Κανείς δεν μπορεί να είναι ενάρετος παρά μόνο μέσα από την «πράξη» (άγ. Μάξιμος)

8 Αυγούστου 2016
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/2arBKGb]

Ακριβώς γι’ αυτό «λογικότητα» σημαίνει να ερμηνεύεις τον κόσμο όπως είναι (ο άγιος Μάξιμος θα κατέφασκε το ρεαλισμό της καθημερινής γλώσσας, που υπερβαίνει, όπως είπαμε, τις αρχές της τυπικής λογικής). Δεν θα ήταν αντίθετος ούτε με την τάση, ή την δυνατότητα της επιστήμης να ερμηνεύσει – αλλά όχι βέβαια να «εξαντλήσει» τον κόσμο. Άνθρωπος και κόσμος είναι οι δύο όψεις ενός νομίσματος – υπό μια έννοια το ένα δεν νοείται δίχως το άλλο. Η έσχατη και ύψιστη πράξη για τον άνθρωπο είναι να προσφέρει τον «άρτο» (της Ευχαριστίας), περιμένοντας από τον Πατέρα να τον δεχθεί. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός έλαβε σάρκα, θυσιαζόμενος για μας.

Candles_in_ortodox_church12

Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ένα κοσμικό ον. Εξ ου και ο Μάξιμος απορρίπτει την φαντασία («αν τώρα κανείς υποστηρίξει ότι και ο ανθρώπινος νους (όπως δηλ. δημιουργήθηκε από τον Θεό) είναι ουρανός, καθαρός από κάθε υλική φαντασία …καταστολισμένος με τους θείους λόγους  των νοητών, νομίζω ότι δεν βρίσκεται έξω από την αλήθεια»[vii]). Τι εννοεί ο Μάξιμος; Δεν απορρίπτει στην ουσία την επιστημονική ή καλλιτεχνική φαντασία, πολύ περισσότερο διάφορες μορφές φαντασίας που συνδέονται με την πνευματική ζωή και είναι τελείως απαραίτητες στον χριστιανό (π.χ. να φαντάζεται κανείς τα γεγονότα της ανθρώπινης ζωής  του Κυρίου). Αυτό που θέλει να πει είναι το εξής: εφόσον ο άνθρωπος είναι κοσμικό ον, άρα δεν πρέπει να προσπαθεί να ικανοποιήσει το νου του με δομές έξω από τον κόσμο («φαντασιακές»), οι οποίες, τρόπον τινά, αυτονομούνται και καταντούν, στο τέλος, αίρεση .Μπορεί να αναφέρει κανείς ,ως την χειρότερη μορφή τέτοιας φαντασίας, την οίηση, η όποια εξυψώνει με τρόπο αλλόκοτο, στην ουσία δαιμονικό, τον εαυτό, αποδίδοντάς του μια ψευδή μορφή πρωτοκαθεδρίας έναντι μάλιστα του ίδιου του Θεού, αλλά και του κόσμου, παροτρύνοντάς τον να αυτονομηθεί από την όλη διαδικασία της αρετής στην οποία ο Θεός θέλησε να τον εμπλέξει. Η σύγχρονη τέχνη, επίσης, αλλά και διάφορες μορφές φιλοσοφίας (πχ ο νιτσεϊσμός), που λένε ότι  ο άνθρωπος θα πρέπει στην ουσία να εφεύρει «εκ του μηδενός» τον εαυτό του και να τον δημιουργήσει ως «έργο τέχνης» (φιλοσοφίες δηλαδή που αρνούνται το βασικό δόγμα της Χαλκηδόνας, ότι υπάρχει ανθρώπινη «φύση»), είναι τέτοιες μορφές νοσηρής φαντασίας, που προσπαθούν να γεννήσουν έναν κόσμο παράλληλο στον ήδη υπάρχοντα και μια πραγματικότητα άσχετη με την γνωστή. Η οίηση μάλιστα είναι αυτή, κατά βάθος, που γεννά στον άνθρωπο την επιθυμία να διαστρέψει την σχέση του με τα υλικά και να την κάνει από φυσική «φαντασιακή» – πχ η τροφή στον λαίμαργο γίνεται διαρκής νοσηρή φαντασία κλπ. Αλλά για αυτά θα μιλήσουμε αργότερα.

Μια τελευταία παρατήρηση εδώ: ο άγιος Μάξιμος, όπως είπαμε, δεν  θα αποδεχόταν μια μορφή τέχνης, σαν την σημερινή, που, σε μεγάλο βαθμό, προσπαθεί να διαχωρίσει τον δρόμο της από την ίδια τη δημιουργία (και έτσι διαχωρίζει τον εαυτό της από το κάλλος της δημιουργίας, την αρμονία  της κ.λπ.), και προσπαθεί, αυτοαναφορικά, απαρνούμενη το νόημα, να αναπαράγει το μηδέν, καταλήγοντας στην  άχαρη ενδοσκόπηση. Η  τέχνη, για τον βυζαντινό θεολόγο, θα πρέπει να έχει «κοσμικό» προσανατολισμό, ως μέρος της ανθρώπινης δημιουργίας: θα πρέπει να στρέφεται προς τα έξω, να εμπνέεται από τον κόσμο, να προσπαθεί να τον θεαθεί, να τον ερμηνεύσει. Ναρκισσιστικές μορφές τέχνης δεν έχουν θέση στον βυζαντινό κόσμο, που δεν επιθυμεί το περίκλεισμα στον εαυτό, την μελαγχολική, άγονη «αυτοθέαση», που καταδικάζεται στο τίποτε της υπερηφάνειας.

Αν αυτά ισχύουν για τη τέχνη και την επιστήμη, πολύ περισσότερο είναι η ανθρώπινη ηθική αυτή που είναι καθαρά «κοσμική», με την έννοια ότι πάντοτε αποτελεί μια δυναμική διαδικασία που «σκοντάφτει», συνδέεται στενά με τον κόσμο. Κανείς δεν μπορεί να είναι ενάρετος παρά  μόνο, για να το πούμε απλά, μέσα από την «πράξη», και η πράξη είναι πάντα μια συνάντηση με την έξω πραγματικότητα. Όποιος κάνει, π.χ., ευσεβείς σκέψεις και μόνο, και σκέπτεται να βοηθήσει τους άλλους, αλλά χωρίς ποτέ να πραγματοποιεί τους πόθους τους, αυτός, κατά κανόνα, κοροϊδεύει τον  Θεό και τον εαυτό του.

[Συνεχίζεται]

[vii] Φιλοκαλία (μετάφραση Α. Γαλίτη) εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, τομ. Β.(στο εξής απλώς με την συντομογραφία Φιλ. Β) σελ. 186