Μετάνοια: στοιχείο αντιμετώπισης της οικολογικής κρίσης
31 Αυγούστου 2015Αποπειρώμενοι να αναπτύξουμε τη νέα προοπτική στην οικολογική ηθική, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, επίσης, πως από τη στιγμή που αιτία της οικολογικής κρίσης είναι η αμαρτία-αστοχία, μοναδικό αντίδοτο είναι η μετάνοια.[1] [2] [3]
Η γνώμη αυτή ταυτίζεται με την άποψη εκείνη σύμφωνα με την οποία η αμαρτία, με το να είναι το μέτρο για την επίγνωση του χωρισμού από τον Θεό, του χωρισμού από τη ζωή, απαιτείται να συνειδητοποιηθεί ώστε να αναπτυχθεί η αφετηρία και η βασική προϋπόθεση της μετάνοιας, δηλαδή της «αλλαγής του νου» και, κατ’ επέκταση, της όλης στάσης του ανθρώπου. Η μετάνοια βιώνεται από τους αγίους ως η ριζική αλλαγή του νου, του ήθους και της συμπεριφοράς τους, ως μετάβαση από την πτώση στην ανόρθωση. Παράλληλα, ο άνθρωπος μεταμορφώνεται198 εσωτερικά για τη σωστή τοποθέτησή του και την κατά φύση χρήση της φύσεως.
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η αμαρτία δεν αποτελεί νομικό αλλά υπαρκτικό γεγονός. Δεν είναι απλή παράβαση, η οποία διορθώνεται με μία δομημένη οικολογική συμπεριφορά, αλλά η έμπρακτη άρνηση του ανθρώπου να είναι αυτό που «κατ’ αλήθειαν» είναι: Εικόνα και «δόξα» – δηλαδή φανέρωση – του Θεού.[4] Ο οικουμενικός Πατριάρχης, τονίζοντας τη σημασία της μετάνοιας, το 1994 στο μήνυμά του, αναφέρει πως: «δια της μετανοίας οι δύο περιοχές της φύσεως και του ανθρώπου δύναται να καταστούν αντικείμενο φροντίδας και δημιουργικής προσπάθειας. Αλλά η μετάνοια πρέπει να συνοδεύεται από καλώς εστιασμένας πρωτοβουλίας, οι οποίες εκφράζουν το ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας».[5]
Γίνεται πλέον φανερό πως η μετάνοια, η οποία ταυτίζεται με την προσπάθεια για αποκατάσταση της προπτωτικής σχέσης του ανθρώπου με τον Θεόν και το φυσικό περιβάλλον, γίνονται βασικό στοιχεία για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης από την Ορθόδοξη θεολογία. Η σχέση αυτή όμως δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά σε νομικούς κανόνες, περιοριστικές δεσμεύσεις και σε μία οικολογικά αποδεκτή συμπεριφορά. Το ουσιαστικό πρόβλημα δεν ευρίσκεται στο οικοσύστημα, αλλά στην ανθρώπινη καρδιά, καθώς «πάσχουμε από οικολογική καρδιακή ανεπάρκεια».201
Η μετάνοια ως λύση του προβλήματος προτείνεται και από τον Κάλλιστο Ware, ο οποίος μάς εξηγεί μάλιστα το πως μπορούμε να οδηγηθούμε σε αυτή. Τονίζει την αναγκαιότητα: α) της νήψης, β) της σωφροσύνης (αγνότητας) και γ) της εγκράτειας – αυτοσυγκράτησης, δηλαδή τον εκούσιο αυτό-περιορισμό όσον αφορά στην κατανάλωση τροφής και φυσικών πόρων. Αλήθεια όμως τι περιορισμούς είμεθα διατεθειμένοι να δεχθούμε και πώς μπορεί να πειστεί ο σύγχρονος άνθρωπος να τους δεχθεί;
Η μετάνοια, την οποία επικαλούμεθα, αν και αφορά στον κάθε άνθρωπο μας με ιδιαίτερο τρόπο καθώς είναι προσωπική υπόθεση, θα είναι για όλους πιο ριζική, αν κατανοήσουμε τη θέση πως «οι κτιστές πραγματικότητες είναι ιερές». Η ένωση όλων με τον Θεό αποτελεί μία από τις πιο κεφαλαιώδεις προκλήσεις για τον σύγχρονο άνθρωπο και συμβαδίζει με τη νέα προοπτική της Οικολογικής ηθικής.
Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα οφείλει να διδαχθεί πως «Εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (Πραξ. ιστ’ 28). Η πίστη στη διδαχή ότι τα δημιουργήματα όχι μόνον λαμβάνουν την ύπαρξή τους από τον Θεό, αλλά διατηρούν την ύπαρξή τους παραμένοντας εν Θεώ, μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε ότι ο κόσμος υπάρχει εντός του Θεού, «επειδή εξ’ αυτού και δι’ αυτού και εις αυτόν τα πάντα» (Ρωμ. ια’ 36). Η πράξη της δημιουργίας δεν ισοδυναμεί με παροχή ανεξάρτητης υπόστασης σε κάτι, δηλαδή δεν σημαίνει ότι το δημιούργημα μπορεί να υπάρχει ή να υφίσταται αφ’ εαυτού. Η δημιουργία συντελείται εντός του Θεού, όχι έξω από τον Θεόν.