιωάννη σε Άγιο Λάζαρο: ο Ιερώνυμος θεωρούσε τους Λατίνους πατέρες έμμεσους φονείς του μικρού ανηψιού του, αφού με την εχθρική συμπεριφορά τους ανάγκασαν τα δυο παιδιά να φύγουν από τη Σχολή τους και να πηγαίνουν σε μακρινό σχολείο, εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες.

Με τη λήξη του σχολικού έτους 1895/96 ο Ιερώνυμος παραιτήθηκε (κατά τους πατέρες) η «απεπέμφθη» (κατά τον ίδιο) από τη Σχολή τους, ύστερα από 25 χρόνια υπηρεσίας.

Δεν γνωρίζουμε αν επανήλθε πλέον στη διδασκαλική θέση του στη Σχολή των Λατίνων, ύστερα από την τόση εχθρότητα που δημιουργήθηκε μεταξύ τους. Εξακολουθούσε όμως να διδάσκει δύο η τρεις μέρες της εβδομάδας στο Ελληνικό Παρθεναγωγείο και σε ιδιαίτερα μαθήματα.

Το 1899 ο Ιερώνυμος πήγε στο Lugnano in Teverina της επαρχίας Umbria της Ιταλίας, όπου φιλοξενήθηκε για ενα χρόνο στους εκεί συγγενείς του Κόμητες Brunoni (παιδιά της πρώτης του εξαδέλφης Έλενας Saint Amand, κορης της Όρσολα Βαρλαάμ). Οι αδελφοί Brunoni είχαν εγκαταλείψει την Κύπρο το 1886 και εγκαταστάθηκαν στο Lugnano της Ιταλίας οπου αποθανών στενός συγγενής τους τους είχε αφήσει μεγάλη περιουσία. Φεύγοντας από την Κύπρο, άφησαν το πατρικό τους σπίτι στη Λάρνακα (Χρυσοπολιτίσσης 38), στην εν λευκώ διαχείριση του Ιερωνύμου.

Επιστρέφοντας από την Ιταλία πέρασε πρώτα από την Κέρκυρα για να γνωρίσει προσωπικά τη συγγενή του, Κόμησσα Αγγελική Βαρλαάμ-Γονέμη, τελευταία γόνο της οικογένειας στην Κέρκυρα. Στα προηγούμενα χρόνια της είχε γράψει επανειλημμένα αλλά ποτέ δεν είχε πάρει απάντηση. Η Αγγελική ήταν πλουσιώτατη και στο αρχοντικό της διατηρούσε υπηρετικό προσωπικό. Τώρα ήταν χήρα, ηλικιωμένη (περίπου 71 ετών) και με μειωμένη την όραση. Ο Ιερώνυμος επέδωσε στους υπηρέτες την κάρτα του ζητώντας να γίνει δεκτός. Η απάντηση όμως ήλθε αρνητική και ο Ιερώνυμος έφυγε άπρακτος, πιστεύοντας οτι η Αγγελική Βαρλαάμ ουδέποτε πληροφορήθηκε την επίσκεψη του, κι οτι το προσωπικό της εκμεταλλευόταν την περιουσία της κρατώντας μακρυά οποιονδήποτε πιθανό κληρονομό.

Μετά την επιστροφή του από την Ιταλία και την Κέρκυρα στο τέλος του 1899 η αρχές του 1900, ο Ιερώνυμος φαίνεται να είχε ξεπεράσει τη μελαγχολία και την απαισιοδοξία που του προκάλεσαν οι διαδοχικοί θάνατοι των προσφιλών του, και το 1903, σε ηλικία 55 χρονών, απεφάσισε να νυμφευθή. Νυμφεύθηκε την Μαρία Θ. Πιερίδου, κόρην της εξαδέλφης του Ελέγκως Πιερίδου (η οποία ήταν κόρη της Κατίνας Πέτρου-Φώτσιου, αδελφής της μητέρας του), αν και ήταν κατά 33 χρόνια νεώτερη του. Ο γάμος έγινε στις 28/8/1903 στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, αφού οι Λατίνοι ιερείς απαίτησαν από τον Ιερώνυμο να υποσχεθή οτι θα βάπτιζε Ρωμαιοκαθολικά τα παιδιά που θα αποκτούσε με την Ορθόδοξη σύζυγό του.

Επειδή η αντίθεση του προς τους Λατίνους ιερείς εξακολουθούσε αμείωτη, απεφάσισε τελικά να τηρήσει την υπόσχεση αυτή μόνο ως προς το πρώτο παιδί που θα αποκτούσε. Και, πραγματικά, από τα τέσσερα παιδιά που απέκτησε μόνο το πρώτο βάπτισε Ρωμαιοκαθολικό,τα δε άλλα τρία βάπτισε Ορθόδοξα.

Τα παιδιά του ήταν: η Έλενα (ημ. γεννήσεως 1/11/1903. Ρωμαιοκαθολική), η Παυλίνα (1905), η Θεανώ (1907) και ο Μάρκος (1908).

 [Συνεχἰζεται]