Οι δρόμοι της λύτρωσης στο Γ. Βιζυηνό

10 Φεβρουαρίου 2016

 Αφού μελετήθηκαν διεξοδικά τα ηθικά ζητήματα που τίθενται στο κλασικό διήγημα “Το αμάρτημα της μητρός μου” (προηγούμενη δημοσίευση:http://bitly.com/1Qry2H2), στη μελέτη του φιλολόγου κ. Ηρακλή Ψάλτη σχετικά με τα θέματα της αμαρτίας και της λύτρωσης στο έργο του Γ. Βιζυηνού, από την άποψη της Ορθόδοξης Θεολογίας, συνεχίζουμε σήμερα με την παρουσίαση των τρόπων λύτρωσης στο ίδιο κείμενο.

Cross on top of a mountain

Η λύτρωση επιδιώκεται από τους ήρωες του διηγήματος, αλλά δεν διαφαίνεται να κατακτιέται. Οι δρόμοι της είναι πολλοί: ο προσωπικός Θεός, η Εκκλησία, η εξομολόγηση, η συγχώρεση/το συγχωροχάρτι, η προσευχή, τα δάκρυα, η μόρφωση, ο θάνατος, οι υιοθεσίες-ο Άλλος, οι μαγγανείες/ δεισιδαιμονίες.

Ο προσωπικός Θεός υπάρχει. Η μάνα συχνά «συνομιλεί» με έναν προσωπικό, ζωντανό, παντογνώστη και λυτρωτή Θεό, ο οποίος βρίσκεται παντού: στην Εκκλησία, στο εικονοστάσι, στο σπίτι τους, όπου βρίσκεται η Δεσποινιώ: –Ευχαριστ σε, Θεέ μου! λεγα νύχτα καί μέρα. Εχαριστ σε μαρτωλή, πού σήκωσες τήν ντροπή καί ξάλειψες τήν μαρτία μου![339] (Θεός-λυτρωτής). Συνδιαλέγεται μαζί του και κλείνει «συμφωνίες»[340].

Η Εκκλησία είναι ο χώρος στον οποίο οδηγείται η άρρωστη κόρη, η Αννιώ, για σαράντα μέρες, για να κατισχύσει η θεία Χάρη των δαιμονίων[341]. Έτσι, η Εκκλησία προσφέρει στη μητέρα, η οποία, όμως, δεν παραλείπει να χρησιμοποιεί και τα «σαλαβάτια» τν μαγισσν[342], την τελευταία ελπίδα για τη σωτηρία της κόρης. Στο χώρο της, επίσης, γίνεται και η «επισημοποίηση» της πρώτης υιοθεσίας ενώπιον της εικόνος του Χριστού και το «νέο» της παιδί παραδίδεται από τον ιερέα[343]. Τέλος είναι η Εκκλησία (ο ιερέας), πάλι, που της υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις της απέναντι στα άλλα παιδιά της μετά τον θάνατο της δεύτερης Αννιώς[344].

Η εξομολόγηση λειτουργεί πολλαπλά. Η μητέρα αποκαλύπτει στον Γιωργή ότι το «μυστικό» της το έχει ήδη εξομολογηθεί στον πνευματικό της[345]. Η μητέρα, συνεπώς, ως χριστιανή ακολουθεί την οδό της μετάνοιας και της εξομολόγησης. Το εξομολογείται όμως και στον γιό της στο σπίτι, με τον οποίο έχει από παλιά αναπτύξει μια ουσιαστικότερη επικοινωνία. Ο τελευταίος προσπαθεί να τη βοηθήσει ζητώντας τη συνδρομή του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, της κορυφαίας μορφής της Ορθοδοξίας. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Β΄ (1802-1878 μ. Χ.) την εξομολογεί στο Πατριαρχείο, κι ενώ δίνεται η εντύπωση αρχικά ότι η μητέρα του επιτέλους λυτρώνεται από το βάρος της ενοχής για τον ακούσιο φόνο της κόρης της, και η προσπάθεια αυτή τελικά δεν ευδοκιμεί[346]. Αλλά και το ίδιο το λογοτεχνικό κείμενο θεωρείται από κάποιους κριτικούς ως μια μορφή εξομολόγησης του ίδιου του  συγγραφέα από το δημόσιο βήμα της λογοτεχνικής διήγησης για τις δικές του ενοχές: γεννιέται αντί της κόρης/αδελφής και δεν την υποκαθιστά στον θάνατο[347].

Η συγχώρεση ζητείται. Όλες οι ενέργειες της μητέρας μετά το δυσάρεστο συμβάν αποσκοπούν στη συγχώρεση της αμαρτίας της από τον Θεό. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να βγάλει συγχωροχάρτι από τα Ιεροσόλυμα, για να την «πετύχει», τουλάχιστον, «συμβατικά». Συγχώρεση της ζητά και ο γιός της, ο Γιωργής, για τη συμπεριφορά του απέναντι στο Κατερινιώ, τη δεύτερη υιοθετημένη κόρη της, μετά την εξομολόγησή της, συνειδητοποιώντας τη φρικτή και αμείλικτη Κόλαση του αισθήματος ενοχής των είκοσι οκτώ ετών που βιώνει η θεοφοβούμενη μητέρα του[348]. Η μητέρα του τον συγχωρεί αμέσως μετά τη μεταστροφή του[349].

[Συνεχίζεται]

[339]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.24.

[340]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.9: «νθυμήθηκες τήν μαρτίαν μου καί βάλθηκες νά μο πάρς τό παιδί, γιά νά μέ τιμωρήσς. Εχαριστ σε, Κύριε! Πάρε μου ποιο θέλεις, λεγε, καί φησέ μου τό κορίτσι».

[341]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.6: «πρεπε λοιπόν νά μείν σαράντα μερονύκτια ντός τς κκλησίας, πρό το γίου βήματος, νώπιον τς Μητρός το Σωτρος (…) Διότι μέχρι τοσούτου μπορε νά ντισταθ τρομερά σχυρογνωμοσύνη τν δαιμονίων ες τόν όρατον πόλεμον μεταξύ ατν καί τς θείας χάριτος».

[342]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.5.

[343]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.21.

[344]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.14-15, επίσης σ.13: «Καί χρειάσθη καιρός, χρειάσθησαν α νουθεσίαι καί πιπλήξεις τς κκλησίας,  πως  συνέλθ  ες  αυτήν  καί  νθυμηθ  τά  πιζντα τέκνα της, καί  ναλάβ τά οκιακά της καθήκοντα».

[345]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.21.

[346]Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, όπ. παρ., σσ.26-27: «Τί νά σέ π, παιδί μου! πήντησε τότε σύννους καθώς τον· Πατριάρχης εναι σοφός καί γιος νθρωπος. Γνωρίζει λαις τας βουλας καί τά θελήματα το Θεο, καί συγχωρν τας μαρτίαις λου το κόσμου. Μά, τί νά σέ π! Εναι καλόγερος. Δέν καμε παιδιά, γιά νά μπορ νά γνωρίσ, τί πργμα εναι τό νά σκοτώσ κανείς τό διο τό παιδί του! Ο φθαλμοί τηςπληρώθησαν δακρύων καί γώ σιώπησα».

[347] Β. Αθανασόπουλος, «¨Το αμάρτημα της μητρός μου¨ ή Η ενοχή του Βιζυηνού για τη μη  υποκατάσταση της πεθαμένης αδελφής» στο Οι μύθοι της ζωής και το έργο του Γ. Βιζυηνού, όπ. παρ., σσ. 214-229, εδώ σ.221.

[348]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.25: «τί φρικτή καί μείλικτος Κόλασις! πί εκοσιοκτώ τώρα τη βασανίζεται τάλαινα γυνή χωρίς νά δυνηθ νά κοιμήσ τόν λεγχον τς συνειδήσεώς της, οτε ν τας δυστυχίαις οτε ν τας ετυχίαις της!».

[349]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.25: «τσι νχς τήν εχή το Χριστο καί τς Παναγίας! επεν μήτηρ μου».