Η αυτοτιμωρία και τα δάκρυα της λύτρωσης στο Γ. Βιζυηνό

29 Ιουλίου 2016
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/2a37e1T]

Η (αυτό)τιμωρία επιθυμητή. Ο ερωτευμένος αξιοποιεί κάθε μέσο για να απαλλαγεί από το βεβαρημένο ερωτικό παρελθόν του. Σε προσευχή του ζητεί  από τον Θεό να τον τιμωρήσει αυστηρότατα για το αμάρτημά του και να του προσφέρει μια αμόλυντη καρδιά[451]· αντιμετωπίζει την αμαρτία με δικαιικό τρόπο. Αυτοτιμωρούμενος δεν ανταποκρίνεται στον ειλικρινή έρωτα της Κλάρας, αν και ο ίδιος είναι ερωτευμένος μαζί της[452]. Την εγκαταλείπει αιφνιδιαστικά αλλάζοντας την πόλη διαμονής του[453]. Λύση στο πρόβλημά του όμως δεν δίνεται.

βιζ12

Τα δάκρυα ρέουν ακαταπαύστως. Και οι τρεις πρωταγωνιστές -Πασχάλης, αφηγητής, Κλάρα- είναι ευσυγκίνητοι, αφού η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργεί η αφήγηση είναι ιδιαίτερα φορτισμένη. Οι τρεις παρευρισκόμενοι στο σωφρονιστικό Κατάστημα -ο αφηγητής, ο αρχαιογνώστης καθηγητής και ο Διευθυντής του Ιδρύματος- δακρύζουν σιωπηλά ακούγοντας το μελωδικό τραγούδι της Κλάρας[454]· Ο Πασχάλης και ο αφηγητής μύρονται σιωπηλώς λίγο πριν την εκ βάθους καρδίας εξομολόγηση του πρώτου[455]. Τα δάκρυα του Πασχάλη είναι στοιχείο τής συντριβής και της ειλικρινούς μετάνοιάς του. Η Κλάρα, η αγαπημένη του Πασχάλη, δακρύζει συχνά. Τα δάκρυα προσφέρουν πρόσκαιρη λύτρωση.

Η τέχνη εκφράζει και αποφορτίζει εν τάχει. Η Κλάρα στο ψυχιατρικό Κατάστημα ενώπιον του αφηγητή και των γιατρών παίζει την περίχρυσον ταλικν χάρπαν αρχικά και στη συνέχεια τραγουδά μελωδικά ένα δικό της τραγούδι για την «αδιέξοδη» αγάπη της. Τόσο η μουσική όσο και το τραγούδι συγκινεί τους ακροατές της. Και ενώ στην αρχή ρχισε ν κρού τς χορδς το ργάνου τόσον φαιδρ κα τόσον ζωηρά, ς ἐὰν τον ετυχεστέρα κόρη το κόσμου[456], στο τέλος όμως ο λεπτο κα οδοβαφες ατς δάκτυλοι, ς ἐὰν σαν χαλύβδινα πλκτρα, θραυσαν δι μις λας τς χορδάς, φ’ ν τυχε ν κιννται και η κόρη λάκτισε το μουσικό όργανο[457].

[Συνεχίζεται]

[451]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.146: «κα παρεκάλουν μετ δακρύων τν Θεν ν μ παιδεύσ σον σκληρότερον ξίζω, λλ ν μ δώσ μίαν καρδίαν, μίαν νέαν καρδίαν, μ τ μεταχείριστα ασθήματά της, μίαν καρδίαν καθαρν κα μόλυντον».

[452]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.140-150: «πηρνούμην», επε, «τν γλυκυτέραν, τν ϋλοτέραν εδαιμονίαν, ν θνητς δύνατο ν νειρευθ ποτ ν τ κόσμ˙ λλ’ πρεπε ν γίν. φο δν μην ξιος, δν εχον στέγην ν ποδεχθ τν Θεόν μου, πρεπε ν κχωρήσω τς δο του.  πρεπε ν’ ποφύγω τν συναναστροφν τς Κλάρας».

[453]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.153.

[454]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.116.

[455]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.139: «(Ο Πασχάλης) λάλει τόσον κφραστικς δι τν δακρυοπληθν φθαλμν του, (…) συγκινηθες κατόπιν κ τν λόγων ρρίφθη μετ λυγμν κα δακρύων περ τν τράχηλόν μου. (…) κα π πολλν ραν κλαίομεν σιωπηλς».

[456]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.112.

[457]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.116.