Το Παλαμικό υπόβαθρο της Θεολογίας του Γέρ. Σωφρονίου

10 Ιουλίου 2015

Η Έκσταση ως κάθοδος: Το Παλαμικό υπόβαθρο της Θεολογίας του π. Σωφρονίου

Ι

   Η θεολογική συζήτηση για τη θεολογία του π. Σωφρονίου, παρότι μόλις άρχισε, προμηνύεται εξόχως σημαντική για την ταυτότητα της Ορθόδοξης θεολογίας στο άμεσο μέλλον. Και τούτο διότι ο π. Σωφρόνιος δεν είναι, όπως ελπίζω να φανεί στη συνέχεια, απλά ένας «ασκητικός συγγραφέας», όπως επικράτησε να ονομάζεται μια μερίδα συγγραφέων οι οποίοι επικεντρώνουν την προσοχή τους πάνω σ’ αυτό που κακώς ονομάζεται «πνευματικότητα» και ορθότερα ίσως «νηπτική παράδοση».

ekstswska82

Πράγματι, πολλοί απ’ τους «νηπτικούς», όπως συνήθως λέγονται, συγγραφείς, ελάχιστο ή μηδαμινό ενδιαφέρον επιδεικνύουν για την ενσωμάτωση του συνόλου της θεολογίας στο έργο τους. Αυτό φυσικά κάθε άλλο παρά μειώνει το έργο αυτό, αφού πράγματι αυτό που εξίσου ενδιαφέρει την Ορθόδοξη θεολογία είναι η άκρως εμπειρική, νηπτική και μετανοιακή, θεολογική γνωσιολογία, άνευ της οποίας κάθε είδους ευχαριστιακής ή εκκλησιολογικής οντολογίας κινδυνεύει ν’ αποτελεί έωλο και ακατανόητο υπερβατικό εκστατισμό. Πολύ λίγοι πάντως από τους Πατέρες, μεταξύ των οποίων οι άγιοι Γρηγόριος Νύσσης, Βασίλειος ο Μέγας, Μάξιμος Ομολογητής και Γρηγόριος Παλαμάς, επιχειρούν την βαθιά συναίρεση της νηπτικο-ασκητικής παράδοσης με τις ανθρωπολογικές και θεολογικές προϋποθέσεις και συνέπειές της.

Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ φρονώ πως ανήκει σ’ αυτήν την τελευταία ακριβώς κατηγορία Πατέρων (διότι πράγματι πρόκειται για ένα νεότερο Πατέρα της Εκκλησίας) και αυτό είναι κάτι το οποίο θα επιθυμούσα, εντελώς εισαγωγικά, να δείξω στην παρούσα εισήγηση. Σκοπός πράγματι του κειμένου που ακολουθεί, είναι ν’ αποδείξει προεισαγωγικά πως η θεολογία του π. Σωφρονίου ανήκει ειδικά στην παράδοση του Ορθοδόξου Ησυχασμού, όπως μάλιστα αυτός εκφράστηκε, με τη δημιουργική συναίρεση των προ αυτού Πατέρων, από τον αγ. Γρηγόριο Παλαμά, καθώς επίσης πως η θεολογία αυτή ανήκει στην παράδοση των μεγάλων θεολογικών συνθέσεων, όπου ακριβώς, με τον εγκυρότερο τρόπο, ολόκληρο το φάσμα της πατερικής θεολογίας (ειδικότερα μάλιστα, εν προκειμένω, της θεολογικής ανθρωπολογίας) αναδεικνύεται ξανά.

ΙΙ

   Κάτι τέτοιο μας υποχρεώνει να ανιχνεύσουμε καταρχήν το νόημα της εκστάσεως, της ασκητικής ανάβασης δηλαδή προς τον Θεό, στα όρια της ελληνικής πατερικής παράδοσης. Προς τον σκοπόν αυτό, είμαστε νομίζω υποχρεωμένοι ν’ ανιχνεύσουμε δυο είδη τέτοιας εκστάσεως προς το Θεό, στα όρια πάντοτε της παραπάνω παράδοσης: α) την πλατωνίζουσα έκσταση και β) την ησυχαστική έκσταση, της οποίας η έκφραση κορυφώνεται πράγματι στο παλαμικό έργο (αν και αποτελεί περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους της παλαιότερης πατερικής γραμματείας). Ας δούμε τα δυο αυτά είδη έκστασης χωριστά.

    Η πλατωνίζουσα έκσταση είναι αυτή η οποία έλαβε την κορυφαία έκφρασή της στα έργα του Ωριγένη. Είναι συγγενής με την ανάλογη θεωρία φιλοσοφικής γνώσης του Ενός, του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πλωτίνου (ο οποίος υπήρξε, κατά πάσα πιθανότητα, συμμαθητής του Ωριγένη στη φιλοσοφική σχολή του πρώην χριστιανού και μετέπειτα νεοπλατωνικού φιλοσόφου Αμμωνίου Σακκά). Υπενθυμίζω πως ο Πλωτίνος θεωρεί πως η ψυχή του ανθρώπου, που αποτελεί και την ουσία του, είναι κατά φύσιν συγγενής με το θείο και, περιπολώντας καταρχήν σε ουράνιους τόπους, εξέπεσε από λάθος της σε τούτη τη γη και τιμωρήθηκε προσδενόμενη στο υλικό αυτό σώμα το οποίο είναι παντελώς ξένο προς την πραγματική «θεία» ουσία του ανθρώπου.

Ο φιλόσοφος οφείλει να ξαναβρεί το θείον μέσω της εκ-στατικής θεωρίας, (η οποία ακριβώς εξέρχεται από την ύλη και τη δημιουργία, αφού αυτές ουσιαστικά ταυτίζονται με το μη – ον ή το κακό), είναι «ο δια θεωρίας το είναι έχων», κατά το φιλόσοφο. Η ψυχή λοιπόν στον Πλωτίνο χωρίζεται σε ανώτερη ψυχή, της οποίας ουσία είναι ο νους, και σε κατώτερη ψυχή, συνδεόμενη με το παθητικό μέρος της ψυχής και προσδεδεμένη στις ανάγκες του σώματος. Ο φιλόσοφος οφείλει να εγκαταλείψει τόσο το σώμα όσο και την κατώτερη αυτή ψυχή και δια του νοός του να αναμειχθεί με το Εν ωσότου αφομοιωθεί ολοκληρωτικά απ’ αυτό, εις τρόπον ώστε να γίνει ένα μ’ αυτό – «έν άμφω».

Παρόμοια ο χριστιανός Ωριγένης θεωρεί πως η ψυχή του ανθρώπου είναι κατά φύσιν συγγενής με το Θεό και χωρίζεται σε ανώτερη η οποία έχει ως ουσία της το νου και προϋπήρχε του συγκεκριμένου ανθρώπου, ουρανοδρομώντας αΰλως μέχρι τη φοβερή στιγμή του κόρου, όπου ακριβώς λόγω κορεσμού θα επισυμβεί και η πτώση της στην υλικότητα και σε κατώτερη ψυχή, αποτελούμενη από το θυμικό και το επιθυμητικό μέρος της ψυχής. Αυτό το κατώτερο μέρος υποτίθεται πως προσετέθη μετά την πτώση (η οποία δεν είναι άλλη από τη δημιουργία του ανθρώπου, αφού στον Ωριγένη η δημιουργία και η πτώση ταυτίζονται) και οφείλεται ακριβώς στην πτωτική τάση της ψυχής να συνδέεται μ’ ένα σώμα. Πνευματικότητα και εδώ είναι η θεωρία του Θεού, μέσω της εκ-στατικής αναχώρησης από την σωματικότητα, δια του συγγενούς προς τον Θεό ανθρώπινο νου.

Ο Ωριγένης είναι τριχοτομιστής: παραδέχεται, πλην της ψυχής και του σώματος, την παρουσία επίσης και πνεύματος στον άνθρωπο. Πνεύμα ανθρώπινο είναι εδώ ένα είδος κτιστής συμμετοχής στο Πνεύμα του Θεού, καθώς και ο τόπος αυτού του τελευταίου μέσα στον άνθρωπο, ασχέτως αν αυτός είναι βαπτισμένος ή όχι – μια ακόμη πλατωνική κληροδοσία. Το σώμα είναι βεβαίως μόνον τιμωρία της ψυχής, πλην όμως ο χριστιανός Ωριγένης δεν μπορεί παρά να θεωρεί πως θα υπάρξει μια μορφή επιβίωσής του στα έσχατα, υπό τη μορφή του «αιθερίου» σώματος των αγγέλων. Το «αιθέριο» σώμα είναι μια εφεύρεση που μας απαλλάσσει τόσο από την υλικότητα, όσο και από την πιθανότητα της τέλειας πνευματοκρατικής εξαφάνισης της υλικής δημιουργίας στα έσχατα – δεν ανήκει όμως επ’ ουδενί στη χριστιανική θεολογία…

[Συνεχίζεται]