π. Σωφρόνιος Σαχάροφ: Η έκσταση ως κάθοδος

11 Ιουλίου 2015
[Προηγούμενη δημοσίευση:http://bitly.com/1fpvRqb]

III

            Αυτή η μονοδιάστατη πλατωνίζουσα πνευματικότητα που αφήνει έξω από την κοινωνία με το Θεό το σώμα και την υλική δημιουργία καθώς και το παθητικό μέρος της ψυχής είναι το ακριβώς αντίθετο του Ησυχασμού. Η διόρθωσή της δεν περίμενε φυσικά τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά άρχισε αμέσως και μάλιστα με τους Καππαδόκες Πατέρες. Ακόμη και ο θεωρούμενος ως δήθεν πλατωνικότερος όλων, ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης, καταδικάζει τη θεωρία πως ο νους του ανθρώπου είναι κατά φύσιν συγγενής με το Θεό: ο νους, όπως και η ψυχή είναι κτιστός, δημιουργημένος, ενώ Εκείνος είναι άκτιστος. Το χάσμα μεταξύ τους είναι απέραντο και γεφυρώνεται μόνο από τη χάρη του Θεού. Η μετοχή στο Θεό συμβαίνει όχι μόνον δια του νοός αλλά δια του όλου ανθρώπου, λέγει ο Γρηγόριος, αν και κάποτε μοιάζει να αμφιταλαντεύεται για το αιώνιο μέλλον του παθητικού της ψυχής.

Gerontas Sofronios tou Essex, Mega S342

            Εκείνος που καθοριστικά μίλησε για ένωσιν ανθρώπου και Θεού, ως «συνέργεια» (κάτι που ο Νύσσης αποκαλούσε «συνενέργειαν») μεταξύ τους, είναι βεβαίως ο αγ. Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και κορυφώνεται η τάση αυτή αναμφίβολα στον αγ. Μάξιμο τον Ομολογητή. Ο Ομολογητής αρνείται ρητώς πως ουσία του ανθρώπου είναι η ψυχή μόνη ή το σώμα μόνον ή ακόμη το άθροισμα των δυο, και αποφαίνεται αινιγματικά ότι ο άνθρωπος είναι το «όλον αυτού». Η τελευταία αυτή φράση σημαίνει πως ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα ψυχοσωματικό σύνολο αλλά είναι επίσης και ο τόπος του Όλου, έχει τη δυνατότητα δηλαδή να γίνει μια ξεχωριστή, ιδιαίτερη και ανεπανάληπτη υπόσταση όλου του κτιστού και ακτίστου είναι, κατά χάρη. Ας μην λησμονούμε πως η θεολογία του αγ. Μαξίμου περί των ακτίστων λόγων μας λέγει τελικά ακριβώς αυτό: πως ο Θεός «λέγει», προτείνει δηλαδή στα όντα τον τρόπο του είναι τους, αναμένοντας από αυτά το δικό τους κτιστό λόγο, την απάντησή τους δηλαδή, η οποία θα οδηγήσει, μέσω αυτού του θεανθρωπίνου (συνεργητικού ή συνενεργητικού) διαλόγου, του οποίου η Ενσάρκωση του Λόγου είναι το έσχατο πλαίσιο, στην πληρότητα του κατά φύσιν τρόπου υπάρξεως των όντων στα έσχατα, στη Βασιλεία του Θεού.

            Λαμπρό άνθος της παράδοσης αυτής είναι αναμφίβολα το έργο του αγ. Συμεώνος του Νέου Θεολόγου. Δεν υπάρχει χώρος στην εισήγηση αυτή για εκτενέστερη αναφορά, πλην όμως όλοι οι αναγνώστες του κορυφαίου αυτού ασκητικοθεολογικού έργου γνωρίζουν πως εδώ η ένωση ανθρώπου και Θεού εν Χριστώ περιγράφεται ως ένα γεγονός στο οποίο λαμβάνει μέρος, στην κυριολεξία, κάθε μέλος του σώματος και κάθε τμήμα της ψυχής του πιστού, χωρίς καμία εξαίρεση. Όλος ο άνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάριν, χωρίς σύγχυση κτιστού και ακτίστου αλλά και χωρίς καμία διάσταση μεταξύ τους.

            Κληρονόμος λοιπόν και κορυφαίος εκφραστής της πνευματέμφορης αυτής παράδοσης, που δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που ονομάζουμε Ησυχασμό, είναι αναμφίβολα ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς. Οι ορθόδοξοι θεολόγοι έχουμε δυστυχώς ελάχιστα συνειδητοποιήσει το γεγονός πως αυτό που κυρίως πολεμά η παλαμική θεολογία είναι ακριβώς η νεοπλατωνίζουσα ανθρωπολογία και γνωσιολογία (εντός ή εκτός της Εκκλησίας) όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω. Όλος αυτός ο ιερός και συνάμα βαθύτατα αντι-ιδεαλιστικός και θα λέγαμε στην κυριολεξία «υλιστικός» χαρακτήρας του Ησυχασμού, είναι ακριβώς αυτό που τον καθιστά βαθύτατα σύγχρονο και βαθύτατα ικανό ν’ απαντήσει στα πιο συγκλονιστικά ερωτήματα που εγείρουν σήμερα τόσο η φιλοσοφία όσο και οι επιστήμες του ανθρώπου, της νευροεπιστήμης συμπεριλαμβανομένης. Τα κύρια χαρακτηριστικά εν προκειμένω του έργου του Παλαμά είναι τα εξής: πρώτον, πλήρης αποδοχή του παθητικού μέρους της ψυχής, δηλαδή των συναισθημάτων και της επιθυμίας, στην προοπτική της κοινωνίας μετά του Θεού.

Οι άγιοι δεν είναι μόνον «θεωροί» αλλά και «κοινωνοί» του Θεού λέγει ο Παλαμάς υπονοώντας εδώ την Μακαριανή ένωση νου και καρδίας: δεν σκεπτόμαστε μόνον το Θεό αλλά επίσης Τον αγαπούμε και Τον ποθούμε και μόνον έτσι μετέχουμε σ’ Αυτόν. Δεύτερον, πλήρης αποδοχή του σώματος. Το σώμα διαθέτει κατά τις Τριάδες υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων «ενσημαινομένας πνευματικάς διαθέσεις» μπορεί δηλαδή να πνευματοποιηθεί ως ευλογημένο δημιούργημα του Θεού μαζί με την ψυχή και να «συνδιαιωνίσει» μαζί της και συνεπώς, τρίτον, η ένωση μετά του Θεού είναι ένωση καρδιακή και νοερά και σωματική. Τα πάθη μας λέγει ο ησυχαστής αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης, όχι μόνον δεν πρέπει να χαθούν, όπως μας δίδαξαν λόγου χάριν οι Στωικοί, αλλά πρέπει να μεταμορφωθούν εν Αγίω Πνεύματι, αλλάζοντας προσανατολισμό και αντικείμενο, προκειμένου να εναγκαλισθεί όλος ο πραγματικός άνθρωπος όλον τον πραγματικό Θεό κατά χάρη.

            Προσεγγίζουμε κατόπιν τούτων την ουσία του θέματός μας. Ποιος είναι ο τρόπος αυτής της νέας, μη πλατωνικής αυτή τη φορά, ανάβασης ή έκστασης προς το Θεό; Η περιγραφή στην οποία προβαίνει ο αγ. Γρηγόριος στο Ζ’ Αντιρρητικό του (11, 36) μοιάζει εκπληκτική. Δυο είδη ανόδου προς το Θεό υπάρχουν μας λέγει. Η πρώτη γίνεται δια του νοός και μόνον. Αυτή είναι η άνοδος των φιλοσόφων προς τον Θεό και ο Παλαμάς δεν διστάζει να την ονομάσει απερίφραστα «φανταστικήν», μη πραγματική δηλαδή και γεμάτη με φανταστικά είδωλα για το Θεό. Το δεύτερο είδος ανόδου είναι αυτή των ασκητών-θεολόγων. Αυτή συμβαίνει, όπως συγκλονιστικά το περιγράφει ο ησυχαστής άγιος, «μετά παντός είδους κτίσεως, ίνα το της εικόνος απηκριβωμένον ή» – με ολόκληρη τη δημιουργία, ούτως ώστε να είναι πλήρες το κατ’ εικόνα.

Ευρισκόμαστε στη θεολογική και ανθρωπολογική καρδιά του Ησυχασμού. Η έκσταση-άνοδος προς τον Θεό προϋποθέτει, μας λέγει μ’ άλλα λόγια ο Παλαμάς, για να είναι πραγματική και αληθινή, μια προηγούμενη βαθύτατη κίνηση καθόδου ή κένωσης, ούτως ώστε ο άνθρωπος να βαστάσει και να σηκώσει προς το Θεό όχι μόνον εαυτόν αλλά ολόκληρη μαζί τη δημιουργία – του άλλους ανθρώπους αλλά και τα υπόλοιπα κτιστά όντα. Ο σταυρός αυτής της καθόδου αποτελεί τη μόνη απαράβατη προϋπόθεση για την αναστάσιμη άνοδο του πιστού προς τον Θεό. Η έκσταση δεν είναι έτσι μια κίνηση έξω από τη φύση των όντων (όπως ακριβώς αντιλαμβάνονται σήμερα το πρόσωπο οι σημερινοί ορθόδοξοι περσοναλιστές θεολόγοι, θεωρώντας το ακριβώς, κατά πλατωνίζοντα τρόπο, ως έκσταση/έξοδο από την, ταυτιζόμενη με την τυφλή αναγκαιότητα ή και την πτώση, φύση) αλλά είναι μια έκσταση προσωπική της ίδιας της κτιστής φύσεως προς τον Θεό.

Επιπλέον η έκσταση/άνοδος αυτή είναι αποφασιστικά και μόνον κοινωνική, όχι υπό την έννοια πως το συγκεκριμένο πρόσωπο καταργείται αλλά, αντιθέτως, τούτο το τελευταίο ακριβώς καθολικοποιείται. Έκσταση και κοινωνική καθολικοποίηση φαίνεται έτσι να συμπίπτουν: η μια αποδεικνύει την αλήθεια της άλλης. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να ομιλούμε για την έκσταση καταρχήν ως κάθοδο, κίνηση σταυρική προς περιχώρηση και βασταγμό όλου του Είναι, η οποία, αυτή και μόνη, αποδεικνύει ότι η έκσταση ως άνοδος είναι πραγματική και κατά Θεόν αληθινή. Είναι μ’ αυτήν ακριβώς την έννοια που μπορούμε ακριβώς να υποστηρίξουμε πως ο ορθόδοξος Ησυχασμός, όταν είναι θεολογικά υγιής, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά βιωμένη εκκλησιολογία…

[Συνεχίζεται]