Οι παροιμιώδεις αρετές του γέρ. Κορνήλιου Μαρμαρινού

12 Δεκεμβρίου 2015
[Προηγούμενη δημοσίευση:http://bitly.com/21O9PRx]

gerkornmarmpar2

Η αγάπη, η στοργή και η φιλανθρωπία του ήταν παροιμιώδεις, γι’ αυτό και αργότερα ο Μητροπολίτης Χίου Χρυσόστομος Γιαλούρης[2] που τον κήδευσε, έλεγε στον επικήδειο λόγο του:

«Είχε θέλησι ισχυρή, σωστό ατσάλι, μέσα σε μια κράσι γερή. Πανέξυπνος δε και τετραπέρατος. Η ρωμαλεότης της ψυχής και ο δυναμισμός του δεν τον έκαναν σκληρόν απέναντι στους άλλους και μάλιστα στους πονεμένους και τους αμαρτωλούς. Συνέπασχε μαζί τους και μοιραζόταν τον πόνο των, τον ψυχικό και σωμα­τικό, σκορπώντας ό,τι είχε στους φτωχούς και δυστυχισμένους, με ευαγγελικήν αγάπη και ευσπλαγχνία.

Αυτός ο αυστηρός νηστευτής, που έζησε και σε σπηλιά μέσα, με σκληρή άσκησι και με σίδερα, οπως διηγούνται, στο σώμα, κατά το Παύλειον: «υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ»[3], ήταν εν τούτοις μαλακός απέναντι των συνανθρώπων του και ποτέ δεν τους «επέβαλε φορτία βαρέα και δυσβάστακτα».

Όπως είναι γνωστο για όλους τους αγίους ανθρώπους, έτσι και ο Γέροντας μπήκε στο στόχαστρο του διαβόλου. Τον φθόνησε ο πονηρός και χρησιμοποίησε ως όργανά του ακόμη και ρασοφόρους για να πληγώσει τον Γέροντα.

Τον συκοφάντησαν ότι είναι στην φυλακή για τις αμαρτίες που έκανε· ότι έκλεβε το ταμείο της Νέας Μονής· ότι έκλεβε το τα­μείο της Μονής της Ζωοδόχου Πηγής Κουρνά την οποία επέβλεπε· ότι έκοβε παράνομα τα πεύκα της Νέας Μονής και τα πουλούσε.

Ο ιδιος βέβαια αντιπαρερχόταν τα πάντα με σιωπή και προσευχή. Πονούσε, άλλα δεν εκφραζόταν. Προ­σευχόταν και ο Θεός φώτιζε τον Μητροπολίτη να βλέπει ότι όλα ήταν παγίδες του διαβόλου. Εξάλ­λου ο Γέροντας ήταν πάμπτωχος και εντελώς ακτήμονας· τελείως αποκολλημένος από την ύλη και τα αποκτήματά της…

Τα πάντα στην ζωή του ήταν ένα διαρκές θαύμα. Αναφέρεται ότι κάποιοι εργάτες διαμαρτύρονταν γιατί ο Γέροντας τους είχε απλήρωτους. Αγανακτισμένοι τον διέ­κοψαν την ώρα που λειτουργούσε. Εκείνος όμως προσευχόταν και συγκεντρωνόταν να τελειώσει την Λειτουργία. Όταν τελείωσε, παρου­σιάστηκε ξαφνικά ένας κύριος που είχε τάξει κάτι στην Μονή -χωρίς να το γνωρίζει κανείς- και έσπευσε να πληρώσει τα δέκα ημερομίσθια που χρωστούσε ο Γέροντας. Τότε οι εργάτες πήραν τα χρήματά τους και ντροπιασμένοι για την ολιγοπιστία τους ζήτησαν συγγνώμη από τον σε­βάσμιο Γέροντα, ο οποίος καλοσυ­νάτος όπως πάντα τους ξαναπροσέφερε δουλειά…

Όπως προαναφέραμε, ήταν φορέας της Χάριτος του Θεού. Ανα­φέρεται ένα περιστατικό σχετικό με τον θάνατο μιας μοναχής. Μετά την ταφή της πήγαινε συνέχεια στον τάφο της και προσευχόταν για την σωτηρία της. Παρηγορήθηκε μόνο όταν είδε μια πύρινη φωτεινή στήλη να ξεκινάει από τον τάφο της και να φθάνει στον ουρανό. Η αγωνία για την ψυχική κατάσταση της πνευματικής του θυγατέρας επιβραβεύθηκε με θεία αποκάλυψη…

Κάποτε από την μοναχή Ευαγγελίστρια Χούμη από τα Καρδάμυλα, που έγινε αργότερα Ηγουμένη, ζήτησε ξύλα και καρφιά και κλείστηκε στο κελλί του. Οι μοναχές τον έχασαν για αρκετές ώρες και όταν κοίταξαν από το παράθυρο του κελλιού του τον είδαν κρεμα­σμένο σε ένα Σταυρό· είχαν πιστέ­ψει ότι πέθανε, όταν τον άκουσαν να ψιθυρίζει: ««Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Επιθυμούσε να συσταυρώνεται με τον Χριστό και περνούσε κάθε Μεγάλη Παρα­σκευή επάνω στον Σταυρό. Ζήτη­σε από τον Χριστό να συμπάσχει μαζί Του, και έτσι κάθε Μεγάλη Παρασκευή είχε ηψηλό πυρετό και υπέφερε πολύ, ενώ το βράδυ της Αναστάσεως ήταν εντελώς καλά και χαρούμενος…

Ο Γέροντας έλεγε ότι το μεγα­λύτερο έργο του ήταν «να κερδί­ζει ψυχές στον Χριστό». Με την αγάπη, την προσευχή, το παρά­δειγμα και κυρίως με το μυστήριο της εξομολογήσεως οικοδομούσε τις ψυχές των ανθρώπων και τις οδηγούσε στην σωτηρία. Για την εξομολόγηση διέθετε αφειδώς τον χρόνο του· ήταν σιωπηλός, άκουγε προσεκτικά, συμβούλευε δια­κριτικά, έδειχνε κατανόηση και στοργή. Μετά τα λειτουργικά του καθήκοντα αφιερωνόταν στους ανθρώπους που κουρασμένοι ψυχικά έπαιρναν το ανηφοράκι του Μοναστηριού για να εξομολογηθούν. Αγκάλιαζε στοργικά τους μετανοημένους αμαρτωλούς και μοιραζό­ταν μαζί τους τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Προσπαθούσε να τους ξεκουράσει από το βάρος της ένοχής που ένιωθαν και να τους οδη­γήσει στον Χριστό. Μονολότι ήταν αυστηρός στον εαυτό του, στους άλλους ήταν επιεικής και πολύ συγκαταβατικός. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη, όταν βοηθούσε τις ψυχές να γνωρίσουν τον Χριστό και να ορθοποδήσουν.

[Συνεχίζεται]
  1. Πνευματικό παιδί του Γέροντα, όπως και ο Μηθύμνης Ιάκωβος Μαλλιαρός.
  2. Α΄ Κορ. θ΄, 27.