Ο Οικουμενικός λόγος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου

11 Ιουνίου 2015

Στην ημέρα των Ονομαστηρίων της Κορυφής της Ορθοδοξίας, της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, δημοσιεύουμε την Εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Στυλιανού Τσομπανίδη σε Ημερίδα που διοργανώθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά τον περασμένο Απρίλιο. Το κείμενο έχει δημοσιευθεί επίσης στην ιστοσελίδα «Ιδιωτική Οδός» (panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/2015/06/blog-post_7.html)

323

Πηγή: Θεολογικά δρώμενα

«Η Ορ­θό­δο­ξος Εκ­κλη­­σία έ­χει βι­ώ­σει και καλ­λι­ερ­γή­σει

την ι­δέ­αν της πνευ­­μα­τι­κής οι­κου­με­νι­κό­τη­τος…

Εί­ναι α­ληθές ό­τι προ­σκα­λεί ό­λους εις μίαν πί­στιν,

αλ­λά δεν ε­ξαρ­τά την α­δελ­φοσύ­νην και την α­γά­πην,

αλ­λά και το εν­δι­α­φέ­ρον αυ­τής, εκ της προ­σχω­ρή­σε­ως εις αυ­τήν.

Δι­ό­τι α­γα­πά τους πά­ντας, και βι­ώ­νει εις το έ­πα­κρον

την ε­νό­τη­τα του αν­θρω­πί­νου γέ­νους»

(Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος)

 

Στο κατώφλι της Γ’ χιλιετίας και εν μέσω τεράστιων και ραγδαίων αλλαγών, που ανέτρεψαν το παγκόσμιο σκηνικό και σηματοδότησαν την έναρξη μιας μεταβατικής εποχής, τόσο για τον κόσμο όσο και για τις εκκλησίες και τις θρησκείες, η Ορθοδοξία ευτύχησε να έχει έναν Οικουμενικό Πατριάρχη με μεγάλη προσωπικότητα και με ακτινοβολία παγκόσμια. Το έργο του είναι ήδη ιστορικό και του εξασφαλίζει μια εξαίρετη θέση  στη μακρά αλυσίδα των προκαθημένων της Μεγάλης Εκκλησίας. Από τη στιγμή της ενθρόνισής του ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει απόλυτη επίγνωση ότι κάθεται στο θρόνο εκείνον τον οποίο στο παρελθόν τίμησαν ιερές προσωπικότητες, ομολογητές και μάρτυρες. Με ευρύτατο πνεύμα και με διαίσθηση της συντελούμενης ιστορίας, συνέλαβε το οικουμενικό πνεύμα των καιρών. Αυτή ακριβώς η αίσθηση της ιστορίας (ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο αντιλαμβάνεται την αδιάσπαστη σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν και στοχάζεται το μέλλον) και η συνείδηση της ευθύνης ότι η σύγχρονη μαρτυρία του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποτελεί συνέχεια και διαδοχή του οικουμενικού και διαχρονικού λόγου των Πατέρων, των Χρυσοστόμων, των Γρηγορίων, των Φωτίων και πιο πρόσφατα των μεγάλων Πατριαρχών, Ιωακείμ Γ΄, Αθηναγόρα και Δημητρίου καθοδηγούν και διαμορφώνουν τον οικουμενικό λόγο και την οικουμενική αποστολή του Πατριάρχη Βαρθολομαίου[1]. Όπως ο ίδιος υπογραμμίζει: «Έχοντας ανατραφεί εξ απαλών ονύχων σε μια ατμόσφαιρα όπου ανθούσε ο διάλογος και μια ανοικτή και απροκατάληπτη ματιά στα πράγματα του κόσμου, ιδίως κατά την πατριαρχία του Πατριάρχη Αθηναγόρα Α΄, έμαθα από την τρυφερή μου ηλικία να αναπνέω τον αέρα της οικουμένης, να αναγνωρίζω την ανάσα του θεολογικώς διαλέγεσθαι και να αγκαλιάζω τον κόσμο της εκκλησιαστικής συμφιλίωσης… Για μας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο όρος οικουμενικός είναι κάτι περισσότερο από ονομασία: είναι κοσμοθεωρία και τρόπος ζωής»[2]. Ο ίδιος ο όρος «οικουμενικός» ήδη από τον 6ο αιώνα στον τίτλο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, εξηγεί ο ίδιος επανειλημμένα, δεν θέλει να δηλώσει τίποτε άλλο «παρά ακριβώς ότι αποδεχόμαστε κάθε άνθρωπο που κατοικεί στην Οικουμένη, τον θεωρούμε απολύτως ίσο και ως τέτοιον τον καλωσορίζουμε»[3].

D90_61

Πηγή: Θεολογικά δρώμενα

Συνεχίζοντας τη μακραίωνα παράδοση του Πατριαρχείου, το οποίο καθώς βρίσκεται στο σταυροδρόμι ηπείρων, πολιτισμών και θρησκευτικών κοινοτήτων αποδεχόταν την ευθύνη να χρησιμεύσει ως γέφυρα καλής θελήσεως και ειρηνικής συνεργασίας θρησκειών και πολιτισμών, ο Πατριάρχης λειτούργησε ως «γεφυροποιός»[4] προς τέσσερις κατευθύνσεις: α) ενίσχυσε την ενότητα και τη συνεργασία των Ορθοδόξων Εκκλησιών, β) ανανέωσε τη δέσμευση στον οικουμενικό διάλογο και διευκόλυνε τις διεκκλησιαστικές σχέσεις, γ) προώθησε και εντατικοποίησε το διαθρησκειακό διάλογο και δ) προσέγγισε οξυδερκώς τις ωδίνες της ιστορίας και συμπαθητικώς τις οδύνες των ανθρώπων σήμερα.

Επειδή η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως γνωρίζει εμπειρικά την απανθρωπιά της βίας και της καταπίεσης, που προκαλείται από την απολυτοποίηση εθνικιστικών, φυλετικών και θρησκευτικών ιδιαιτεροτήτων, ο λόγος του Οικουμενικού Πατριάρχη στο σημερινό πολυδιασπασμένο κόσμο δεν είναι απλώς ένα κήρυγμα ή μια θεωρητική παρέμβαση, αλλά έκφραση αγάπης, αγωνίας και προσευχής για το μέλλον του κόσμου. Ο λόγος αυτός έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία, γιατί εμπεριέχει μέσα του τόσο τον πόνο και την αγωνία του Σταυρού όσο και την ελπίδα και το φως της Ανάστασης[5].

Δεν είναι τυχαίο που ο Βαρθολομαίος κατά την ενθρονιστήρια Ομιλία του, παρομοιάζει τη μελλοντική πατριαρχική διακονία του με σταύρωση: παρέλαβε το Σταυρό του Πρωτοκλήτου Ανδρέα, όπως έλεγε, για να συνεχίσει την άνοδο στον «Κρανίου Τόπον», για να συσταυρωθεί με τον Κύριο και την επίσης συσταυρωμένη Εκκλησία Του και για να διαιωνίσει το φως της Αναστάσεως[6]. Είχε διδαχθεί από τον μακαριστό Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα ότι «συσταυρούταί τις και συσταυρούται η Εκκλησία τω Χριστώ εν τοσούτω, εν ω μέτρω η Εκκλησία, ενηνθρωπισμένη, συμπάσχει τω λαώ του Θεού και αγαπά και καταλλάσσει και ανιστά… Η συσταύρωσις τω Χριστώ ευρίσκει την πληρότητά της εις το… “ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός”»[7]. Ο ίδιος θα βάλει βαθιά στην καρδιά του Βαρθολομαίου, την ημέρα της εις διάκονον χειροτονίας του, το σπόρο με βάση την περικοπή της Μεταμορφώσεως (Μτ 17, 1-8) και την παραβολή της Τελικής Κρίσεως: να κοιτάζει γύρω του και παντού να βλέπει τον Ιησού, «ουδένα, ει μη τον Ιησούν μόνον», να βλέπει τον Χριστό στο πρόσωπο του αδελφού και της αδελφής, ιδιαίτερα αυτού που βρίσκεται σε ανάγκη, ανεξαρτήτως θρησκεύματος ή φυλής[8].

Φέροντας, λοιπόν, μέσα του αυτόν το σπόρο και με βάση την «ευχαριστιακή θεώρηση» της Εκκλησίας και του κόσμου, η οποία δίνει έμφαση στον τριαδικό/αγιοπνευματικό, εσχατολογικό και κοσμικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας, ο Βαρθολομαίος θα διαμορφώσει μια θεολογική πρόταση και στάση σύμφωνα με την οποία η πίστη, ιδιαίτερα στο σημερινό κόσμο, οφείλει να λαμβάνει θέση στα δρώμενα της ιστορίας παραμένοντας στο πλευρό των θυμάτων. Επίσης, σύμφωνα με τη στάση αυτή, η θ. Λειτουργία είναι πράξη μετοχής της κοινότητας στη μεταμόρφωση του κόσμου και της ιστορίας δια της προγεύσεως των εσχάτων. Η μεταμόρφωση του κόσμου, λέει, απαιτεί δέσμευση, θάρρος και πνευματική αφύπνιση από την αδιαφορία, επέκταση της συμπαθείας μας στα θύματα της φτώχειας, των διακρίσεων και κάθε μορφής κοινωνικής δικαιοσύνης[9]. Το μεταμορφωτικό γεγονός της Λειτουργίας «απαιτεί από εμάς τη θέληση να γίνουμε κοινότητες μεταμόρφωσης και να επιδιώξουμε τη δικαιοσύνη ως προαπαιτούμενο της πανανθρώπινης μεταμόρφωσης. Είναι δρόμος θυσίας, αλλά κυρίως είναι δρόμος γενναιοδωρίας»[10]. Αυτή η γενναιοδωρία έχει περιγραφεί με απαράμιλλο τρόπο και από τον Παύλο Ευδοκίμωφ: ο άνθρωπος που χόρτασε και ξεδίψασε στην πηγή, γίνεται ο ίδιος ένα ποτήρι γεμάτο από τη θεϊκή παρουσία που προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους. Γι ‘αυτό είναι ανάγκη η θεία Λειτουργία να προεκτείνεται σε μία λειτουργία «extra muros», πέρα από τους τοίχους του ναού, την οποία τελεί κάθε πιστός ως «ιερεύς» της ύπαρξής του [11].

Πηγή: "Φως Φαναρίου"

Πηγή: «Φως Φαναρίου»

Για αυτό, ο (αυτο-)κριτικός λόγος του Πατριάρχη προβληματίζεται που οι χριστιανοί αποσυνδέουν την πνευματικότητα από την ευθύνη για τη μεταμόρφωση της κοινωνίας, τη θ. Λειτουργία από τη διακονία του πλησίον· που η ματιά προς τα μέσα έρχεται σε τόσο μεγάλη αντίθεση με τη ματιά προς τα έξω. «Όταν, ως Ορθόδοξοι, βγαίνουμε από την Εκκλησία, μετά από το μεταμορφωτικό γεγονός της θείας Λειτουργίας, κινούμαστε στον ίδιο κόσμο, συνεχίζουμε το ίδιο στερεότυπο πρόγραμμά μας… Και όμως! Υπό το φως της Λειτουργίας, θα έπρεπε να μπορούμε να βλέπουμε τα πράγματα με καινούργιο τρόπο, επειδή είδαμε τον κόσμο διαφορετικά» (η υπογράμμιση δική μας)[12]. Ο Πατριάρχης με την παραπάνω δήλωση διαγιγνώσκει ένα σοβαρότατο πρόβλημα, έναν κίνδυνο που ήδη από τη δεκαετία του ΄60 είχαν εντοπίσει και περιγράψει κορυφαίοι Ορθόδοξοι θεολόγοι. Πρόκειται για τον λεγόμενο «ορθόδοξο πειρασμό», καθώς και για τις παραφθορές και τις αλλοιώσεις που αυτός μπορεί να προκαλέσει, το να μείνει δηλαδή η λειτουργία της Εκκλησίας στη θ. Λειτουργία, το να περιοριστεί η Λειτουργία μόνο στην τέλεσή της στην Εκκλησία και να κατανοηθεί η Εκκλησία ως μία αποκλειστικά λειτουργική κοινότητα και ως «Εκκλησία καταφύγιο», αγνοώντας τον κόσμο ως κλήση και αποστολή[13].

Ο Βαρθολομαίος έζησε από κοντά την προσπάθεια από μέρους των Ορθοδόξων να βρεθούν δρόμοι πληρέστερης συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών Επιτροπών του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), για να αντιμετωπιστεί η πόλωση που δημιουργήθηκε κατά τα τέλη της δεκαετίας του `70 εξαιτίας του έντονου διαχωρισμού στην Οικουμενική Κίνηση μεταξύ εκκλησιολογίας και ηθικής, πίστης και πράξης, οριζόντιας και κάθετης διάστασης. Η πόλωση αυτή είχε οδηγήσει το ΠΣΕ σε μια κρίση που αντικαθρέφτιζε λίγο-πολύ την κρίση μέσα στους κόλπους των ίδιων των Εκκλησιών-μελών του.

Διακεκριμένοι ορθόδοξοι θεολόγοι θέλοντας τότε να μεταβούν πέρα από μία «άσαρκη πνευματικότητα» και μία «χωρίς ρίζες δράση», προσπάθησαν να συνδέσουν πράξη και θεωρία, δράση και θεολογική σκέψη, κοινωνική στράτευση και λειτουργική ζωή. Η προσπάθεια αυτή εκφράζεται με τον πετυχημένο όρο «λειτουργία μετά τη Λειτουργία», που είναι ικανός ως μία συνεκτική και διαλεκτική φόρμα να ενώσει εκκλησιολογία και ηθική, πίστη και πράξη, πνευματικότητα και συγκεκριμένη κοινωνική στράτευση. Ο όρος εκφράζει τη δεσμευτική υποχρέωση για μία ανάλογη με την Ευχαριστία συμπεριφορά και πράξη στον κόσμο, που θα μαρτυρά την αυθεντικότητα της λειτουργίας[14]. Όπως τόνισαν με μια φωνή ορθόδοξοι θεολόγοι στο Πόρισμα του πολύ σημαντικού Ορθοδόξου Συμποσίου στο Νέο Βάλαμο της Φινλανδίας (1977) με θέμα «Η οικουμενική φύση της Ορθοδόξου μαρτυρίας», η δυναμική της λειτουργικής πραγματικότητας, ή αλλιώς, η ευχαριστιακή δυναμική «οδηγεί εις μίαν “λειτουργίαν μετά την Λειτουργίαν”, δηλαδή εις μίαν λειτουργικήν χρήσιν του υλικού κόσμου, εις έναν μετασχηματισμόν της ανθρωπίνης κοινωνικότητος εις κοινωνίαν, του καταναλωτισμού εις μίαν ασκητικήν στάσιν απέναντι της δημιουργίας και εις μίαν αποκατάστασιν της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας» (η υπογράμμιση δική μας)[15].

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος το 2008, στην βαρυσήμαντη Ομιλία του επ’ ευκαιρία της εξηκοστής επετείου από της ιδρύσεως του ΠΣΕ, κάνει εκτενή αναφορά στις δύο ανταγωνιστικές τάσεις που εμφανίστηκαν στην πορεία του Συμβουλίου αλλά και στις ίδιες τις Εκκλησίες-μέλη του. O Πατριάρχης στην ομιλία του αναφέρεται στις «ορθόδοξες φωνές»[16] που συνέβαλαν στην υπέρβαση της πόλωσης μεταξύ των δύο διαστάσεων. Συντάσσεται, μάλιστα, με την επισήμανση των «φωνών» αυτών «ότι εις οικουμενισμός, ο οποίος θα επέλεγεν αποκλειστικώς την μίαν των δύο τούτων τάσεων, θα προέδιδε τας θεμελιώδεις αρχάς του οικουμενικού έργου καί ουδεμίαν θα είχεν ουσιαστικήν προσφοράν εις τας Εκκλησίας εν τῃ πορείᾳ αυτών προς την ενότητα. Η ενότης αύτη δεν αποτελεί σκοπόν καθ’ εαυτήν, αλλά τίθεται εις την διακονίαν της τε Εκκλησίας και του κόσμου, άνευ διαχωρισμού μεταξύ ιερού και κοσμικού, αιωνίου και παροδικού. Συμφώνως προς τας φωνάς ταύτας, ο αληθής οικουμενισμός είναι εκείνος, ο οποίος, εστρατευμένος υπέρ της χριστιανικής ενότητος, δεν παύει ταυτοχρόνως να μεριμνᾴ δια τα σημερινά δεινά της ανθρωπότητος». Στο τέλος υπογραμμίζει πόσο αναγκαία είναι η διατήρηση της αδιάσπαστης ενότητας μεταξύ των τριών βασικών θεμελίων του οικουμενικού οικοδομήματος, της «Ενότητας», της «Μαρτυρίας» και της «Διακονίας»[17].

Δεν είναι επίσης καθόλου τυχαίο που ο Πατριάρχης στη Σύναξη των Προκαθημένων το 2014 στην εναρκτήρια εισήγησή του υπογράμμισε τη σημασία της πραγματοποίησης άμεσα της Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι διακυβεύεται η αξιοπιστία της Ορθοδοξίας, εάν συνεχίσει ενώπιον των σοβαρών προκλήσεων της εποχής μας (καταστροφή του περιβάλλοντος, πλεονεξία, οικονομικές κρίσεις, άνιση κατανομή του πλούτου, διάφορες μορφές εκμετάλλευσης,  αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας) να μην αρθρώνει ενιαίο λόγο προς το σύγχρονο άνθρωπο και να εξαντλεί -όπως επισημαίνει- την ποιμαντική μέριμνά της περί τα «πνευματικά», λησμονώντας ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη τροφής και στοιχειωδών υλικών μέσων, για να ζήσει με αξιοπρέπεια ως πρόσωπο – εικόνα Θεού[18].

Η παραπάνω περιγραφείσα ακέραιη, περιεκτική αντίληψη της οικουμένης, η οποία περικλείει τόσο την προσπάθεια για τη χριστιανική ενότητα όσο και την κοινή μαρτυρία υπέρ της δικαιοσύνης, της ειρήνης, της διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ακεραιότητας ολόκληρης της δημιουργίας και θεωρεί ότι εκκλησία και κόσμος, πνευματική και κοινωνική διά­σταση, ιστορία και εσχατολογία, λειτουργία και δια­κονία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, έχει ευχαριστιακή και εσχατολογική βάση. Η βάση αυτή αντανακλάται επίσημα και ομόφωνα από το σύνολο της Ορθοδοξίας στην Γ´ Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη στο Σαμπεζύ (1986), την οποία οργάνωσε και στην οποία προήδρευσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σε ένα σημείο του κειμένου «Η συμ­βο­λή της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας στην ε­πι­κρά­τη­ση της ει­ρή­νης, της δι­και­ο­σύ­νης, της ε­λευ­θε­ρί­ας, της α­δελ­φο­σύ­νης και της α­γά­πης με­τα­ξύ των λα­ών, και στην άρ­ση των φυ­λε­τι­κών και λοι­πών δι­α­κρί­σε­ων», που είχε εντυπωσιακή απήχηση σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, δηλώνεται: «Εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, επειδή κατανοούμε το νόημα της σωτηρίας, αισθανόμαστε το χρέος να αγωνιζόμαστε για την ανακούφιση της ασθένειας, της δυστυχίας και της αγωνίας. Επειδή ζούμε την εμπειρία της ειρήνης, δεν μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι για την απουσία της από τη σύγχρονη κοινωνία. Επειδή ευεργετηθήκαμε από τη θεία δικαιοσύνη, αγωνιζόμαστε για μια πληρέστερη δικαιοσύνη στον κόσμο και για την εξουδετέρωση κάθε καταπίεσης. Επειδή ζούμε κάθε μέρα τη θεϊκή συγκατάβαση, μαχόμαστε εναντίον κάθε φανατισμού και μισαλλοδοξίας μεταξύ ανθρώπων και λαών… Επειδή, τρεφόμενοι με το σώμα και το αίμα του Κυρίου στη Θεία Ευχαριστία, ζούμε την ανάγκη του μερισμού των δώρων του Θεού με τους αδελφούς μας, κατανοούμε πληρέστερα την πείνα και τη στέρηση και αγωνιζόμαστε για την υπερνίκησή τους. Επειδή προσδοκούμε καινή γη και καινούς ουρανούς, όπου θα επικρατεί η απόλυτη δικαιοσύνη, αγωνιζόμαστε εδώ και τώρα για την αναγέννηση και την ανακαίνιση του ανθρώπου και της κοινωνίας»[19].

Αυτή την οικουμενικότητα της πίστης της Ορθοδοξίας, που διακηρύττει την  ευθύνη και την αποστολή της στον κόσμο, αξιοποιεί στο έπακρο η δυναμική, ανοικτή σε μια πανανθρώπινη προοπτική και με προφητική πνοή, διάσταση του οικουμενικού λόγου του Πατριάρχη Βαρθολομαίου που εκφράζεται με τα παρακάτω λόγια: «Η Ορ­θό­δο­ξος Εκ­κλη­­σία έ­χει βι­ώ­σει και καλ­λι­ερ­γή­σει την ι­δέ­α της πνευ­­μα­τι­κής οι­κου­με­νι­κό­τη­τος, ό­περ εί­ναι μί­α μορ­­φή πα­γκο­σμι­ό­τη­τος, δι­ό­τι δι­α­κη­ρύσ­σει ό­τι πρέ­πει να συν­δέ­ονται δι­α δε­σμών α­γά­πης, α­δελ­φό­τη­τος και συ­νερ­γα­σί­ας ό­λοι οι άν­θρω­ποι πά­σης φυ­λής και γλώσ­σης και πα­ντός πο­λι­τι­σμού. Εί­ναι α­ληθές ό­τι προ­σκα­λεί ό­λους εις μίαν πί­στιν, αλ­λά δεν ε­ξαρ­τά την α­δελ­φοσύ­νην και την α­γά­πην, αλ­λά και το εν­δι­α­φέ­ρον αυ­τής, εκ της προ­σχω­ρή­σε­ως εις αυ­τήν. Δι­ό­τι α­γα­πά τους πά­ντας, και βι­ώ­νει εις το έ­πα­κρον την ε­νό­τη­τα του αν­θρω­πί­νου γέ­νους» (η υπογράμμιση δική μας)[20].

Tsompanidis

Πηγή: Θεολογικά δρώμενα

Πρόκειται για μια καινούργια στάση παρουσίας της Ορθοδοξίας μέσα στο σύγχρονο κόσμο, η οποία είχε εγκαινιαστεί από τον μακαριστό Πατριάρχη Αθηναγόρα[21] και καθιστά σήμερα τον Βαρθολομαίο Α΄ «βηματοδότη» του οικουμενικού παλμού, όχι μόνο στην Εκκλησία του αλλά γενικότερα στο χριστιανικό κόσμο, και πέρα από αυτόν στη διεθνή κοινή γνώμη. Αυτή η στάση προκάλεσε την έντονη αντίδραση του φανατισμού της αυτάρεσκης όσο και στενόκαρδης απομόνωσης και του εκκλησιαστικού επαρχιωτισμού. Μια αντίδραση που διαβάλλει οποιαδήποτε προσπάθεια επαφής και διαλόγου ως «παναίρεση» και παίρνει ώρες-ώρες τις διαστάσεις παράκρουσης του μίσους, που ξεχειλίζει. Αυτές οι αντιδράσεις, όπως εξηγούσε σε ανάλογη περίπτωση ο κορυφαίος διανοητής και λογοτέχνης Γιώργος Θεοτοκάς,  «με πνεύμα πεισματωμένης μισαλλοδοξίας και αδιάλλακτης μνησικακίας, αντηχούν σαν απηχήσεις από τα πάθη άλλων καιρών, ξένες προς τη σημερινή ζωή μας και προς αυτό που ποθούμε να είναι το αύριο»[22].

Η φονταμενταλιστική εκδοχή της Ορθοδοξίας παραμένει ανυποψίαστη για το ότι ο διάλογος και το άνοιγμα στον κόσμο είναι σύμφυτα με τη φύση και την αποστολή  της Εκκλησίας, γιατί,  όπως έλεγε και ο Π. Νέλλας, η Εκκλησία είναι η ένωση του Θεού με τον κόσμο. Εισερχόμενος ο κόσμος στην Εκκλησία, βλέπει τα όριά του να γίνονται διαφανή και να διανοίγονται μέχρι το άπειρο, αφού σκοπός της Εκκλησίας είναι η πρόσληψη και μεταμόρφωση του κόσμου, ώστε ο κόσμος να γίνει Εκκλησία[23]. Ή όπως υπογράμμιζε ο Ν. Νησιώτης: Η οντολογική υπόσταση της Εκκλησίας «γίνεται αντιληπτή ως συνεχής κίνηση προς όλο τον κόσμο ως “σημείο” ή, καλύτερα, “όργανο” ανακεφαλαίωσης της θεανθρώπινης κίνησης και σχέσης»[24]. Επομένως, συμπέραινε, η ζωή της δεν είναι ποτέ στατική, αποθηκευμένη εντός των κόλπων ενός εκλεκτού λαού, εντός περιορισμένων ορίων. Η Εκκλησία στην καθαυτό ύπαρξή της δεν έχει όρια. «Είναι η κοιτίς όπου περιέχεται ό λ ο ς  ο κόσμος» (η υπογράμμιση του κειμένου)[25].

Ο δογματισμός παραβλέπει αυτό που με μοναδικό τρόπο υπογραμμίζει ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, ότι δηλαδή «τις σχέσεις και τον διάλογο με κάθε άνθρωπο τις προσδιορίζει το χρέος μιας καθολικής αγάπης, που αποτελεί τον πυρήνα του Χριστιανισμού. Ο άνθρωπος που έχει ένα άλλο πιστεύω δεν χάνει ποτέ τη βασική του ιδιότητα, την πνευματική του ιθαγένεια. Δεν παύει -ακόμη και όταν ο ίδιος το αγνοεί- να είναι τέκνο Θεού, εικών του Θεού, και επομένως αδελφός μας»[26]. Ο ομολογιακός εγωκεντρισμός αρνείται να αποδεχθεί ότι η ελευθερία της αγάπης δεν δεσμεύεται από τις πεποιθήσεις των άλλων[27]· ότι η χριστιανική αγάπη -σύμφωνα μάλιστα και με τα λόγια του Μάξιμου του Ομολογητή: «μακάριος άνθρωπος ος πάντα άνθρωπον εξ  ίσου  αγαπήσαι δύναται»- έχει απροσμέτρητες, πανανθρώπινες, οικουμενικές διαστάσεις και κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να την αναστείλει, είτε φυλετικό είτε εθνικό είτε θρησκευτικό[28].

Η παραπάνω προσέγγιση της ανιδιοτελούς αγάπης από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο βρί­σκει την ύ­ψι­στη έκ­φρα­σή της μέ­σω της Eυ­χα­ρι­στί­ας στη συμ­με­το­χή στην α­γα­πη­τι­κή κοι­νω­νί­α του Tρι­α­δι­κού Θε­ού, η ο­ποί­α ση­μαί­νει πλή­ρη ζω­ή γι­α ό­λους. «Το κοινωνικό μας πρόγραμμα είναι το Τριαδικό δόγμα», επισημαίνει ο Πατριάρχης. Είναι, εξηγεί συνεχίζοντας, «ένας Θεός εν κοινωνία, ένας κοινωνικός Θεός. Σε κάθε μορφής κοινότητες, στους χώρους εργασίας, στο σχολείο, στην πόλη, ακόμη και στο έθνος, κλήση όλων μας είναι να γίνουμε, με τον τρόπο του ο καθένας, ζώσα εικόνα της Τριάδος»[29]. Κατά τον Βαρθολομαίο, η Τριάδα είναι «σύμβολο συνάντησης και κοινωνίας». Στη ορθόδοξη εικόνα της Φιλοξενίας του Αβραάμ, οι τρεις φιλοξενούμενοι κάθονται στις τρεις πλευρές του τραπεζιού και είναι στραμμένοι ο ένας προς τον άλλον, καθώς διαλέγονται, αφήνοντας την τέταρτη πλευρά ελεύθερη. Η εικόνα χρησιμεύει ως ανοικτή πρόσκληση προς τον καθένα μας, λέει ο Πατριάρχης. Θα καθίσουμε στο τραπέζι με αυτούς τους ξένους; Θα παραιτηθούμε των προκαταλήψεων και της αλαζονείας μας, ώστε να πάρουμε τη θέση μας στο τραπέζι, χάριν της επιβιώσεως του κόσμου μας και ενός ειρηνικού μέλλοντος…; Η εικόνα είναι ένα ισχυρό σύμβολο της παρουσίας του Θεού ανάμεσά μας, κάθε φορά που καλωσορίζουμε τους άλλους χωρίς αναστολές και χωρίς καχυποψία. Είναι εικόνα συνάντησης και κοινωνίας»[30].

Εμπνεόμενος από τη θεολογία της κοινωνίας και της συνάντησης και φυλάσσοντας  πάντα στο νου και την καρδιά του αυτό που τον συμβούλευσε κατά τη χειροτονία του εις πρεσβύτερον ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων: «Κενώθητι. Ταπεινώθητι. Και κυρίως δος θέσιν τη θεία Χάριτι»[31], ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν έπαψε όλα τα χρόνια της αρχιερατείας του στο Φανάρι με όλη του τη δύναμη να δίνει προτεραιότητα στο διάλογο, ο οποίος εκφράζει την «μέριμναν πασών των Εκκλησιών» (Β΄ Κορ 11,28) και μέσω αυτής το ενδιαφέρον της Εκκλησίας υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου. Όπως ο ίδιος δηλώνει, καταφέρνοντας να εξηγήσει σε πέντε μόλις γραμμές το λόγο του διαλόγου: «Η Ορθοδοξία δεν φοβείται τον διάλογον, αλλά τον επιζητεί και τον καλλιεργεί. Διαλεγόμεθα με σύνεσιν και αποφασιστικότητα δια το καλόν του ανθρώπου και την διάσωσιν του κόσμου του, δια την ειρήνην των θρησκειών και των πολιτισμών, διερευνώμεν τας δυνατότητας συνεργασίας δια το κοινόν ημών παρόν και το μέλλον, δια την οικοδόμησιν της κοινωνίας της αλληλεγγύης»[32].

Ο καθηγητής Κ. Δεληκωσταντής σε μια μελέτη του για τον Πατριάρχη επισημαίνει ότι ο Βαρθολομαίος με βάση τη δική του ορθόδοξη εμπειρία ζωής, την ανοιχτοσύνη του και την κατάφαση των ανθρωπιστικών κατακτήσεων θεωρεί το διάλογο «κίνηση αλληλεγγύης και όχημα ανάπτυξης της αλληλεγγύης»[33]. Αποσαφηνίζει, μάλιστα, ότι η έννοια της αλληλεγγύης σύμφωνα με τον Πατριάρχη δεν περιλαμβάνει «μόνον το έλεος προς τον πάσχοντα αδελφό αλλά και τον πολυδιάστατο αγώνα κατά της αδικίας και υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης»[34]· εμπερικλείει δηλαδή «και τον αγώνα για μια δίκαιη κοινωνία, το σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου, τη στράτευση κατά της ανοικτής και της δομικής βίας, κατά του εθνικισμού, του ρατσισμού και κάθε μορφής φονταμενταλισμού. Πρόκειται για ένα όραμα ενός κόσμου ειρηνικού και ακέραιου, παρακαταθήκης ζωής στις επερχόμενες γενεές»[35].

Παρ’ όλο που λόγος και διάλογος υπήρξαν ανέκαθεν για το Οικουμενικό Πατριαρχείο προτεραιότητες, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει κανείς με τον π. Ιωάννη Χρυσαυγή ότι «κανένας, ίσως, άλλος εκκλησιαστικός ηγέτης στην ιστορία δεν έχει δώσει τόση βαρύτητα στον οικουμενικό διάλογο και την επικοινωνία ως πρωταρχικό μέλημα της θητείας του»[36]. Ο Βαρθολομαίος θεωρεί την προσπάθεια διαλόγου και συνάντησης ως κάτι ιερό, προσπάθεια ισάξια με πράξη μυστηριακή[37]. Προϋπόθεσή της είναι η ταπείνωση και η μετάνοια[38]. «Το πνεύμα του ανοικτού διαλόγου και του αμοιβαίου σεβασμού», εξηγεί, «είναι η βάση, προκειμένου να αποκτήσουμε την ικανότητα να ζούμε εν κοινωνία. Είναι το μυστήριο της συνάντησης και η τέχνη της συνύπαρξης. Το αντίθετο του σεβασμού και της ανεκτικότητας είναι η λογική του φόβου και της αυτοδικαίωσης, η οποία καταλήγει στον φονταμενταλισμό και τον ρατσισμό»[39].

Κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, το θεόσδοτο δώρο του λόγου όταν ανταλλάσσεται με τους συνομιλητές μας μετατρέπεται σε διάλογο[40]. Δεν αντιλαμβάνεται το διάλογο απλώς ως μέσο προς επίτευξη συγκεκριμένου άμεσου ή απώτατου σκοπού, αλλά μάλλον ως αίτημα υπαρκτικό. Λέει: «Ο Διάλογος … δεν είναι αναγκαίος πρωτίστως λόγω των δυναμένων να προκύψουν εξ αυτού ωφελειών, αλλά λόγω του ότι είναι συμφυής με την φύσιν του ανθρωπίνου προσώπου. Τόσον δε τούτον είναι αληθές, ώστε ο αρνούμενος τον διάλογον να αρνήται εμμέσως αυτή ταύτην την ανθρωπίνην ιδιότητα»[41]. Ο άνθρωπος είναι πρόσωπο όταν στρέφεται προς τον άλλον. Το πρόσωπο είναι αγάπη και ελευθερία, ελευθερία διαπροσωπική, περιλαμβάνει «μια κίνηση προς τον “άλλον”». «Για να είμαι ο εαυτός μου, σε χρειάζομαι». Για να είμαι πρόσωπο πρέπει να κάνω χώρο στους άλλους[42].

Εδώ βλέπουμε να αναπτύσσεται μια ανοικτή ή καλύτερα «φιλό-ξενη» θεολογία, η ο­ποί­α θέ­τει την αυ­το­συνειδησία της Εκκλησίας αλλά και κάθε πιστού σε μι­α ευ­ρύ­τε­ρη προ­ο­πτι­κή και σε σχέ­ση, ό­χι σε α­ντί­θε­ση και α­ντι­πα­ρά­θε­ση προς τους άλ­λους, και η οποία μάλιστα λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τις συγκεκριμένες συνθήκες διαβίωσης, τις ελπίδες, τις ανησυχίες και αγωνίες των ανθρώπων. Ιδιαίτερα στο χώρο της Οικουμενικής Κίνησης αυτή η θεολογία έχει καλλιεργήσει μια «δεκτική οικουμενικότητα» (receptive ecumenism), όπως ονομάστηκε, το μήνυμα της οποίας είναι: «Ως χριστιανικές κοινότητες χρειαζόμαστε η μία την άλλη, για να είμαστε ο εαυτός μας»[43].

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι φαίνεται ξεκάθαρα η επιρροή του  «θεολόγου του διαλόγου» Νίκου Νησιώτη, από τον οποίο ο Βαρθολομαίος, όταν σπούδαζε στο Οικουμενικό ινστιτούτο του Bossey, γνώρισε τα σύγχρονα ρεύματα του υπαρξισμού και της προσωποκεντρικής οντολογίας, και κατανόησε τη θεολογία υπό το φως του μυστηρίου του Αγίου Πνεύματος[44]. Επίσης διακρίνει κανείς και την επιρροή του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, ο οποίος κατανοεί με βάση την πατερική θεολογία την ύπαρξη του Τριαδικού Θεού ως «Είναι εν κοινωνία», ως «Είναι εν διαλόγω»[45].

Αξιοσημείωτη είναι η συμφωνία με βασικές θέσεις του Ν. Νησιώτη, έστω και αν δεν παραπέμπεται ρητά από τον Πατριάρχη. Μια από τις πιο βασικές θέσεις του Νησιώτη, η οποία υπογραμμίζεται και από τον Πατριάρχη, βρίσκεται στο φιλοσοφικό κείμενό του «Φιλοσοφία της Θρησκείας και Φιλοσοφική Θεολογία»[46]: «πρόσωπον υποδηλοί όχι άτομον, ως συνήθως και παρ’ ημίν η λέξις σημαίνει σήμερον, αλλά κίνησιν αυτού προς έτερον επίσης πρόσωπον. Ουδείς υφίσταται ως υπόστασις εάν δεν διέλθη εκ της εμπειρίας του άλλου προσώπου. Η προσωπικότης είναι συνυφασμένη εκ της υπάρξεως του άλλου…» (η υπογράμμιση δική μας)[47].

Ο Νησιώτης ως άνθρωπος του διαλόγου, όχι βεβαίως με την έννοια των «διαπραγματεύσεων» και των «παζαριών», είχε την τόλμη να επισημάνει (αλλά και να εργαστεί σε όλη του τη ζωή για αυτό), ότι το γεγονός της συνάντησης με τους άλλους στον οικουμενικό χώρο δημιουργεί «δυναμική εκκλησιολογία». Υποστήριζε ότι όταν δίνουμε στην Εκκλησία κλειστούς ορισμούς και όταν σε αυτούς τους προσδιορισμούς προστίθεται και η επίδραση του πολιτιστικού υποβάθρου – εβραϊκού, ελληνικού, ρωμαϊκού – τότε η εκκλησιολογία καταδικάζεται σε μεροληπτική μελέτη και σε αντι-οικουμενικό επαρχιωτισμό και ο εκκλησιολογικός διάλογος μετατρέπεται σε μονόλογο. Απεναντίας, με τη συμμετοχή στον οικουμενικό διάλογο, την κοινή εργασία σε προβλήματα που αφορούν τη σχέση Εκκλησίας και Κόσμου ή την ανανέωση της ζωής των χριστιανών στην Εκκλησία, καθώς και την προσευχή δημιουργούμε, υπογράμμιζε ο Νησιώτης, «δυναμική εκκλησιολογία». Έτσι, επιχειρείται μια άλλη εκκλησιολογική προσέγγιση, εξηγούσε ο ίδιος, η οποία όχι μόνο δεν αρνείται τη δική «μας» εκκλησιολογία, αλλά την αποσαφηνίζει και την εμπλουτίζει και, μάλιστα, μας αποκαλύπτει την καθολική, παγκόσμια, οικουμενική κλήση για κοινή ζωή και δράση προς χάρη του σύμπαντος κόσμου[48]. Αρκεί μόνο να διαβάσει κανείς το βιβλίο του Βαρθολομαίου Συνάντηση με το Μυστήριο, ιδιαίτερα το κεφάλαιο VIII μαζί με το επίμετρο του Επισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Ware για να καταλάβει πόσο οι σκέψεις του Νησιώτη εκφράζουν τον Βαρθολομαίο.

Ο Πατριάρχης όντας ο προκαθήμενος μιας Εκκλησίας με οικουμενικές καταβολές εκπροσωπεί μια «δυναμική εκκλησιολογία» με την παραπάνω έννοια, όπως την περιγράφει ο Νησιώτης. Ζωοποίησε την πίστη στην Ορθοδοξία, ποτέ δεν δέχθηκε εγκλεισμό για αυτοπροστασία πίσω από κάποια τείχη, δεν θεώρησε οριστικό κανένα σχίσμα, δεν υποτίμησε τις διαφορές στην πίστη με τους άλλους χριστιανούς[49]. Και το πιο σημαντικό: επειδή έχει βεβαιότητα στην ακρίβεια της πίστης του, ερμηνεύει την αξίωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας να είναι η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία όχι αποκλειστικά, αλλά περιεκτικά, δηλαδή ως αναγκαία προϋπόθεση κάθε γνήσιας οικουμενικής κίνησης, σκανδαλίζοντας μερικά «υπερορθόδοξα» πνεύματα που θέλουν να συντηρήσουν την Ορθοδοξία σαν να είναι «μουσειακός θησαυρός» και να τη μετατρέψουν από «καθολική» και «κατά την οικουμένην» Εκκλησία σε μία εσωστρεφή και αυτάρεσκη ομάδα, σε ένα «γκέτο» στο περιθώριο της ιστορίας[50].

Η ανοικτή, περιεκτική και δεκτική στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου γίνεται ζωντανή και αποτελεσματική μαρτυρία, η οποία εκφράζει τη θυσιαστική αγάπη της Ορθοδοξίας για την ενότητα της Εκκλησίας, που δεν θεωρείται ως μία από τις ιδιότητες της Εκκλησίας, αλλά κυρίως ως η πιο πρωταρχική φύση της και η πιο βαθιά ουσία της. Στην περίπτωση αυτή ο Χριστιανισμός καθίσταται όχι θρησκεία του ατόμου, αλλά θρησκεία του προσώπου, πράγμα που σημαίνει θρησκεία της ενότητας -για να χρησιμοποιήσουμε όρους του μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, ο οποίος σημειωτέον στη διδακτορική του διατριβή παραπέμπει στον Νησιώτη προκειμένου να εξηγήσει τη χρήση του όρου «πρόσωπο»[51]. Στην προοπτική του προσώπου ή της ενότητας κύριο γνώρισμα της αυτοσυνειδησίας είναι η αναφορικότητα, η κίνηση προς τον έτερον· Οικουμενική Κίνηση σημαίνει αναζήτηση του άλλου, κίνηση προς τον άλλον. Η ταυτότητα δηλαδή κατανοείται ως ανοικτή δυνατότητα, επιτρέπει ανοικτά συστήματα και ελευθερία κινήσεως στην πνευματική ζωή. Σε αντίθεση με την αυτιστική στάση, εδώ χρέος της Εκκλησίας θεωρείται το άνοιγμα προς τον κόσμο και η αέναη ενσάρκωση του λόγου της στη γλώσσα του, ως αναπόδραστοι όροι για τη δική της εσωτερική υγεία[52].

Πρέπει ακόμη να προστεθεί στα μέχρι τώρα λεχθέντα ότι μια από τις πιο ριζοσπαστικές και απελευθερωτικές διαστάσεις του οικουμενικού λόγου της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται στη διαλεκτική, διαλλακτική και διακονική του διάσταση· στο γεγονός δηλαδή ότι «ου ζητεί τα εαυτής», ότι δεν διεκδικεί απολυτότητα σύλληψης και λύσης των προβλημάτων της Χριστιανοσύνης και της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά προσφέρεται ως συμβολή και υπηρεσία τόσο στην επανασύσταση της ενότητας των χριστιανών όσο και στην πανανθρώπινη κοινή αναζήτηση ενός κόσμου περισσότερο δίκαιου και ειρηνικού[53].

Ο ταπεινός λόγος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου εξηγεί ότι «η ευθύνη μας, στην πραγματικότητα η κλήση μας, δεν είναι να μεταμορφώσουμε ολόκληρο τον κόσμο αλλά θα κριθούμε για το αν επιφέραμε την ίαση και τη μεταμορφωτική αλλαγή στον μικρό περίγυρο όπου ζήσαμε, στις λίγες συναντήσεις που είχαμε, στο περιορισμένο πλαίσιο μέσα στο οποίο είχαμε την ευκαιρία να δράσουμε»[54]. Βέβαια, οι δικές του πρωτοβουλίες πραγματοποιούνται όχι σε μικρό περίγυρο αλλά στο προσκήνιο του κόσμου και στις αμέτρητες συναντήσεις που έχει, όχι σε περιορισμένο αλλά σε οικουμενικό πλαίσιο.

Οι ακούραστες προσπάθειές του και οι δεήσεις του «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως…» -με άμεσες αντανακλάσεις όχι μόνο στον εκκλησιαστικό, θρησκευτικό χώρο αλλά και στα παγκόσμια πολιτικά πράγματα- του έχουν χαρίσει μια ξεχωριστή θέση μεταξύ των ηγετών όλου του κόσμου και κυρίως των αποστόλων της αγάπης, της ειρήνης, της συμφιλίωσης, της αλληλεγγύης και της οικολογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο λόγος του, και επομένως ο λόγος του Πατριαρχείου, στην Οικουμένη (στα διορθόδοξα, διαχριστιανικά και διαθρησκειακά τεκταινόμενα), όπως αναγνώρισε και επισήμανε ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΠΣΕ Konrad Raiser, είναι αξιοπρόσεκτος και αξιοσέβαστος, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα και ο ρόλος του γίνεται καθοριστικός, ηγετικός και πρωτοποριακός[55].

Αμέσως παρακάτω αναφέρω παραδείγματα που δείχνουν ότι ο λόγος του Πατριάρχη έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και ο ρόλος του είναι καθοριστικός. Περιορίζομαι στα διαχριστιανικά τεκταινόμενα[56].

  1. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα έχει περιγράψει ο επί πολλά έτη Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του ΠΣΕ και από το 2008 μόνιμος αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο ΠΣΕ Γεώργιος Λαιμόπουλος. Ο Λαιμόπουλος αναφερόμενος σε ένα τιμητικό τόμο για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολο­μαίο στο γεγονός ότι στις εορταστικές εκδηλώσεις με αφορμή την 60ή επέ­τειο από τη σύστασή του το ΠΣΕ τον προσκάλεσε ως κύριο ομιλητή στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Πέτρου στη Γενεύη τον Φεβρουάριο του 2008, θέτει το ερώτημα: «Γιατί άραγε, μεταξύ των προκαθημένων ή αρχηγών των 350 Εκκλησιών-μελών, επελέγη ο Οικουμενικός Πατριάρχης;».

Μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα δίνει ο ίδιος ο Πατριάρχης στην ομιλία του, λέει ο Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του ΠΣΕ:

«Πρό 41 ἐτῶν, ἀπό τοῦ βήματος τοῦ ἰδίου τούτου καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Μεταρρυθμίσεως, ὁμιλῶν ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς ἐπισκέψεως εἴς τε τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν καί τήν Προτεσταντικήν Ἐκκλησίαν τῆς Γενεύης τοῦ ἀειμνήστου προκατόχου ἡμῶν Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ὁ πάστωρ W.A. Visser’t Hooft ἔλεγε μετ’ ἐμφάσεως: “Η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, μεταξύ των πρώτων εις την σύγχρονον ιστορίαν, υπενεθύμισεν εις τον χριστιανικόν κόσμον ότι θα απετέλει ανυπακοήν εις το θέλημα του Κυρίου και Λυτρωτού αυτής η εκ μέρους της απουσία εκφράσεως εις τον κόσμον της ενότητος του λαού του Θεού και του Σώματος του Χριστού”, συμπληρώνων ότι δια της Πατριαρχικής ταύτης Εκυκλίου, “η Κωνσταντινούπολις εσήμανε προσκλητήριον”».

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν περιορίστηκε στο ρόλο του οραματιστή, όταν η σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση και το ΠΣΕ ήταν στο πρώτο ξεκίνημά τους. Με τη γνωστή συνέπεια και συνέχεια στις επιλογές του, σχολιάζει ο Γ. Λαιμόπουλος, πρωτοστάτησε στην Οικουμενική Κίνηση, πήρε πρωτοβουλίες, έδωσε βαρύτητα τόσο στη θεολογική προσφορά όσο και στην εποικοδομητική κριτική, συνέβαλε γενναιόδωρα και βοήθησε αδελφές Ορθόδοξες Εκκλησίες να χαράξουν την οικουμενική τους πορεία.

Γι’ αυτό και προσκλήθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, καταλήγει ο ίδιος. Ήταν προφανώς από τους λίγους εκκλησιαστικούς ηγέτες που μπορούσαν να κάνουν υπεύθυνα απολογισμό της εξηκονταετίας και να μιλήσουν πειστικά για ένα όραμα του μέλλοντος[57].

  1. Όλος ο εκκλησιολογικός προβληματισμός του ΠΣΕ για την έννοια του όρου «κοινωνία» στο «άρθρο-βάση» του και για μια κοινή κατανόηση του Συμβουλίου που αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του ’90 ενόψει των 50 χρόνων από την ίδρυσή του, συνεχίζεται μέχρι σήμερα υπό το πνεύμα της πρότασης που έκανε το Οικουμενικό Πατριαρχείο μέσω του Πατριάρχη Βαρθολομαίου[58] και έγινε ευρύτερα αποδεκτή από το ΠΣΕ. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέβη σε μία εποικοδομητική πρόταση και έτσι συνέβαλε στη λύση ενός πραγματικού «Γόρδιου δεσμού» που αφορούσε την ίδια την προοπτική του ΠΣΕ, γι’ αυτό και είναι η μόνη Εκκλησία-μέλος που ονομαστικά αναφέρεται στο κείμενο «Προς μία κοινή κατανόηση και ένα κοινό οραματισμό του ΠΣΕ» (Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches=CUV) (1998): «Η ύπαρξη του ΠΣΕ ως κοινωνίας εκκλησιών θέτει στις Εκκλησίες-μέλη αυτό που το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει χαρακτηρίσει ως “εκκλησιολογική πρόκληση”: να διευκρινίσουν, δηλαδή, την έννοια και την έκταση της κοινωνίας που βιώνουν στο Συμβούλιο, καθώς επίσης και την εκκλησιολογική σημασία της κοινωνίας, που είναι ο στόχος του Συμβουλίου και όχι μία δεδομένη πραγματικότητα»[59].

Το πολύ σημαντικό κείμενο-δήλωση συγκλινουσών τάσεων που παρουσιάστηκε στην Ι´ Γενική Συνέλευσή του στο Μπουσάν της Νότιας Κορέας το 2013 «Η Εκκλησία: προς ένα κοινό όραμα»[60] και προέρχεται από τη μα­κρο­χρό­νια με­λέ­τη της Ε­πι­τρο­πής «Πί­στη και Τά­ξη» για τη «Φύ­ση και το σκο­πό της Εκ­κλη­σί­ας» (1998)[61] οφείλει πολλά στα αντικειμενικά και καίρια ερωτήματα, θεολογικά και εκκλησιολογικά, που έθεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά τη δεκαετία του ’90.

  1. Είναι γνωστό ότι κανένας άλλος εκκλησιαστικός ηγέτης στην ιστορία δεν έχει φέρει τα περιβαλλοντικά ζητήματα στο κέντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, έργο που τον έχει αναδείξει διεθνώς ως τον «πράσινο πατριάρχη»[62]. Ο Πατριάρχης αποτελεί μία από τις πιο δυναμικές παρουσίες, ιδίως με τη στάση του απέναντι στα οικολογικά προβλήματα, που δημιουργούνται κυρίως από την απεριόριστη ανάπτυξη και γενικότερα από τους στόχους και την κατεύθυνση της οικονομίας της αγοράς. Οι θέσεις του Βαρθολομαίου έναντι των περιβαλλοντικών προβλημάτων έχουν βρει απήχηση σε μείζονα Προγράμματα και πρωτοβουλίες στην Oικουμενική Kίνηση και ιδιαίτερα στην πορεία για μια «Εναλλακτική παγκοσμιοποίηση στην υπηρεσία των ανθρώπων και της γης» (=«AGAPE»)[63]. Μάλιστα έχει υιοθετηθεί ο όρος «περιβαλλοντική δικαιοσύνη», που είναι όρος-κλειδί στις πατριαρχικές τοποθετήσεις[64].
  2. Μεγάλη απήχηση ιδιαίτερα στην οικουμενική προσπάθεια για την οικοδόμηση ενός πολιτισμού «δίκαιης ειρήνης» βρήκε η Διαθρησκειακή Διάσκεψη των Βρυξελλών το 2001 με θέμα «Η ειρήνη του Θεού εν τω κόσμω», που συνήλθε με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η ηγεσία των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών μέσω της «Διακήρυξης των Βρυξελλών» έκανε ένα εξαιρετικά σημαντικό βήμα για την πληρέστερη συνειδητοποίηση της ευθύνης τους να προβάλουν στους πιστούς τους την επιτακτική ανάγκη ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, μέσα στα πλαίσια των θεμελιωδών αρχών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η «Διακήρυξη των Βρυξελλών» και μάλιστα οι τοποθετήσεις του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην εναρκτήρια ομιλία του στη Διάσκεψη[65] θεωρήθηκαν ως σημαντική συμβολή στην «Οικουμενική Δεκαετία για την υπέρβαση της βίας» (2001-2010) και εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τη Μικτή Ομάδας Εργασίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και του ΠΣΕ[66].

Καθώς βρισκόμαστε μπροστά σε δραστηριότητες και σε ένα υλικό που δεν μπορεί κανείς εύκολα να κατηγοριοποιήσει και να δαμάσει, αυτό που σαν κατακλείδα αξίζει να προστεθεί είναι η αναφορά στις πολύ μεγάλες ζυμώσεις που πραγματώνονται στους κόλπους των χριστιανικών Εκκλησιών – ζυμώσεις, που χθες θα τις χαρακτηρίζαμε απίστευτες. Κορυφαία γεγονότα της εκκλησιαστικής και όχι μόνο επικαιρότητας αποτελούν οι συναντήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου στα Ιεροσόλυμα και στην Κωνσταντινούπολη εντός του έτους 2014.

Οι συναντήσεις αυτές δίνουν την ευκαιρία να εκδηλωθούν από διάφορες πλευρές, απροσδόκητες πνευματικές και ιδεολογικές ροπές, που κανείς δεν είναι δυνατό να προβλέψει πώς θα αποκρυσταλλωθούν στα χρόνια που έρχονται. Είναι γνωστό ότι ιστορικές συναντήσεις Παπών και Πατριαρχών έγιναν και στο πρόσφατο παρελθόν.

Μέσω των μηνυμάτων τους, των δηλώσεών τους και των κοινών διακηρύξεών τους αντικατοπτρίζουν την εποχή κατά την οποία έλαβαν χώρα και σηματοδοτούν την προσπάθεια των Εκκλησιών να διακρίνουν τον «καιρό», με τη βιβλική έννοια του όρου, να διαγνώσουν δηλαδή στην κατάλληλη χρονική στιγμή (ευ-καιρία) τις προκλήσεις απέναντι στις οποίες αυτές βρίσκονται, έτσι ώστε να οδηγηθούν σε διάκριση, κοινή απόφαση και πράξη.

Δεν θα ήταν, όμως, άστοχο να υποστηρίξει κανείς ότι για πρώτη φορά ίσως προΐστανται των δύο Εκκλησιών, Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, δυο προσωπικότητες με τόσο βαθιά αίσθηση της ιστορίας, με τόσο οξυδερκή προσέγγιση της τρέχουσας γεωπολιτικής και πνευματικής πραγματικότητας, που στέκονται με τέτοια ευαισθησία και αρθρώνουν ευθαρσώς λόγο «κοφτερό» ενώπιον των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προκλήσεων των καιρών και των απειλών κατά του ανθρώπινου προσώπου και της ακεραιότητας του κόσμου του. Πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία υπογραμμίζεται με τόση έμφαση ότι η χριστιανική πίστη που παραδόθηκε από τους αποστόλους στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία οφείλει να λαμβάνει θέση στα δρώμενα της ιστορίας παίρνοντας το μέρος των θυμάτων, επικρίνοντας τους θύτες τους και καταδεικνύοντας τον  τυραννικό  και απάνθρωπο χαρακτήρα εξουσιών και οικονομικών συστημάτων.

Συγκεκριμένα δείγματα μιας τέτοιας στάσης είναι οι Κοινές Διακηρύξεις του  Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πάπα Φραγκίσκου[67]. Πέρα όμως από αυτές αξίζει να αναφερθεί το πολλαπλό «Όχι» του Πάπα Φραγκίσκου στην πρώτη του Αποστολική Παραίνεση «Evangelii Gaudium» («Η χαρά του Ευαγγελίου»)[68] σε διάφορες όψεις της καπιταλιστικής οικονομίας και του «πολιτισμού» της[69], αφού πρώτα δηλώσει ότι «αυτή η οικονομία φονεύει»[70]:

  • Όχι σε μια οικονομία του αποκλεισμού
  • Όχι στη νέα ειδωλολατρία του χρήματος
  • Όχι σε ένα χρήμα που κυβερνά αντί να υπηρετεί
  • Όχι στην ανισότητα, που γεννά βία

Οι δηλώσεις αυτές παρουσιάζουν εκπληκτική συμφωνία με τοποθετήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου ο οποίος συχνά-πυκνά εκφράζει τις ενστάσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας εναντίον ενός «πλανητικού καπιταλισμού», που «επιβάλλει τους ατέγκτους νόμους της αγοράς εις όλην την υφήλιον, δια μίαν “τρομοκρατίαν της αγοράς”», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει[71]. Έχει επισημάνει ό­τι η πα­γκο­σμι­ο­ποί­η­ση ε­ξε­λίσ­σε­ται σε μέ­σο ε­πε­κτά­σε­ως της οι­κο­νο­μι­κής ε­πι­κυ­ρι­αρ­χί­ας των χρη­μα­το­πι­στω­τι­κών κο­λοσ­σών ε­πί των φτω­χών χω­ρών και των αν­θρώ­πων. Α­πο­δει­κνύ­ε­ται ότι εί­ναι έ­να νέ­ο ό­ρα­μα γι­α ο­ρι­σμέ­νους και μι­α νέ­α α­πει­λή γι­α άλ­λους. Ό­ρα­μα που υ­πό­σχε­ται πολ­λά στους λί­γους και πο­λύ λί­γα στους πολ­λούς. Οδηγεί στη συρρίκνωση των κοινωνικών κατακτήσεων, δημιουργεί ανεργία και εξαθλίωση, προβάλλει το δίκαιο του οικονομικώς ισχυρότερου[72]. Δεν είναι δυνατόν να αγνοήσουμε, επισημαίνει, ότι κυριάρχησαν, με καταστροφικές για το περιβάλλον συνέπειες, η προτεραιότητα της κερδοφορίας έναντι της αειφορίας, η κτητική αξιολογία έναντι του μετοχικού πολιτισμού, το έχειν απέναντι του είναι, οι οικονομικοί δείκτες απέναντι στους περιβαλλοντικούς δείκτες, η καταναλωτική μανία απέναντι στη βιωσιμότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη[73]. Και αναλύει κριτικά : «Είναι γεγονός ότι αφ’ ης στιγμής εγκαταλειφθή ο σεβασμός προς τον άνθρωπο ως απαράβατος όρος του ήθους ημών και ειδωλοποιηθούν και λατρευθούν τα μεγέθη της οικονομίας, της εξουσίας, της δυνατότητος επηρεασμού των μαζών, άρχεται η άπληστος πλεονεξία, η οποία μοιραίως οδηγεί τους έχοντας εις το να αυξάνουν το έχειν αυτών, είτε αυτό είναι πλούτος, είτε αυτό είναι ισχύς πολιτική, στρατιωτική ή διαπλαστική ιδεών και εν γένει ισχύς επηρεασμού παντός του κόσμου»[74].

Υπό αυτές τις συνθήκες ο Πατριάρχης θα τονίσει τον προφητικό ρόλο που μπορούν να παίξουν οι Εκκλησίες και προσκαλεί και τους πιστούς άλλων θρησκειών να επιμείνουν μαζί με ανεξάρτητους φορείς και μη κυβερνητικές οργανώσεις στην προτεραιότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης και «να αντισταθούν στις τάσεις που ευνοούν τη συγκέντρωση της παγκόσμιας οικονομικής δύναμης στα χέρια ενός μικρού αριθμού οικονομικά ισχυρών φορέων ή πολιτικά ισχυρών δικτατόρων»[75].

Και με έναν εναγώνιο λόγο που πάει πέρα από την ελεημοσύνη, στην καταπολέμηση των αιτίων της, ρωτάει: «Θα μπορέσουμε να στρέψουμε την προσοχή μας όχι σε αυτό που θέλουμε αλλά σ’ αυτό που έχει ανάγκη ο κόσμος; Μπορεί να προσφέρουμε ψωμί σε κάποιον που πεινά –και η πράξη μας αυτή να μας χαρίζει ένα αυτο-δικαιωτικό αίσθημα– όμως πότε θα δουλέψουμε για έναν κόσμο χωρίς πείνα;» (η υπογράμμιση δική μας)[76].

Αυτό σημαίνει ζώσα Εκκλησία. Αυτό σημαίνει η Εκκλησία να είναι «εν τω κόσμω», εντός της εποχής της και ο λόγος της να μην είναι αφηρημένος και εξωπραγματικός και η πίστη της να μην είναι «ακοσμική»[77] και απολιτική, μακριά από την πυρίκαυστη ζώνη της τραγικής πραγματικότητας της εποχής μας και τις συνεχείς και εξελισσόμενες δραματικές φάσεις της ιστορίας. Αυτό σημαίνει συναίσθηση ευθύνης, ενημέρωση για τα προβλήματα και τις εκδηλώσεις της ιστορίας, προσωπικότητες κατεχόμενες από την αγωνία των νέων καιρών, ικανές να αναταράξουν τη συνείδηση της Εκκλησίας ώστε να συμμετέχει στις ωδίνες της ιστορίας και στις οδύνες των ανθρώπων. Από αυτό το πνεύμα χαρακτηρίζεται η θαυμάσια Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου προς τον Πάπα Φραγκίσκο κατά τη Θεία Λειτουργία στο Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι (30 Νοεμβρίου 2014). Πρόκειται για έναν από τους καλύτερους λόγους που ακούστηκε από εκκλησιαστικά ηγετικά χείλη στον καιρό μας και δείχνει ότι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος  Α΄ μετέχει στην ιστορία με διαυγή τη συνείδηση της μετοχής του στα δρώμενα του κόσμου, και του σημερινού και του αυριανού:

«Την πίστιν ταύτην, την οποίαν διεφυλάξαμεν κοινήν εν τῃ ανατολῄ και εν τῃ δύσει επί μίαν χιλιετίαν, καλούμεθα και πάλιν να θέσωμεν ως βάσιν της ενότητος ημών, ώστε “σύμψυχοι, το εν φρονούντες” (Φιλ. β΄ 2-3), να χωρήσωμεν μετά του Παύλου επί τα πρόσω “τα μεν οπίσω επιλανθανόμενοι τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενοι” (Φιλ. γ΄ 14).

Διότι, όντως, Aγιώτατε Αδελφέ, το χρέος ημών δεν εξαντλείται εις το παρελθόν, αλλ΄ επεκτείνεται κυρίως, μάλιστα δε εις τας ημέρας μας, εις το μέλλον. Διότι, προς τι η πιστότης ημών εις το παρελθόν, εάν τούτο ουδέν σημαίνει δια το μέλλον; Εις τι ωφελεί η καύχησις ημών δι᾿ οσα παρελάβομεν, εάν ταύτα δεν μεταφράζωνται εις ζωήν δια τον άνθρωπον και τον κόσμον του σήμερον και του αύριον; “Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας” (Εβρ. ιγ΄ 8-9). Και η Εκκλησία Του καλείται να έχῃ το βλέμμα της εστραμμένον όχι τόσον εις το χθες όσον εις το σήμερον και εις το αύριον. Η Εκκλησία υπάρχει δια τον κόσμον και τον άνθρωπον, και όχι δια τον εαυτόν της.

Το βλέμμα ημών στρέφοντες προς το σήμερον δεν δυνάμεθα να αποφύγωμεν την αγωνίαν ημών και δια το αύριον. “Εξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι” (Β΄ Κορ. ζ΄ 6) – η διαπίστωσις αύτη του Αποστόλου δια την εποχήν του, ισχύει εις το ακέραιον σήμερον και δι᾿ ημάς. Διότι, καθ᾿ ον χρόνον ημείς ασχολούμεθα περί τας ημετέρας αντιλογίας, ο κόσμος βιώνει τον φόβον της επιβιώσεως, την αγωνίαν του αύριον…

Πολλοί εναποθέτουν σήμερον τας ελπίδας των εις την επιστήμην· άλλοι εις την πολιτικήν· έτεροι εις την τεχνολογίαν. Αλλ᾿ ουδέν εξ αυτών δύναται να εγγυηθῄ το μέλλον, εάν ο άνθρωπος δεν ενστερνισθῄ το κήρυγμα της καταλλαγής, της αγάπης και της δικαιοσύνης, το κήρυγμα της αποδοχής του άλλου, του διαφορετικού, ακόμη και του εχθρού. Η Εκκλησία του Χριστού, του πρώτου διδάξαντος και βιώσαντος το κήρυγμα τούτο, οφείλει πρώτον να το εφαρμόσῃ εις εαυτήν “ίνα ο κόσμος πιστεύσῃ” (Ἰω. ιζ΄ 21). Ιδού διατί επείγει όσον ποτέ άλλοτε η πορεία προς την ενότητα όσων επικαλούνται το όνομα του μεγάλου Ειρηνοποιού. Ιδού διατί η ευθύνη ημών των χριστιανών είναι μεγίστη έναντι του Θεού, τού ανθρώπου και της Ιστορίας…

Τα προβλήματα, τα οποία η ιστορική συγκυρία ορθώνει σήμερον προ των Εκκλησιών ημών επιτάσσουν εις ημας την υπέρβασιν της ενδοστρεφείας και την αντιμετώπισιν αυτών δι᾿ όσον το δυνατόν στενοτέρας συνεργασίας. Δεν έχομεν πλέον την πολυτέλειαν της μεμονωμένης δράσεως… Η ενότης, περί της οποίας ημείς πολυπραγμονούμεν, πραγματοποιείται ήδη εις τινας περιοχάς, ατυχώς, διά του μαρτυρίου…»[78].

*Διευρυμένη και επεξεργασμένη μορφή εισήγησης στη Διεθνή Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: «Βαρθολομαίος Α΄ Οικουμενικός Πατριάρχης – Φραγκίσκος Επίσκοπος Ρώμης: πρότυπα θρησκευτικών ηγετών στον 21ο αιώνα» που διοργανώθηκε υπό την αιγίδα της Κοσμητείας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. στο Γ΄ Αμφιθέατρο του Κέντρου Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων (ΚΕΔΕΑ) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκη, Τρίτη 21 Απριλίου 2015.

[1] Βλ. το «Βιογραφικό Σημείωμα Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου» του π. Ιωάννη Χρυσαυγή, στο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, Συνάντηση με το μυστήριο. Μια σύγχρονη ανάγνωση της ορθοδοξίας (μετάφρ. Πολυξένη Τσαλίκη – Κιοσόγλου),  εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2011, 317-343, εδώ σ. 334 (στο εξής: Συνάντηση). Πρβλ. Εμμ. Κλάψη, «Οικουμενικός λόγος», του ίδιου, Η Ορθοδοξία στο Νέο Κόσμο, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, 49-57, εδώ σ. 49-50. Επίσης, Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος/Ecumenical Patriarch Bartholomew 1991 – 2011,  Μητροπολίτης Σασίμων Γεννάδιος – Αρχιμ. Ευδόκιμος Καρακουλάκης (επ.), Πατριαρχικός Λόγος – Patriarchal speeches to political world, εκδ. Επτάλοφος, Αθήνα 2011, σ. 18.

[2] Συνάντηση, σ. 29.

[3] Συνάντηση, σ. 248.

[4] Για το χαρακτηρισμό του Πατριάρχη Βαρθολομαίου ως γεφυροποιού βλ. το πολύ κατατοπιστικό «Βιογραφικό Σημείωμα» του π. Ιωάννη Χρυσαυγή στο Συνάντηση, 317-343, εδώ σ. 328-330.

[5] Βλ. Εμμ. Κλάψης, Η Ορθοδοξία στο Νέο Κόσμο, σ. 50.

[6] Βλ. «Εκλογή και ενθρόνιση τού από Χαλκηδόνος νέου Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου τού Α΄»,  Ενημέρωσις. Δελτίον Οικουμενικής Επικαιρότητας, Ζ-1991/11, σ. 2-5. Επίσης, Η. Οικονόμου, Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενώπιον της τρίτης χιλιετίας, Αθήνα 1994, σ. 16 εξ. και το θεολογικό επίμετρο του Επισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Ware, στο Συνάντηση σ. 312.

[7] Βλ. «“Χριστώ Συνεσταύρωμαι”», στον τιμητικό τόμο Χαλκηδόνια. Μνήμη Μελίτωνος Χατζή, Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος 1913-1989 (Μνήμες της καθ’ ημάς Ανατολής, 3), Αθήνα 1999, 465-468, σ. 466 εξ.

[8] Βλ. τι λέει ο ίδιος ο Πατριάρχης στον τόμο Συνάντηση, σ. 191 εξ.

[9] Βλ. Συνάντηση, σ. 191.

[10] Συνάντηση, σ. 192.

[11] Βλ. Π. Ευδοκίμωφ, Η προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήνα 21982, σ. 193.

[12]  Συνάντηση, σ. 190-191.

[13] Αξιοσημείωτη είναι η περιγραφή του προβλήματος από τους Olivier Clément και Alexander Schmemann. Ο Clément και ο Schmemann είχαν επισημάνει ότι η θεία Λειτουργία από έργο του λαού (λείτος και έργον), από πράξη μετοχής της κοινότητας στη μεταμόρφωση του κόσμου και της ιστορίας έχει μεταβληθεί σε αισθητισμό, σε μια «συγκινητική τελετή»,  σε πράξη θρησκευτικού καταναγκασμού, σε ένα τελετουργικό «νανούρισμα» συγκινητικό, αλλά ακίνδυνο, χωρίς προσωπική δέσμευση. Η λειτουργική ζωή έχει αποκτήσει μια γεύση ελαφρά αρχαιολογική. Τελικά αυτή η «Εκκλησία‐καταφύγιο» έχει αφήσει τον εαυτό της παθητικά να προσαρτηθεί από τον κόσμο σαν ένα βάρος. Έτσι εξηγείται, έλεγαν οι δύο θεολόγοι, η πρακτική «αίρεση» της απουσίας της μαρτυρίας ‐ που καταντά μια γεροντική επιβίωση του λαού του Θεού ‐ και της απουσίας της διακονίας, πράγμα που ο Μπερντιάεφ ονόμαζε με μια τρομερή λέξη «de‐mission» (δηλ. παραίτηση από την αποστολή). Βλ. περισσότερα καθώς και βιβλιογραφικές παραπομπές για τα παραπάνω στο Στ. Τσομπανίδης, Μετα-λειτουργία. Η ορθόδοξη συμμετοχή στην κοινή χριστιανική μαρτυρία για δικαιοσύνη, ειρήνη και ακεραιότητα της δημιουργίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, ιδίως σ. 256.

[14] Βλ. για τα παραπάνω στο ίδιο έργο μας, σ. 245-268.

[15]«‘Η οικουμενική φύσις της ορθοδόξου μαρτυρίας’: Πορίσματα του εις Valamo Φιλλανδίας Ορθοδόξου Συμποσίου», Επίσκεψις έτος 8, αρ. 176, 15.10.1977, σ. 9 εξ. σ. 13‐14.

[16] Μία από τις πιο δυναμικές φωνές εκείνης της περιόδου μαζί τον (μετέπειτα) Μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα, τον π. Ion Bria και τον Αλέξανδρο Παπαδερό, ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος (νυν Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας), αναλύει τη «λειτουργία μετά τη Λειτουργία» και επισημαίνει: «Δεν μπορείς να έχεις την ψευδαίσθηση ότι ζεις “εν Αυτώ”, ο οποίος υπήρξε ο “διακονών”, ο οποίος “διήλθεν ευεργετών και ιώμενος”, χωρίς η παρουσία σου στη ζωή να είναι μια δυναμική έκφραση αυτής της μεταμορφωτικής δυνάμεως, μια αντίσταση στις δαιμονικές δυνάμεις που αλλοτριώνουν και εξαχρειώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη με την αδικία, την πλεονεξία, τη διαστρέβλωση της σκέψεως και του νοήματος της ζωής… Ύστερα από τη Θεία Λειτουργία στο ναό, μία νέα λειτουργία αρχίζει στο πέτρινο θυσιαστήριο της καθημερινής πραγματικότητας, μια λειτουργία που ο κάθε πιστός καλείται να τελέσει…Όποιος θέλει να ζει εν Χριστώ είναι υποχρεωμένος να Τον ακολουθεί, όχι μόνο στο υπερώο και στο όρος της Μεταμορφώσεως, αλλά και στη σκόνη της αποστολικής πορείας, στον ανήφορο προς την Ιερουσαλήμ και τον Γολγοθά» (βλ. Αναστάσιος Γιαννουλάτος, «Ευχαριστία, Διακονία, Μαρτυρία, σε αλληλοπεριχώρηση», του ίδιου, Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2007, 187-194, σ. 191 και πιο αναλυτικά για τη συμβολή των παραπάνω προσώπων στο βιβλίο μας Μετα-λειτουργία, σ. 245-268).

[17]Το κείμενο βρίσκεται στην ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου: www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=876&tla=gr.

[18] Βλ τη βαρυσήμαντη εναρκτήρια Ομιλία του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στη Σύναξη των Προκαθημένων το 2014 στο http://www.amen.gr/article/ksekinisan-oi-ergasies-tis-sunaksis-twn-prokathimenwn-sto-oikoumeniko-patriarxeio-fwto. Ο Πατριαρχικός λόγος (πρβλ. ενδεικτικά και Συνάντηση 128 εξ.) μας δίνει αφορμή να σημειώσουμε ότι η Εκκλησία στη θ. Λατρεία -για να αναφερθούμε στην πηγή της χριστιανικής ζωής- σέβεται το μόχθο του ανθρώπου και προσεύχεται ξεχωριστά για όλα τα θέματα που αφορούν την οικονομική του ζωή. Τα παίρνει στα χέρια της, τα υψώνει σαν προσφορά, τα αγιάζει. Τα βλέπει ως ανάγκες ζωτικές και τα σέβεται, καθώς βλέπει τη ζωή σε ολόκληρο το πλάτος της. Η Εκκλησία καταφάσκει στα βιοτικά και στις υλικές ανάγκες, δεν τις απορρίπτει, αλλά «τις ανάγει στο ουσιώδες». Έτσι, «ξανάρχεται η αρμονία στη σπασμένη από την αμαρτία ενότητα». Όπως έχει επισημανθεί και αναλυθεί με απαράμιλλο τρόπο από την Κ. Χιωτέλη, «οι τροφές, τα αγαθά του κόσμου τούτου είναι αφετηρία για να οδηγηθούμε στην αληθινή τροφή. Δεν τις περιφρονούμε, αλλά και δεν αρκούμαστε σ’ αυτές. Το πρώτο θα ήταν τάχα αγγελικό, το δεύτερο κτηνώδες. Η Εκκλησία απευθύνεται στον άνθρωπο, στον όλο άνθρωπο τον ενιαίο, τον αδιάσπαστο. Για να μη μείνη τίποτα έξω απ’ την ευλογία της κι’ όλες οι πράξεις κι’ οι ενέργειες και τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου να ενταχθούν μες στον αιώνιο προορισμό του. Να ξαναβρή η ανθρώπινη ζωή τη σπασμένη της ενότητα πέρα από τις αντινομίες και το διχασμό» (Κ. Χιωτέλη, «Η Εκκλησία και τα βιοτικά», Σύνορο 31/1964, 162-171, σ. 162 εξ. και 171. Πρβλ. Στ. Τσομπανίδη, «Από την ελεημοσύνη στην καταπολέμηση των αιτών της» Θεολογία, τόμος 83/2012, τεύχ. 4, 71-80).

[19] Βλ το κείμενο-απόφαση στο Π. Βασιλειάδης, Ενότητα και Μαρτυρία, Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία και Διαθρησκειακός Διάλογος – Εγχειρίδιο Ιεραποστολής, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2007, 273-289, σ. 288-289 και στο Παράρτημα Στ. Τσομπανίδης, «Υπέρ της Οικουμένης»: Μελέτες για την Οικουμενική Κίνηση και την αποστολή της Εκκλησίας στο σημερινό κόσμο, εκδ. Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014, 662-675, σ. 674-675.

[20] Βλ. «Ομιλία της Α.Θ. Παναγιότητος του Οικου­με­νι­κού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου κατά την Συνάντησιν του Davos (2 Φεβρουαρίου 1999): “Ηθικά διλήμματα της Παγκοσμιοποιήσεως”», Ορθοδοξία, περίοδος Β´, έτος ΣΤ´, τεύχ. Α´, Ιαν. – Μαρτ. 1999, 28-32, εδώ σ. 28 και Συνάντηση, σ. 200 εξ.

[21] Βλ. σχολιασμό του Κ.Ε. Μπέη, «Για την πνευματική διάσταση της παγκοσμιοποίησης: Με αφορμή την ομιλία του Πατριάρχη στο Νταβός», Ελευθεροτυπία, 10/02/1999, σ. 9.

[22] Γ. Θεοτοκάς, Η Ορθοδοξία στον καιρό μας (Δοκίμια), «Εκδόσεις των Φίλων», Αθήνα 1975, σ. 84 εξ. Ο Θεοτοκάς αναφερόταν στις αντιδράσεις κατά του Πατριάρχη Αθηναγόρα κατά τη δεκαετία του ʼ60.

[23] Π. Νέλλας, «Τα δυτικά τεχνολογικά πλαίσια της ζωής και η Ορθόδοξη Εκκλησία», Σύναξη 65(1998)6-17, ιδίως σ. 6-7.

[24] N. Nissiotis, «The Church as a Sacramental Vision and the Challenge of Christian Witness», G. Limouris (ed.), Church, Kingdom, World. The Church as Mystery and Prophetic Sign, Faith and Order Paper No. 130, WCC, Geneva 1986, 99-126, σ. 111.

[25] Βλ. Ν. Νησιώτης, «Η εκκλησιολογική θεμελίωσις της Ιεραποστολής», Πορευθέντες 17-18 (1963) 4-8, ιδίως σ. 6.

[26] Αναστάσιος (Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας), Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία. Μελετήματα Ορθοδόξου προβληματισμού, εκδ. Ακρίτας, Νέα Σμύρνη 2000, σ. 168.

[27] Βλ. ενδεικτικά στο ίδιο, σ. 45.

[28] Αναστάσιος (Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας), Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού. Θεολογικές μελέτες και ομιλίες, εκδ. Αποστολικής Δια­κονίας, Αθήνα 2007, σ. 395. Βλ επίσης την Ομιλία του ίδιου στην τελετή αναγόρευσής του (17/06/2010) σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κύπρου με θέμα «Τρομοκρατικές ενέργειες και θρησκευτική συνείδηση», στο: Έβδομη Διάλεξη εις Μνήμην Ντίνου Λεβέντη,  Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία 2010, δημοσιευμένο στο http://www.ucy.ac.cy/society/documents/DialexeisLeventi/2010/Leventis_Tyranon_7th_17.6.10.pdf, 28-65, εδώ σ. 57.

[29] Συνάντηση, σ. 168-169.

[30] Συνάντηση, σ. 240 και 311. Ο Πατριάρχης ήταν και αυτός παρών στην ΣΤ΄ Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ στο Βανκούβερ το 1983 (τότε Μητροπολίτης Φιλαδελφείας), όταν οι ορθόδοξοι με βάση την ίδια εικόνα της Αγίας Τριάδας του Ρουμπλιώφ επισήμαναν και μιαν άλλη διάσταση της εικόνας που αναφέρεται στο μοντέλο της σχέσης της Εκκλησίας με τον κόσμο. Αυτή η σχέση προσδιορίζεται ως λειτουργική, ιδίως ευχαριστιακή απεικόνιση της τριαδικής αγάπης του Θεού και χαρακτηρίζει την ορθόδοξη θεολογική σκέψη: «Το ποτήριο, το οποίο στην ορθόδοξη παράδοση περιέχει και τον “άρτο” και τον “οίνο” (σώμα και αίμα), είναι το κεντρικό μήνυμα που μεταφέρει αυτή η εικόνα για τη ζωή του κόσμου. Η έλλειψη του επιούσιου, για τον οποίο ο Χριστός μάς δίδαξε να προσευχόμαστε, φέρνει πείνα και θάνατο σε έναν κόσμο που είναι σήμερα άδικα διαιρεμένος σε πλούσιους και φτωχούς. Εδώ συναντώνται οικουμένη και οικονομία. Το ποτήριο της Ευχαριστίας προσκαλεί για το καθημερινό μοίρασμα του ψωμιού και των υλικών και πνευματικών αγαθών με τα εκατομμύρια των πεινασμένων σε αυτόν τον κόσμο. Μέσω αυτών ο Θεός, η Αγία Τριάδα, γίνεται συνοδοιπόρος μας κάθε στιγμή» (βλ. «Der dreieinige Gott: die tiefste Quelle des Lebens. Gedanken zu Rublevs Trinitätsikone», L. Coenen – W. Traumüller (Hg.), Vancouver 1983. Zeugnisse, Predigten, Ansprachen, Vorträge, Initiativen, (BzÖR 48), Frankfurt a.M. 1984, 73-75, σ. 75, η υπογράμμιση δική μας).

[31] «Προσφώνησις κατά την χειροτονίαν του Διακόνου Βαρθολομαίου εις Πρεσβύτερον», στον τιμητικό τόμο Χαλκηδόνια. Μνήμη Μελίτωνος Χατζή, 65-66, σ. 66.

[32] Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, «Η πρόκλησις της Ορθοδοξίας», Νέα Ευθύνη, Αφιέρωμα: «Προκλήσεις για την Ορθόδοξη Εκκλησία στον 21ο αιώνα», τεύχ. 15/Ιαν. – Φεβρ. 2013, 1-3, σ. 3.

[33] Βλ. π. Ι. Χρυσαυγής – Κ. Δεληκωσταντής/Fr. J. Chryssavgis – K. Delikostantis, Ο Πατριάρχης της Αλληλεγγύης – The Patriarch of Solidarity, Πόλη/Istanbul 2013,  σ. 77.

[34] Στο ίδιο, σ. 72.

[35] Στο ίδιο, σ. 77 και 90.

[36] Βλ. Βιογραφικό Σημείωμα στον τόμο Συνάντηση, σ. 335. Παρόμοια Fr. Augoustinos Bairactaris, «Ecumenical Patriarch Bartholomew», στο Orthodox Handbook on Ecumenism: Resources for Theological Education – «That they all may be one» (John 17:21), P. Kalaitzidis, Th. FitzGerald, C. Hovorun, Aik. Pekridou, N. Asproulis, G. Liagre, D. Werner (eds), WCC/Regnum Books International/Volos Academy Publications, Oxford/Volos: 2014, 185-189.

[37] Βλ. Συνάντηση, σ. 272 και 278.

[38] Βλ. Συνάντηση, σ. 271 και 275.

[39] Συνάντηση, σ. 242.

[40] Βλ. Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος,  Πατριαρχικός Λόγος – Patriarchal speeches to political world, σ. 103.

[41] Στο ίδιο, σ. 103.

[42] Βλ. Συνάντηση, σ. 303-304, στο θεολογικό επίμετρο του Επισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Ware.

[43] Βλ. την ομιλία της Mary Tanner, μίας εκ των πρώην προέδρων του ΠΣΕ και της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη», στη συνέλευση της Ολομέλειας της ίδιας Επιτροπής στην Κρήτη (6-14 Οκτωβρίου 2009), με τίτλο «A View from the Past», FO/2009:10, στην οποία παραπέμπει σε ένα άρθρο του Επισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Ware με τίτλο «Receptive Ecumenism: An Orthodox Perspective», The Society for Ecumenical Studies, March 2009, σ. 20-23.

[44] Βλ. Συνάντηση, Βιογραφικό Σημείωμα του π. Ιωάννη Χρυσαυγή, σ. 322.

[45] Βλ. ενδεικτικά προς αυτή την κατεύθυνση τα πολύ σημαντικά έργα του: Being as Communion. Studies in Personhood and the Church, Crestwood 1985· «Η ευχαριστιακή θεώρησις του κόσμου και ο σύγχρονος άνθρωπος», Χριστιανικόν Συμπόσιον, τομ. α΄, 1967, 183-190· Η κτίση ως Ευχαριστία. Θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της Οικολογίας, Νέα Σμύρνη 1992· «The Church as Communion: A Presentation on the World Conference Theme», On the Way to Fuller Koinonia. Official Report of the Fifth World Conference on Faith and Order, Th. F. Best, G. Gassmann (ed.), Faith and Order Paper no. 166, WCC, Geneva 1993, 103‐111.

[46] Αθήνα 1965.

[47] Ο Νησιώτης φτάνει σε αυτή την έννοια του προσώπου, που υπονοεί μια σειρά συνεπειών για τη ζωή και τη θεολογία της Εκκλησίας, μέσω της σχέσης του με την πατερική  παράδοση  και του τρόπου που αυτή κατανοεί την Αγία Τριάδα (το τριαδικό δόγμα). Το πρόσωπο είναι μία ταυτότητα που προκύπτει μέσω της σχέσης, κατά την ορολογία των Ελλήνων Πατέρων. Είναι ένα «εγώ» που μπορεί να υπάρχει μόνο εφόσον σχετίζεται με ένα «εσύ», το οποίο επιβεβαιώνει την υπόσταση και την ετερότητά του, όπως εξηγεί και ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (βλ. του ίδιου, «Κοινωνία και ετερότητα», Σύναξη 76/2000, 5-15, ιδίως σ. 13). Κατά τον Νησιώτη, «Προσωπικός Θεός … σημαίνει κίνησιν προς άλλο τι όμοιον πρόσωπον ως υποκείμενον». Αυτή η κίνηση απορρέει από την αγάπη, σημειώνει ο Νησιώτης, η οποία καθιστά το Είναι σε Συνείναι και τον άλλο σε απόλυτη προϋπόθεση για την πραγμάτωση της αυτοκατάφασης. Με αφετηρία τη θέση αυτή συνεχίζει την ανάλυσή του, επισημαίνοντας ότι χωρίς την αναφορικότητα, η αυτοσυνειδησία που οδηγεί προς την ταυτότητα μπορεί να απαξιωθεί σε έναν ολοκληρωτισμό του Εγώ ή σε αυτισμούς ή δογματισμούς στη φιλοσοφία, τη θεολογία και ακόμη χειρότερα στην καθημερινή ζωή και πράξη. Βλ. πιο αναλυτικά στη μελέτη μας «Από το «Πρόσωπο» στην «Οικουμένη». Βασικές πτυχές της οικουμενικής θεολογίας του Νίκου Νησιώτη», Νίκος Νησιώτης: ο θεολόγος του διαλόγου. Τιμητική Εκδήλωση για τον Καθηγητή Νικόλαο Αγγ. Νησιώτη. Φιλολογικός Σύλλογος  «Παρνασσός», 28 Σεπτεμβρίου 2013, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2015, 15-46, ιδίως σ. 21-28. Επίσης στο Στ. Τσομπανίδης, «Υπέρ της Οικουμένης»: Μελέτες για την Οικουμενική Κίνηση και την αποστολή της Εκκλησίας στο σημερινό κόσμο, 589-610.

[48] Βλ. Ν. Νησιώτης, «Η εκκλησιολογική θεμελίωσις της Ιεραποστολής», σ. 5. Περισσότερα για τη σημασία αυτής της εκκλησιολογικής τοποθέτησης του Ν. Νησιώτη στις διεκκλησιαστικές σχέσεις βλ. Στ. Τσομπανίδης, «Η δυναμική Εκκλησιολογία του Νίκου Νησιώτη», του ίδιου, «Υπέρ της Οικουμένης»: Μελέτες για την Οικουμενική Κίνηση και την αποστολή της Εκκλησίας στο σημερινό κόσμο, 569-587.

[49] Πρβλ. Αρ. Πανώτης, «Η Οικουμενικότητα της Μεγάλης Εκκλησίας», Πρόθεσις, τεύχ. 3, Ιούλιος 1996, 11-13.

[50] Βλ. την αγωνιούσα και ταυτόχρονα θαρραλέα κριτική έναντι του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας, αλλά και εξηγητική της ανάγκης των διαλόγων της Ορθοδοξίας με τους ετερόδοξους και με τον κόσμο σήμερα, Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο επί τη Κυριακή της Ορθοδοξίας (21/02/2010) στο http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1168&tla=gr.

[51] Βλ. Ι. Ζηζιούλας, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Αθήναι 1965, ιδίως σ. 11-12, υποσ. 30.

[52] Πρβλ. π. Βασίλειος Θερμός, «Προλεγόμενα στην ανάγνωση των Πατέρων κατά την είσοδο της νέας χιλιετίας», Νέα Κοινωνιολογία 30/2000, 24-34, σ. 32.

[53] Βλ. ενδεικτικά μόνο τι γράφει ο ίδιος ο Πατριάρχης για αυτό στον τόμο Συνάντηση, σ. 25 εξ, 218-219, 245. Πρβλ. Olivier Clément, Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς. Συνομιλώντας με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α΄ (μετάφρ. Κ. Χιωτέλλη), εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997, σ. 53, 194. Επίσης Εμμ. Κλάψη, «Οικουμενικός λόγος», του ίδιου, Η Ορθοδοξία στο Νέο Κόσμο, σ. 50.

[54] Συνάντηση, σ. 216.

[55] Βλ. K. Raiser, «Διαχριστιανική συνεργασία. Οικουμενικό Πατριαρχείο, Οικουμενική Κίνηση και Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», Η Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», Αφιέρωμα: «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο», Κυριακή 23 Μαΐου 1999, 30-31.

[56] Δεν θα αναφερθώ σε αποφάσεις όπως αυτή του προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 1994 να προσκληθεί να μιλήσει στην Ολομέλειά του, αν και δεν ήταν αρχηγός κράτους, όπως απαιτείται, αλλά υπό την ιδιότητα του κορυφαίου θρησκευτικού ηγέτη. Ούτε θα αναφερθώ στην πρόσκληση να μιλήσει στην Ολομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης το 2007 ή στην Ολομέλεια της Ουνέσκο το 1995 ή στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (δύο φορές, το 1999 και το 2006.

[57] Βλ. για τα παραπάνω Γ. Λαιμόπουλος, «Οικουμενικός Πατριάρχης, Οικουμενικό Πατριαρχείο και Οικουμενική Κίνηση», στο περ. Πευματική Διακονία, Αφιέρωμα: «Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος – Είκοσι χρόνια ευκλεούς Πατριαρχίας (1991-2011)»,  τεύχ. 12, έτ. 4(2011), 99-103, εδώ σ. 99.

[58] Βλ. τα πολύ σημαντικά «Σχόλια του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί του κειμένου εργασίας όσον αφορά εις την κοινήν αντίληψιν και τους οραματισμούς των Εκκλησιών περί του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», Ορθοδοξία, περίοδος Β´, έτ. Δ´, τεύχ. Β´, Απρ.-Ιουν. 1997, 208-216, ιδίως σ. 211, παρ. 8 (α).

[59]Βλ. το αγγλικό κείμενο στην επίσημη  ιστοσελίδα του ΠΣΕ http://www.oikoumene.org/en/resources/documents/assembly/2006-porto-alegre/3-preparatory-and-background-documents/common-understanding-and-vision-of-the-wcc-cuv, παρ. 3.4. Στα γερμανικά: «Auf dem Weg zu einem gemeinsamen Verständnis und einer gemeinsamen Vision des Ökumenischen Rates der Kirchen», K. Wilkens (Hg.), Gemeinsam auf dem Weg. Offizieller Bericht der Achten Vollversammlung des Ökumenischen Rαtes der Kirchen, Harare 1998, Frankfurt a.Μ. 1999, 159-190, ιδίως σ. 174-175, παρ. 3.4. Πρβλ. Γ. Λαιμόπουλος, Δομή και Λειτουργία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Περιγραφική παρουσίαση των νομοθετικών, διοικητικών, συμβουλευτικών και εκτελεστικών του οργάνων με αναφορά στο ρόλο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 31-32.

[60] Βλ. The Church: Towards a Common Vision, Faith and Order Paper 214, WCC, Geneva 2013.

[61] Βλ. The Nature and Purpose of the Church. A Stage on the way to a common statement, Faith and Order Paper No 181, WCC, Geneva 1998 και αναθεωρημένο ως: The Nature and Mission of the Church. A Stage on the Way to a Common Statement, Faith and Order Paper 198, WCC, Geneva 2005.

[62] Από την πλούσια βιβλιογραφία βλ. ενδεικτικά τους τόμους: Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, Μηνύ­μα­τα και Ομιλίαι δια το Περιβάλλον, εκδ. Φανάριον, Αθήνα 2002 και J. Chryssavgis (ed.), On Earth as in Heaven: Ecological Vision and Initiatives of Ecumenical Patriarch Bartholomew, Fordham University Press, New York 2012. Στους τόμους αυτούς φαίνεται η εργώδης προσπάθεια και η έντονη δραστηριότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου -οργάνωση σεμιναρίων, εν πλω Συνεδρίων, ομιλίες, μηνύ­ματα- για την ευαισθητοποίηση του χριστιανικού κόσμου και όλης, όσο είναι δυνατό, της ανθρωπότητας γύρω από το πρόβλημα της «διαφύλαξης της δημιουργίας». Βλ. επίσης τη μελέτη του π. Ιωάννη Χρυσαυγή, «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος», στον τόμο του ίδιου – Κ. Δεληκωσταντή/Fr. J. Chryssavgis – K. Delikostantis, Ο Πατριάρχης της Αλληλεγγύης – The Patriarch of Solidarity, 17-55.

[63] Βλ. Alternative Globalization Addressing Peoples and Earth (AGAPE). A Background Document, WCC, Geneva 2005, σ. 41, όπου αναφέρεται συγκεκριμένα: «Climate change is a justice issue…The present “fossil fuel-based economy” with its strong emphasis on accelerated economic growth, that disproportionately benefits the already rich, undermines life as we know it on planet earth. This must be changed. The ecumenical patriarch Bartho­lomew I, did not shy away from calling this “a sin that deeply violates God’s good will, God’s steadfast love for life, for human beings and the whole of creation» (η υπογράμμιση δική μας).

[64]Βλ. Alternative Globalization Addressing Peoples and Earth (AGAPE), σ. 40 εξ. Πρβλ. για τον όρο «περιβαλλοντική δικαιοσύνη»  ενδεικτικά: «Πορίσματα του Δ´ Θερινού Σεμιναρίου Χάλκης 1997 επί του θέματος “Πε­ριβάλλον και Δικαιοσύνη”» και την ομιλία του Οικου­με­νι­κού Πατριάρχη Βαρθολομαίου «Κατά την έναρξιν των ερ­γασιών του Ε´ Θερινού Οικολογικού Σεμιναρίου Χάλκης επί του θέματος “Περιβάλλον και Πτωχεία”» στο: Του ίδιου, Μηνύματα και Ομιλίαι δια το Περιβάλλον, σ. 64-65 και σ. 66-71 αντίστοιχα.

[65] Βλ. «Η Διαθρησκειακή Συνάντησις των Βρυξελλών», Επίσκεψις, έτος 32, αριθμ. 603, 31.12.2001, 6-21, όπου περιλαμβάνονται η εναρκτήρια και η καταληκτική ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου (σ. 7-17), η Κοινή Διακήρυξη (σ. 18-21) και σχόλια του Βλ. Φειδά, «Η Διαθρησκειακή Συνάντησις Κορυφής των Βρυξελλών»  (σ. 23-25).

[66] Βλ. Gemeinsame Arbeitsgruppe der Römisch-Katholischen Kirche und des Ökumenischen Rates der Kirchen, Achter Bericht 1999-2005, WCC, Genf – Rom 2005, σ. 29.

[67] Βλ. τις Κοινές Δηλώσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πάπα Φραγκίσκου στα Ιεροσόλυμα (25/05/2014) και στην Κωνσταντινούπολη (30/11/2014) στο http://fanarion.blogspot.gr/2014/05/blog-post_27.html και http://fanarion.blogspot.gr/2014/11/blog-post_30.html αντίστοιχα.

[68] Βλ. το κείμενο στα ελληνικά: Πάπας Φραγκίσκος, Η χαρά του Ευαγγελίου: Αποστολική Παραίνεση «Η χαρά του Ευαγγελίου» για την αναγγελία του Ευαγγελίου στον σημερινό κόσμο, έκδ. Ιεράς Συνόδου Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος, χ.τ. 2014.

[69] Βλ. στο ίδιο, κεφ. 2.Ι, σ. 43 εξ.

[70] Βλ. στο ίδιο, σ. 44, παράγρ. 53.

[71] Βλ. τη βαρυσήμαντη ομιλία του Πατριάρχη Βαρθολομαίου κατά την τελετή ανακηρύξεώς του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (22/09/2009), «Η επικαιρότης του ανθρωπολογικού στοχασμού», στο περιοδικό Επίσκεψις, έτ. 40ό, αρ. 704, 30.09.2009, 20-26, ιδίως σ. 21.

[72] Ως εξαίρετο δείγμα κριτικής γραφής βλ. την «Ομιλία της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου κατά την Συνάντησιν του Davos (2 Φεβρουαρίου 1999): “Ηθικά Διλήμματα της Παγκοσμιοποιήσεως”» (βλ. και πιο πάνω, υποσ. 19).

[73] Βλ. τη διάλεξη του Οικουμενικού Πατριάρχη στο Πανεπιστήμιο Στερεάς Ελλάδας, Λαμία, 7.11.2008 με θέμα «Ορθοδοξία και νεωτερικότης: όροι ενός ζωτικού διαλόγου», Εκκλησία 86(2009), τεύχ. 2, 86-89, εδώ σ. 88.

[74] Βλ. «Ομιλία της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου κατά την Συνάντησιν του Davos (2 Φεβρουαρίου 1999): “Ηθικά Διλήμματα της Παγκοσμιοποιήσεως”», σ. 30.

[75] Συνάντηση, σ. 215.

[76] Συνάντηση, σ. 145.

[77] Αυτή η μεστή σε νόημα λέξη είναι του ίδιου του Βαρθολομαίου στο Πατριαρχικό Γράμμα του τόμου Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος/Ecumenical Patriarch Bartholomew 1991 – 2011,  Μητροπολίτης Σασίμων Γεννάδιος – Αρχιμ. Ευδόκιμος Καρακουλάκης (επ.), Πατριαρχικός Λόγος – Patriarchal speeches to political world.

[78] Βλ. Ομιλία της Α.Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου προς την  Α. Αγιότητα τον Πάπαν Φραγκίσκον κατά την Θείαν Λειτουργίαν της Εορτής του Αποστόλου Ανδρέου εν τω Πανσέπτῳ Πατριαρχικώ Ναώ (30 Νοεμβρίου 2014), στο http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1994&tla=gr.