Η φυγή από την «κυρίαρχη» λογική στο έργο του Βιζυηνού

9 Αυγούστου 2016
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/2aw9eQK]

Η φυγή επιλέγεται. Στο διήγημα αξιοποιείται είτε δηλωτικά -ως  εσπευσμένη απομάκρυνση από κάπου- είτε συνυποδηλωτικά -με τη μορφή του ονείρου, της τρέλας και του θανάτου. Ο Πασχάλης απομακρύνεται από την πόλη που διαμένει, τη Φράιβουργ, για να «βοηθήσει» την αγαπημένη του και τον εαυτό του. Στο όνειρο, στη φαντασία καταφεύγει συχνά, όχι μόνο όταν είναι μακριά της[458], αλλά ακόμα και όταν βρίσκεται μαζί με την αγαπημένη του, την Κλάρα[459].

φγηδγη112

Στην τρέλα, στη φυγή από την «κυρίαρχη» λογική, οδηγείται η Κλάρα, επειδή ο έρωτάς της δεν είχε την ανταπόκριση που επιθυμούσε. Την παράνοια επιδοκιμάζει και ο έλλογος θυρωρός του «σιδερόφρακτου» φρενοκομείου, που επισκέπτεται ο αφηγητής: Οἱ γνωστικώτεροι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου εἶναι ἴσα ίσα ἐκεῖνοι, ὅσοι προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπον νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ «ἄσυλον»[460]. Η επιλογή, επίσης, του αφηγητή να παρουσιάσει επώνυμα από τους αβλαβέστερους των οικητόρων του ιδρύματος έναν προλύτη θεολόγο[461], ως «ιεροκήρυκα», τον Βόλκενχαάρ, ίσως δεν είναι τυχαία· επιθυμεί, ενδεχομένως, ο Βιζυηνός να υποδηλώσει το «ακατάληπτο» ή έστω το «δυσκολοκατάκτητο» αυτής της γνώσης, της θεολογικής, και σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με την χαμηλή ποιότητα -πνευματική και ηθική- του ποιμνίου, οδηγούν σε αδιέξοδο. Ο θάνατος αποτελεί το έσχατο καταφύγιο του ανθρώπου. Η Κλάρα γράφει στον Πασχάλη ότι μετά τη φυγή του από τη Φράιβουργ επιθυμεί να πεθάνει[462], επειδή δεν έχει πλέον κανένα φίλο, δηλαδή κανένα πρόσωπο με το οποίο να έχει σχέσεις αμοιβαίας αγάπης, αφοσίωσης και κατανόησης[463], αφού έπαψε, δηλαδή, να αποτελεί πρόσωπο. Ο Πασχάλης επιζητεί διακαώς την αιώνια «συνάντησή» τους στον ουρανό, αφού η επίγειος -λόγω του δικού του «ατοπήματος»- δεν ευοδώνεται[464]. Η έκσταση (φυγή), μάλιστα, στην οποία βρίσκεται ο Πασχάλης φαντασιωνόμενος την αγαπημένη του στον Παράδεισο, μοιάζει με κατανυκτική προσευχή, η οποία του προσδίδει μια υπερκόσμιο ηδονή[465].

[Συνεχίζεται]

[458]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.160: «κ το ρέβους τς σκοτεινς φαντασίας μου, νέβη καθαρά, σπιλος μορφή  τς Κλάρας, ς στήρ νατέλλων!».

[459]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.145-146: «(Ο Πασχάλης) δν ξεύρω πς φούσκωνε πάλιν τ στθός μου κ’ θερμαίνετο κα νεπτεροτο φαντασία μου! (…) Κα μόνον ψυχή μου ξηκολούθει τότε ν πετ, ς ν νείρ, ν πετ μετ το γγέλου, πάνω, πάνω, πάνω, μέχρι το θρόνου το ψίστου!».

[460]Γ. Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.109.

[461]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.107.

[462]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.150.

[463]Γ. Μπαμπινιώτης, όπ. παρ., σ.1885.

[464]Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα,  όπ. παρ., σσ.161: « δική μου ες τν παραφορν νς προώρου πάθους διεκύβευσε τν προορισμόν της κα τν χασε. Τοιουτοτρόπως ματαιώθη π τς γς νωσίς μας. λλ’ κε πάνω… ! κε πάνω θ τς πάγω καρδίαν κεκαθαρμένην ες τ δάκρυά μου, ξηγνισμένην δι τς μετανοίας. Κα θ νωθμεν αωνίως, αωνίως!».

[465]Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.161: « γλυκεα νάμνησις τς πρ ατο μεσιτευούσης παρθένου τν παρηγόρησεν. (…) λλ’ κστασις ατη τον κστασις νθρώπου σωτερικς κ’ ν κατανύξει προσευχομένου, οχ ψυχς πτοημένης κα τρε­μούσης πρ τν δίων ατς φαντασμάτων. Μία μυστηριώ­δης, λλ’ περκόσμιος δον δάνειζεν, λεγες, ες τ βλέμμα του, τν περβολικν κείνην λάμψιν».