Η μοναστική ζωή ως θεία συμμετεωροπορεία κατά το Γέρ. Αιμιλιανό
8 Ιουλίου 2015[Προηγούμενη δημοσίευση:http://bitly.com/1C2SZoF]
γ. Το μοναστήρι
«Οίκος-Θρόνος Θεού και πύλη του ουρανού», τύπος του επουρανίου ναού, κιβωτός, νεφέλη[518] χαρακτηρίζεται από το Γέροντα το μοναστικό ενδιαίτημα . Είναι ο τόπος της γνώσεως και της εμπειρικής – άμεσης – μυστικής και αληθινής μεθέξεως του Θεού δι’ ελλάμψεων, ο αυτοεγκλεισμός, το αυτοσκλάβωμα , όπου τα πάντα περιχωρούνται από το Θεό και ο άνθρωπος γίνεται επόπτης[519] της Εκείνου μεγαλειότητος. Τα πάντα είναι απλά, ανθρώπινα και ταυτοχρόνως θεϊκά – εκφαντορικά, ώστε να συγκροτούν μια πολιτεία άγνωστη – παράξενη κι ανεξήγητη με κοσμικά κριτήρια , μια συνοδεία φωτοφόρων προσώπων , ένας λόγος και ένας τρόπος βαθιά εφαρμοσμένης κατά Θεόν ζωής , τόπος ανθρώπου και συγχρόνως τόπος Θεού[520].
Εδώ καταξιώνεται ο χώρος και διασφαλίζεται ο εσχατολογικός προσανατολισμός. Βιώνεται εδώ η αγγελική ζωή της υπακοής, της υμνωδίας, της διαγγελίας του θείου θελήματος, προοράται το θαβώρειο φως Ὁ μοναχός προγεύεται το «μάννα» της θεογνωσίας στο μοναστήρι, αρνείται κάθε επιδίωξη και αφορά στον Ποθούμενο, ζει στο «υπερώον» , όπου προσδοκά την έλευση και βιώνει τη μέθη του αγίου Πνεύματος[521]. Είναι μια μαρτυρία της παρουσίας , της δόξας και της δυνάμεως του Θεού, ένας προσαγωγός των χαρισμάτων του Πνεύματος, ένας τόπος μυστικής υψώσεως του πνεύματος όπου η ζωή του μοναχού δέχεται προοδευτικές αναβάσεις, κατανόηση αίσθηση και όραση Θεού , ώστε να καταστεί «ανήρ τέλειος εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού»[522], μεμυσταγωγημένος και θεοφορούμενος[523]. «…Το μοναστήρι είναι ένα μυστήριο, και ο πνευματικός πατέρας είναι το ορατό στοιχείο αυτού του μυστηρίου, πίσω από το οποίο κρύβεται ο αόρατος Θεός και όλα όσα διαφεύγουν από τις αισθήσεις γίνονται αισθητά μόνο από το πνεύμα…»[524].
δ. «Συμμετεωροπορείν τω Θεώ»[525]
Τα στάδια των μοναστικών εμπειριών, καθώς διαδέχονται και συμπληρώ-νουν το ένα το άλλο, αποτελούν τεκμήρια ενυπάρξεως του αγίου Πνεύματος : Αγαλλίαση καρδίας , δηλ. πληρότητα από την ενοίκηση του Αγαπητού, αλλοίωση νεφρών , δηλ. αναγέννηση του είναι και μεταμόρφωση του τρόπου υπάρξεως και σκέψεως, μυστική μεταβολή του όλου ανθρώπου κατά τη διαρκή πρόσληψη της θείας ακτινοβολίας, των ακτίστων ενεργειών του Θεού , απόκτηση οικειότητας και φιλίας με το Θεό, κατάργηση του φόβου του θανάτου, γνωριμία με «θεοειδείς καταστάσεις», μυστική συνάφεια και έλλαμψη. Ο μοναχός προχωρεί στη μόνιμη πραγματικότητα της χαράς και την απόλαυση των πάντων, δια πάντων και εν πάσι. Τούτο επιτυγχάνεται μέσα από την αποστολική – εκκλησιαστική ζωή της νήψεως[526], που δίδει έκφραση στις εφέσεις της ψυχής και στα προφητικά χαρίσματα . Πρακτικός οδηγός για την απόκτηση της νήψεως υπήρξε για την αδελφότητα η ερμηνευτική ανάλυση από το Γέροντα, στο έργο του Αββά Ησαία και του Αγίου Ησυχίου του πρεσβυτέρου , όπου ο Γέροντας , στοιχώντας στην ασκητικοπατερική παράδοση , δεν πρόσθετε κάτι δικό του αλλά χρησιμοποιούσε την εμπειρία των αγίων για να εκφράσει όσα ο ίδιος ζούσε βιωματικά[527].
Με μια καρδιακή έξαρση[528] ο Γέροντας μυεί στην πράξη και τη θεωρία της μοναστικής ζωής, στην κενωτική κι αυταπαρνητική διάθεση δια της ταπεινώσεως , της σιωπής, της τήρησης των εντολών , της «στενοχωρίας». Διδάσκει τις αλήθειες του μοναχισμού και της Εκκλησίας με κατηχητική τέχνη, με τρόπο εύληπτο και κοινωνήσιμο , χωρίς συμβιβασμούς, αλλά με γνήσιο πνεύμα αγάπης και διάκρισης. Αλήθειες που ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να αφομοιώσει χωρίς αγώνα και πόνο ψυχής, αφού άλλωστε το σημαντικότερο στοιχείο στην πορεία του χριστιανού που αγγίχθηκε από το μυστήριο της ενανθρωπήσεως είναι η μετάνοια ως μία ολοκληρωμένη αλλαγή νοοτροπίας και ζωής, έξοδος από τη χαμέρπεια , στροφή στο Φως , ανάσταση κι όντως ελευθερία[529]. Ο μοναχισμός , σύμφωνα με το γέροντα Αιμιλιανό, είναι η διάσωση του πόθου να ζει ο άνθρωπος ελεύθερος , επιτυχημένος, επιλέγοντας τον τρόπο του και ζώντας με το Θεό[530]. Φιλοπονώντας την κάθαρση μοιάζει με το ζυμάρι που ψήνεται για να γίνει άρτος, πρόσφορο, σώμα Χριστού. Αυτή η τελείωση είναι μία «μετεωροπορεία» , μια πορεία επ’ άκρων , ένας αγώνας σκότους και φωτός, καταχθονίων και ουρανίων, θανάτου και ζωής , για να ολοκληρωθεί και να τελειωθεί η προσωπική λειτουργία της υπάρξεως[531].
[Συνεχίζεται]
[518] Αιμιλιανού Αρχιμ., οπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, σ. 105 – 107 , 112
[519] Β Πέτρ. 1.16 πρβλ. Συμεών Ν. Θεολόγου, Ύμνος 16, εκδ. Ρηγοπούλου, σ.18 – 30
[520] Σωτηρίου Μπαλατσούκα , οπ.παρ., σ. 3
[521] Γέροντος Αιμιλιανού, Λόγος περί αγίου Πνεύματος , οπ.παρ., σ.24-27 . Κατηχήσεις τ.2, σ. 172 κ.ε.
[522] Πρβλ.Εφεσ. 4.13
[523] Αιμιλιανού Αρχιμ., οπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 1, σ. 130 , 148 – 150
[524] Γκράχαμ. Σπηκ, οπ.παρ., σ. 368
[525] Αιμιλιανού Αρχιμ., οπ.παρ., Κατηχήσεις τ. 2, Εισαγωγή , σ. 15
[526] Από τη νηπτική διδασκαλια του Γέροντος Αιμιλιανού , στο περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ (14) , οπ.παρ. σ. 116 κ.ε.
[527] Εισαγωγή του Αρχιμ. Πλακίδα Deseille, στην Ερμηνεία του αββά Ήσαία , σ. VIII
[528] Σωτήρη Γουνελά , Η στροφή μας στο φως, ανάγνωση ενός βιβλίου του αρχιμ. Αιμιλιανού στο περ. ΣΥΝΑΞΗ 99 , σ.62 κ.ε.
[529] οπ.π. σελ.75
[530] Γέροντος Αιμιλιανού , μνημ. εργ., στο ΣΥΝΑΞΙΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ σ. 73-74
[531] Αρχιμ. Ελισαίου , μνημ. εργ., οπ.παρ., σ. 26