Προσβάσιμη σελίδα

Προτάσεις για μία διεπιστημονική προσέγγιση της παρ’ημίν μουσικολογίας (1ο μέρος)

Προτάσεις για μία διεπιστημονική προσέγγιση της παρ’ημίν μουσικολογίας βάσει προσφάτων τάσεων στην διεθνή έρευνα των επιστημών περί τον άνθρωπο

Πέρα από το φαινόμενο της περιθωριοποίησης της επιστημονικής έρευνας περί τον άνθρωπο από μία εν κρίσει παγκόσμια κοινότητα η σημερινή βυζαντινή μουσικολογία ως ακαδημαϊκός κλάδος χαρακτηρίζεται κατά μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας της από μία απομόνωση από τους άλλους ερευνητικούς κλάδους, μουσικολογικούς ή μη, εντός και εκτός συνόρων. Οι λόγοι σίγουρα είναι διάφοροι και περίπλοκοι.

Ιστορικά μεν θέτοντας το ζήτημα μεταξύ άλλων συνετέλεσαν οι παρελθούσες διαμάχες Ελλήνων με ξένους μουσικολόγους για επιμέρους ζητήματα της θεωρίας και πράξεως της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ψαλτικής, οι διαφορετικοί τρόποι και ζητήματα στα οποία οι μεν και οι δε επέλεξαν να είναι παραδοσιακοί ή νεωτεριστές, η διαφορετική σχέση τους με την πράξη του αντικειμένου τους – μία κατ’ ουσίαν ψαλτική τέχνη, και η στήριξή τους σε διαφορετικές βιβλιογραφικές αυθεντίες.

logo2

Από θεωρητικής δε απόψεως, διαφαίνεται ότι η βυζαντινή μουσικολογία – τουλάχιστον ως κλάδος της επιστημονικής βιβλιογραφίας και της διαπροσωπικής προφορικής ομιλίας (συνεδριακής ή και μη θεσμικής) – επιλέγει ακόμα να οριοθετεί τις θεωρίες και μεθοδολογίες της κυρίως βάσει του επιστημονικού της αντικειμένου, δηλαδή της λεγάμενης βυζαντινής μουσικής, και όχι το αντίθετο. Δεν θα ήταν γόνιμο να περιοριστεί κανείς σε μία κατάκριση αυτής της στάσεως, εν τούτοις· η τοποθέτησή της σε ένα ευρύτερο ερευνητικό περιβάλλον ίσως θα επέτρεπε να κατανοηθεί καλύτερα ως φαινόμενο, ενώ σίγουρα θα συντελούσε στο μπόλιασμά της με σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες οι οποίες θα μπορούσαν να της δώσουν πιο εξελιγμένα ερευνητικά εργαλεία από αυτά τα οποία τώρα διαθέτει, εργαλεία κατάλληλα για να κατανοήσει αφ’ ενός την θέση της σε έναν ευρύτερο κόσμο, στον οποίο υπάρχουν ακόμα μελετητές οι οποίοι ασχολούνται με την μουσική την οποία εμείς ψάλλουμε στην εκκλησία (εδώ συμπεριλαμβάνονται και οι εξαιρέσεις Ελλήνων ερευνητών οι οποίοι συστοιχίζονται με ένα διεπιστημονικό τρόπο θεωρήσεως των σχετικών πραγμάτων), αφ’ ετέρου να βελτιώσει την ίδια την θεωρία και την μεθοδολογία της έρευνας προς εμπλουτισμό της ίδιας της παρ’ ημίν εκκλησιαστικής μουσικής.

 

  1. Η ΨΑΛΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ: ΚΑΠΟΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

Ο όρος ‘παρ’ημίν εκκλησιαστική μουσική’[1], τον οποίο ο ιστορικός Γεώργιος Παπαδόπουλος χρησιμοποίησε κατά κόρον για να αναφερθεί στην μουσική εκείνη, της οποίας απόγονος είναι το ψαλτικό αντικείμενο όλων ίσως των παρευρισκομένων στο συνέδριο του οποίου τα πρακτικά εκδίδονται ενταύθα, είναι ένας όρος που προέρχεται από την δική μας ιστοριογραφική παράδοση και που περιγράφει το αντικείμενό μας με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μας αφήνει αμφιβολία περί της ταυτότητάς του, δεικνύοντας παράλληλα ότι δεν είναι πάντα αντικειμενικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα ορίζονταν κατά το βέλτιστον τα πράγματα (ο όρος εκκλησιαστική μουσική ορθοδόξου δόγματος και ελληνικής γλώσσας δεν είναι τόσο σαφής όσο ο πιο «υποκειμενικός» ως φέρων σε κοινότητα όρος ‘η παρ’ημίν εκκλησιαστική μουσική’ του Γεωργίου Παπαδοπούλου.

Εν σχέσει προς την ‘παρ’ημίν εκκλησιαστική μουσική’, λοιπόν, και για να έρθουμε στο παρ’ ημίν θέμα, η ιδέα της ψαλτικής ως επιστήμης με μία έννοια η οποία μπορεί να είναι οικεία στον αναγνώστη του παρόντος χωρίς ιδιαίτερη έρευνα, φαίνεται πως έχει συλληφθεί για πρώτη φορά από την εποχή της Μεταρρυθμίσεως του 1814 από τους Τρεις Δασκάλους Χρύσανθο, Χουρμούζιο, και Γρηγόριο, μεταρρύθμιση της οποίας την 200η επέτειο εορτάζουμε φέτος. (Δεδομένης της κεντρικότητας του ορισμού της μουσικής ως επιστήμης για την μουσικολογία, αυτή η επέτειος δεν έχει εορταστεί όσο θα έπρεπε, διότι, καθ’ όσον γνωρίζω, μόνο ένα επετειακό συνέδριο έχει προαναγγελθεί.) Απότοκος της μεταρρυθμίσεως αυτής, ως γνωστόν, η νέα μέθοδος της μουσικής.

Μία φράση από τον πρόλογο του εκδότη του μείζονος θεωρητικού συγγράμματος της νέας μεθόδου, του Μεγάλου Θεωρητικού της Μουσικής του Χρυσάνθου εκ Μαδύτων, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως, λόγω ακριβώς της κεντρικής αυτής σημασίας του Μεγάλου Θεωρητικού για την νέα μέθοδο, αντιπροσωπευτική μίας όλης νέας θεωρήσεως, ή, σύμφωνα με έναν όρο που ο μακαριστός Λυκούργος Αγγελόπουλος χρησιμοποιούσε, οπτικής της μουσικής, μίας οπτικής πιθανώς προερχομένης από την αδιάκοπη αναζήτηση της βελτιώσεως της ελληνικής παιδείας από το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο κατά τους αιώνες της Οθωμανικής κατοχής και την συνεπαγομένη παιδαγωγική φιλοσοφία του[2], όπως επίσης και από τον αποκαλούμενο ευρωπαϊκό Διαφωτισμό[3] (η σειρά με την οποία παρατέθηκαν εδώ οι πιθανές πηγές της φιλοσοφίας της νέας μεθόδου είναι ιεραρχική ως προς τον βαθμό επηρείας των δύο αυτών διαφορετικών φιλοσοφιών)· έγραψε λοιπόν ο εκδότης Παναγιώτης Πελοπίδης:[4]

‘Ούτος λοιπόν o φιλογενέστατος Κύριος Χρύσανθος, και οι συνάδελφοί του Κύριοι, Γρηγόριος, και Χουρμούζιος, o μέν Πρωτοψάλτης, o δέ Χαρτοφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας, μικρόν προ της Eπαναστάσεως ενωθέντες, και συσκεφθέντες φιλοσόφως και επιστημονικώς, ανεκάλυψαν τον Χρόνον εις τήν Μουσικήν, και επροσδιώρισαν την καταμέτρησιν και διαίρεσιν αυτού πολλαχώς· [… ]επροσδιώρισαν τα διαστήματα των επτά Τόνων διά συστηματικών Κλιμάκων καθ’ όλα τα γένη της Μουσικής· τα διαστήματα των Φθορών, δι’ ών γίνεται η μετάβασις και η μεταβολή από ήχου εις ήχον, από γένους εις γένος, και από κλίμακος είς κλίμακα· μετέβαλαν τους Μουσικούς Χαρακτήρας από συμβόλων εις γράμματα· και, έν ενί λόγω, καθυπέβαλαν εις κανόνας την πριν ακανόνιστον μέν, αλλά πολυποικιλομελή Μουσικήν μας με τρόπον αξιοθαύμαστον.’

Η φιλοσοφική και επιστημονική αυτή στάση των Τριών, σύμφωνα με την γνώμη του Πελοπίδη, μοιάζει να έχει οδηγήσει σε έναν πιο αναλυτικό ορισμό μουσικών εννοιών, ικανοποιώντας παράλληλα και μία αναγκαιότητα της εποχής εκείνης για διατύπωση θεωρητικών κανόνων οι οποίοι να διέπουν τα κύρια θέματα της εκκλησιαστικής ψαλτικής, δηλαδή, όπως τα συνοψίζει ο Πελοπίδης, τον χρόνο, τα διαστήματα των τόνων και κλιμάκων κατά τα μουσικά γένη, τα διαστήματα των φθορών, διά των οποίων και οι μεταβολές κατ’ ήχον, γένος, και κλίμακα επιτυγχάνονται, και, τέλος, τους χαρακτήρες, ή, όπως σήμερα αποκαλούνται ως σύνολο, την σημειογραφία.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ένα νόημα το οποίο έλαβε η επιστήμη σε εκείνα τα χρόνια ήταν η λογική και αναλυτική κανονικοποίηση των πραγμάτων, δηλαδή η όσο το δυνατόν πληρέστερη συστηματοποίηση της θεωρίας της ψαλτικής· ας μην λησμονούμε ότι οι πρώτες θεωρητικές διατριβές οι αποσκοπούσες σε αυτήν την κανονικοποίηση γράφτηκαν από τους ίδιους τους Τρεις Δασκάλους[5]· η μελέτη της ιστορίας της παρ’ημίν Εκκλησιαστικής Μουσικής από την μεταρρύθμιση του 1814 και ύστερα θα πρότεινε ίσως ότι, εκτός των πρακτικών μουσικών θεμάτων τα οποία έχουν απασχολήσει τα μυαλά των ψαλτών από τότε, ένα από τα κύρια ενδιαφέροντά τους, ίσως ένα από τα μόνιμα ενδιαφέροντά τους, έχει υπάρξει και η θεωρία, δηλαδή, με τους όρους του Πελοπίδη, το αποτέλεσμα της επιστημονικής σκέψεως.

Έτσι, μία πηγή του κυρίου θέματος του τρέχοντος συνεδρίου, δηλ. του θέματος ‘Η ψαλτική τέχνη ως αυτόνομη επιστήμη’, θα μπορούσε να είναι η ίδια η εορταζομένη (?) φέτος μεταρρύθμιση της μουσικής από τους Τρεις Δασκάλους. Εν τούτοις, θα ήταν αρκετά δύσκολο κανείς να αποδείξει έναν τέτοιο ισχυρισμό, διότι αυτή η απόδειξη θα απαιτούσε πλήρη ορισμό των όρων τέχνη, ψαλτική, και επιστήμη τότε και τώρα, όπως επίσης και την ιστορία της εξελίξεως των νοημάτων τους από τις αρχές του 19ου αι. Μία παρατήρηση που αφορά το σχετικό θέμα προς συζήτηση στα πιο πρόσφατα χρόνια, εν τούτοις, ίσως θα ήταν πιο δόκιμη για να ξεκινήσει, τουλάχιστον, κανείς, έναν σχετικό προβληματισμό. Με αυτόν τον τίτλο, η οργανωτική επιτροπή του τρέχοντος συνεδρίου, την οποία ευχαριστώ θερμά για την αποδοχή της προτάσεως πίσω από την παρούσα ανακοίνωση, μοιάζει να έχει ανταποκριθεί σωστά σε ένα δίλημμα το οποίο τέθηκε από την παλαιότερη γενεά μελετητών, δηλ. «το δίλημμα της καλλιτεχνικής ή επιστημονικής φύσεως της ψαλτικής».

Εν τούτοις, το ερώτημα εάν η ψαλτική είναι τέχνη ή επιστήμη θα μπορούσε, ως προς την απάντηση που καλείται κανείς να δώσει, να είναι και ένα ψευδο-δίλημμα. Διότι, όπως έχει συμβεί και με πολλά άλλα προβλήματα τεθειμένα ως διλήμματα στην ιστορία της λογιωσύνης, η απάντηση θα μπορούσε να δοθεί ικανοποιητικά μέσω μίας συναφής (για να χρησιμοποιήσω έναν γνωστό μας όρο) των δύο δήθεν αντιθέτων απαντήσεων. Ας ξεκαθαρίσω ότι επί του παρόντος δεν εξετάζω την χρησιμότητα του διλήμματος: είμαι σίγουρος ότι ιστορικά διλήμματα όπως το προκείμενο δεν δημιουργήθηκαν τυχαία – δημιουργήθηκαν από γόνιμο προβληματισμό επί παλαιοτέρων ζητημάτων τα οποία απασχολούσαν τους ερευνητές και εκφράζουν τις ανησυχίες μίας εποχής, δίνοντάς μας εκ των υστέρων την δυνατότητα να καταλάβουμε το παρελθόν. Όμως, η απάντησή τους ανήκει στο παρόν της θέσεώς της – στο μέλλον του διλήμματος, συνεπώς δεν χρειάζεται να είναι πάντοτε επιλεκτική της μίας ή της δεύτερης απαντήσεως.

Έστω ένα επίκαιρο, σύμφωνα με τα παραπάνω, παράδειγμα που φαίνεται ότι απασχολεί τους σύγχρονους ενασχολουμένους με την παρ’ ημίν εκκλησιαστική μουσική: ήταν θετική ή αρνητική για την μουσική μας η μεταρρύθμιση από τους Τρεις Δασκάλους; Της πεσούσης φύσεως του ανθρώπου δοθείσης, οι Τρεις μπορεί να έδρασαν και θετικά και αρνητικά κατά την μεταρρύθμιση της μουσικής – αφ’ ενός κάποιες πτυχές της παλαιότερης γραφής χάθηκαν (χειρονομικά σημεία, σημεία δηλωτικά όλων φράσεων, άλλη αντίληψη του ρυθμού, κ.α.), αλλά παραλλήλως, η επικράτηση και επιτυχής πορεία της μουσικής τους μεταρρυθμίσεως μπροστά στα ψαλτικά αναλόγια των εκκλησιών της καθ’ ημάς Ανατολής, βορείως μέχρι την Σιβηρία, δυτικώς ως την Αμερική, ανατολικώς μέχρι την Αυστραλία, και νοτίως έως την Αφρική, μοιάζει να στηρίζει την μεταρρύθμισή τους.

Η συζευκτική αυτή απάντηση δεν είναι ποσοτική: κανείς αρκεί να ξαναδιαβάσει τις τότε αναφορές περί ελλείψεως ικανοποιητικής γνώσεως από μέρους των ψαλτών κατά τα χρόνια προς της μεταρρυθμίσεως του 1814 στα γραπτά της Αικατερίνης Ρωμανού, ώστε να καταλάβει την πραγματικά μεγάλη ευεργεσία τους προς τους τότε (και μετέπειτα) μαθητές[6].

Ομοίως, η ψαλτική θα μπορούσε να είναι και ένα είδος τέχνης και ένας κλάδος της επιστήμης ταυτοχρόνως. Σε ρεαλιστικούς όρους, στο πλαίσιο ενός συνεδρίου όπως το τρέχον, έχει ουσιαστικά ήδη προϋποτεθεί ότι η μουσική είναι ένα αντικείμενο προς επιστημονική μελέτη. Η τοποθέτηση της τέχνης του ψαλτικού αναλογίου στην πανεπιστημιακή ύλη, συζήτηση, και βιβλιογραφία, σήμανε την επίσημή της είσοδο, με θεσμικούς πια όρους, στον επιστημονικό κόσμο.

(συνεχίζεται)

Παραπομπές

[1]    [1, σελίς τίτλων]

Copyright: © 2014 Αγαμέμνων Τέντες. Αυτή είναι μια δημοσίευση ανοικτής πρόσβασης που διανέμεται υπό τους όρους Creative Commons Attribution License 3.0 Unported , που επιτρέπουν χρήση χωρίς περιορισμούς, διάδοση, και αναπαραγωγή σε κάθε μέσο, εφόσον αναφέρονται οι συγγραφείς και η αρχική πηγή της δημοσίευσης.

[2]    Μία συνοπτική αναφορά των σχετικών περιγραφών ενός ιστορικού της περιόδου της Οθωμανικής κατοχής, δηλαδή του Μανουήλ Γεδεών, βλ. σε ένα άρθρο του υπογράφοντος στο ηλεκτρονικό περιοδικό Πεμπτουσία [2, http://www.pemptousia.gr/2013/05/προτάσεις-από-το-έργο-του-μανουήλ-γεδε/] («Προτάσεις από το έργο του Μανουήλ Γεδεών για μία εν παιδεύσει ανάκαμψη της Ελλάδας», μέρος α’).

[3]    Περί των ευρωπαϊκών επιδράσεων στην μεταρρύθμιση του 1814, βλ. το έργο της Καίτης Ρωμανού (π.χ. ένα από τα πιο πρόσφατα σχετικά έργα της είναι το [3]). Το νέο-αριστοτελικό υπόβαθρο των παλαιοτέρων καθηγητών και το ευρωπαϊκό υπόβαθρο μίας νεότερης γενιάς καθηγητών στα ελληνικά σχολεία και ανώτερες σχολές της ελληνόφωνης νότιας Βαλκανικής στον 18° και στον 19° αι. αναφέρονται από τον Μανουήλ Γεδεών ως οι δύο κύριοι πόλοι φιλοσοφίας και διδασκαλίας της εποχής, πόλοι των οποίων η σύγκρουση μπορεί και να θεωρηθεί ως υπαίτια της ανθήσεως των παρ’ ημίν γραμμάτων περί το 1800 μ.Χ. (βλ. μία περίληψη στο [4, https://www.pemptousia.gr/2013/05/μανουήλ-γεδεών-και-παιδεία-β΄μέρος/]) («Προτάσεις από το έργο του Μανουήλ Γεδεών για μία εν παιδεύσει ανάκαμψη της Ελλάδας», μέρος β’).

[4]    [5, σσ. ε΄-ς΄], πλάγια γραφή ημέτερη.

[5]    [6, [7, [8], [9].

[6]    [10, σελ.90], το οποίο μεταφράζει ένα μερικώς-σωζόμενο κείμενο του Αποστόλου Κώνστα ευρισκόμενο σήμερα στην Βιβλιοθήκη Κοραή της Χίου [11, σελ.45ν], όπως επίσης και [10, σελ.91], αναφερόμενο στα [12, σελ.32] και [13, σελ.349].

Πηγή: Karagounis, Konstantinos Charil., Kouroupetroglou, Georgios, (eds.), 2015, The Psaltic Art as an Autonomous Science: Scientific Branches – Related Scientific Fields – Interdisciplinary Collaborations and Interaction, Volos: Academy for Theological Studies of Volos: Department of Psaltic Art and Musicology,

Web pagehttp://speech.di.uoa.gr/IMC2014/ (προσπελαθείσα στις 30/12/2015), σσ. 525-541.

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Μαρκέλλου Πιράρ «Έτσι ψάλανε οι παππούδες»
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Θωμά Αποστολόπουλου «Δέκα λεπτομέρειες για τη βυζαντινή μουσική»
Μνήμη Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμή: σκαπανέας, διασώστης, κιβωτός
«Το ευ ζην μου εδίδαξε ο Λυκούργος Αγγελόπουλος»
«Θα ανοίξω το στόμα της ψυχής μου και θα γεμίσει από Άγιο Πνεύμα»