Ιστορικές μαρτυρίες για τα ψάρια της Πόλης

11 Νοεμβρίου 2015
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/1PjLfC9]

Τα υπέροχα καλκάνια ψαρεύονται γύρω από το στόμιο του Ευξείνου κατά τον Μάρτιο και οι γλώσσες τον Μάϊο και τον Ιούνιο. Ο Ιούλιος έχει να κάνη με τις σαρδελλοφρίσσες και με την τέρψι της θέας των πυροφανιών.

Αλλ’ ο Σεπτέμβριος, αυτός ο πανευτυχής μήνας του Βοσπόρου φέρνει μαζί με τα ορτύκια και τα γοφάρια. Τότε το ψάρεμα παίρνει την μορφή γιορτής. Επειδή τότε το ψάρεμα γίνεται την νύχτα, συμμετέχει και το ωραίο φύλλο.

Πόσα τρυφερά χέρια πόνεσαν από την τραχύτητα και κάποτε κάποτε -αν και σπανίως είναι η αλήθεια- από το ευχάριστο βάρος της πετονιάς! Πόσα χτυποκάρδια, όταν το πονηρό ψάρι κτυπά με την ουρά του το αγκίστρι γιατί υποπτεύεται την δολιότητά του! Αλλά και πόση απελπισία, όταν το ψάρι φθάση σχεδόν στην επιφάνεια, ξεφύγη ξαφνικά απ’ το αγκίστρι και αφίση την νέα μας Κλεοπάτρα με τα χέρια αδειανά!

Πηγή:jlavision.wordpress.com

Πηγή:jlavision.wordpress.com

Ο ξιφίας επειδή είναι αποδημητικός λησμονεί πολλές φορές για χρόνια τον Βόσπορο. Παρετηρήθη ότι από το 1813, όταν το ψύχος του φοβερού εκείνου χειμώνα τον έδιωξε προς τον θερμότερο νοτιά, συνήθισε στα ζεστά εκείνα κλίματα και δεν φαινόταν παρά μόνον σπανιότατα στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά μετά από δεκαπέντε, είκοσι χρόνια άρχισε και πάλι τον παληό του δρόμο και τώρα (1850 περίπου) ψαρεύονται πάμπολλοι και παμμεγέθεις κατά το καλοκαίρι.

Αλλ’ ο κυριώτερος πλούτος του Βυζαντίου, ήδη απ’ αυτά τα πανάρχαια και ηρωϊκά χρόνια, ήταν το ψάρεμα των κοπαδιάρικων ψαριών και ιδίως το ψάρεμα της παλαμίδας. Είτε γιατί τα νερά του Ευξείνου είναι γλυκύτερα, είτε γιατί, σύμφωνα με τα όσα πιστεύονται, η θάλασσα αυτή δεν τρέφει θαλασσινά θηρία, είτε και για τα δύο, όλα τα είδη των κοπαδιάρικων ψαριών της Μεσογείου καταφεύγουν σ’ αυτήν για να πολλαπλασιάσουν το κάθε ένα το είδος του.

Κατέρχονται το φθινόπωρο και ανέρχονται την άνοιξι, φυσικά μέσω του Βοσπόρου. Απ’ τα ψάρια αυτά δυό κυρίως είδη είναι τα πολυπληθέστερα. Τα σκουμπριά και οι παλαμίδες… Λέγει ο Στράβων (Βιβλίον Ζ’ , 6) «Η παλαμίδα γεννάται στα αβαθή της Μαιώτιδος (θάλασσα του Αζώφ, στην Κριμαία) και αφού μεγαλώση ολίγον κατέρχεται αγεληδόν και φθάνει πλησίον των ακτών της Ασιανής Τραπεζούντος και της Φαρνακίας. Απ’ εκεί αρχίζει η αλιεία. Αλλ’ οι ψαριές δεν είναι επαρκείς γιατί τα ψάρια δεν έχουν ακόμη το κατάλληλο μέγεθος. Όταν η παλαμίδα φθάση στην Σινώπη, τότε είναι καλύτερη και για ψάρεμα και για πάστωμα. Αλλ’ όταν φθάσουν και εγγίσουν τις Κυανέες Πέτρες (τις Συμπληγάδες) και αρχίσουν να τις προσπερνούν, εκεί κοντά στις ακτές της Χαλκηδόνος κάποια πέτρα λευκή τις φοβίζει, οπότε αμέσως κατευθύνονται στην απέναντι πλευρά. Απ’ εκεί ο ρούς του Βοσπόρου αλλά και το κατάλληλο του τόπου τις στρέφει προς το Βυζάντιο και τις εισάγει στον Κεράτιο. Εκεί συγκεντρώνονται και έτσι παρέχουν στους κατοίκους του Βυζαντίου και στον δήμο των Ρωμαίων ένα αξιόλογο έσοδο. (Πέφτοντας η παλαμίδα μέσα στον Κεράτιο κόλπο ψαρεύεται εύκολα και λόγω του πλήθους της αλλά και λόγω του ισχυρού ρεύματος που τις σπρώχνη, αλλά και λόγω της στενότητος του κόλπου, ώστε να συλλαμβάνεται και με τα χέρια, λόγω του περιωρισμένου χώρου).

Όμως οι Χαλκηδόνιοι παρ’ όλον ότι κατοικούν πλησίον δεν μετέχουν σ’ αυτή την ευφορία γιατί η παλαμίδα δεν πλησιάζει στα λιμάνια τους. Ένεκα τούτου όταν μετά το κτίσιμο της Χαλκηδόνος ηρωτήθη ο Απόλλων στούς Δελφούς απ ’ αυτούς που επρόκειτο να κτίσουν το Βυζάντιο, αυτός τους προέτρεψε να κτίσουν την πόλι τους απέναντι από την πόλι των τυφλών. Απεκάλεσε τυφλούς τους Χαλκηδονίους γιατί αφού προηγουμένως ερεύνησαν τους γύρω τόπους και άφισαν τα απέναντι μέρη που είχαν τέτοιο και τόσον πλούτο, προτίμησαν την φτωχότερη περιοχή».

Τα ίδια επαναλαμβάνει για την πέτρα αυτή και ο Πλίνιος (27-79 μ.Χ., εις Historia naturalis, 9,19) τα οποία όμως οι μεταγενέστεροι ζωολόγοι και γεωγράφοι έκριναν ως αναπόδεικτα. Ο Ουάρων (116-27 π.Χ.) μάλιστα ισχυρίζεται ότι οι παλαμίδες της Χαλκηδόνος είναι καλύτερες απ’ αυτές του Βυζαντίου. Ο δε Τουρνεφόρτιος (1656- 1708) εξ ιδίας, νομίζω, πείρας διαδεδαιώνει ότι στην εποχή του ψαρεύονταν στην Χαλκηδόνα πολλές και υπέροχες.

Τουναντίον μέσα στον Κεράτιο, τώρα στα χρόνια μας (γύρω στα 1850 δηλαδή) σπανίως πιά ψαρεύονται, ίσως γιατί χάθηκαν τα εισερχόμενα στις όχθες του κανάλια. Όμως στον Βόσπορο και μάλιστα στα παράλιά του προς το στόμιο για τον Εύξεινο, στην Χηλή, στις εκβολές του Ρήβα και προπάντων στην ακτή της Θυννιάδος (Νιάδας) που εκ των θύννων (των τόννων δηλαδή) ωνομάσθη έτσι, συλλαμβάνονται πολυπληθείς τόννοι κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο. Οι μεγαλύτεροι αποκαλούνται Πετσούδες, απ’ την Ιταλική γλώσσα. Παλαιότερα ωνομάζοντο Τεμαχίται. Αυτοί αλατιζόμενοι αποτελούν το περίφημο Παστό τον Βυζαντίου, αυτό που κοινώς ονομάζουμε λακέρδα (εκ του λατινο-ισπανικού).

Αυτής το πάστωμα ως και των άλλων ψαρικών, οι επιδεξειώτεροι ταριχευτές είναι απ’ τα παληά χρόνια οι ενταύθα κατοικούντες Εβραίοι. Και αυτό είτε γιατί τρέφονται συνήθως με αλμυρά είτε γιατί μετέφεραν μαζί τους αυτή την τέχνη από Πορτογαλία και Ισπανία απ’ όπου μετανάστευσαν. Σύμφωνα με τον Στράβωνα εκεί υπήρχαν μεγάλα εργαστήρια παστώματος ψαριών.

[Συνεχίζεται]