Οι δύο σχολές υπέρ και κατά του «Εγκεφαλικού θανάτου»
20 Οκτωβρίου 2016Τις τελευταίες δεκαετίες η εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης ήταν ραγδαία. Σε συνδυασμό με την εξέλιξη της τεχνολογίας εφαρμόζονται νέες μέθοδοι σε πολλούς τομείς της ιατρικής επιστήμης. Ο σκοπός πάντα είναι η επέκταση του προσδόκιμου μέσου όρου ζωής του ανθρώπου καθώς και της βελτίωσης της ζωής του. Αυτή η ραγδαία όμως εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης και των μεθόδων που χρησιμοποιεί δημιουργούν σοβαρά ηθικά ζητήματα, τα οποία επιζητούν λύση. Ένα από αυτά είναι οι μεταμοσχεύσεις από νεκρό δότη και ο εγκεφαλικός θάνατος.
Οι μεταμοσχεύσεις αποτελούν από τα εντυπωσιακότερα επιτεύγματα της σύγχρονης ιατρικής επιστήμης. Προϋπόθεση για την πραγματοποίηση μεταμοσχεύσεων, είναι η διαθεσιμότητα μοσχευμάτων, τα οποία μπορεί να προέρχονται είτε από κάποιον δότη που βρίσκεται εν ζωή, είτε από τον θάνατο κάποιου δότη. Τα ηθικά ζήτημα που προκύπτουν από τα οφέλη στην υγεία και στην ποιότητα της ζωής που αποκομίζει ο λήπτης συναρτώμενα με τον θάνατο του δότη, επιζητούν λύση. Ένα από τα ζητήματα που προκύπτουν είναι αν ο εγκεφαλικός θάνατος είναι αποδεκτός ώστε να μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε τα όργανα του νεκρού για μεταμόσχευση. Γεγονός που συνεπάγεται την ανάγκη συστηματικής μελέτης, διεξοδικών συζητήσεων και σύνθεσης πορισμάτων, τα οποία σαφώς διατυπωμένα και συνοδευόμενα από τεκμηριωμένα επιχειρήματα, θα μπορέσουν να πείσουν ή όχι, για τον αν ο εγκεφαλικός θάνατος ακολουθείται από τον «σωματικό» θάνατο, δηλαδή το θάνατο όλων των οργάνων του σώματος. Στην εργασία αυτή θα ασχοληθούμε με την ιστορική διαδρομή της έννοιας του «εγκεφαλικού θανάτου» και τις δύο σχολές που τάσσονται υπέρ και κατά του εγκεφαλικού θανάτου καθώς και τη θέση της εκκλησίας.
H έννοια του εγκεφαλικού θανάτου έχει απασχολήσει σε ολόκληρο τον κόσμο επιστήμονες από διάφορες ειδικότητες. Σύμφωνα με την διδακτορική διατριβή της Βούβαρη Γεωργίας στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ.[1], η πρώτη κλινική περιγραφή του εγκεφαλικού θανάτου δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1959 από τους Mollaret & Coulon[2], οι οποίοι μελετώντας είκοσι ασθενής με πρωτοπαθή ενδοκράνια παθολογία και τρεις με διάχυτη εγκεφαλοπάθεια μετά από καρδιακή ανακοπή, ονόμασαν την κατάσταση αυτή ως “Coma Depadde” δηλαδή κατάσταση πέρα από το κώμα. Χωρίς όμως να θεωρείται ισότιμη με τον θάνατο. Σύμφωνα με τη δημοσίευση αυτή, για να θεωρηθεί ένα άτομο νεκρό θα έπρεπε να βρίσκεται σε βαθύ απνοϊκό κώμα, με κατάργηση του μυϊκού τόνου όλων των αντανακλαστικών και των φυσικών λειτουργιών, (να μην παρουσιάζει αντανακλαστικά στα άκρα και να μην διαπιστώνεται οποιαδήποτε αυτόματη κινητική δραστηριότητα), δηλαδή να βρίσκεται σε κατάσταση, όπου να χαρακτηρίζεται σα νεκρός όχι μόνο ο εγκέφαλος, αλλά και ο νωτιαίος μυελός[3].
Το 1968, ειδική επιτροπή της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ, αποτελούμενη από γιατρούς, θεολόγους και νομικούς, υπό τον H. Beecher, ορίζει τα κριτήρια του ε.θ.[4], τα οποία απαιτούσαν: α) έλλειψη ικανότητας του ατόμου να προσλάβει ερεθίσματα και να ανταποκριθεί σ’ αυτά, β) απουσία κινήσεων για διάστημα τουλάχιστον μιας ώρας, γ) απουσία αναπνοής για 3 λεπτά μετά την αποσύνθεση από τον αναπνευστήρα, δ) έλλειψη προκλητών αντανακλαστικών του εγκεφαλικού στελέχους και ε) ισοηλεκτρικό Η.Ε.Γ.
Αργότερα, το 1971, διαμορφώνονται τα κριτήρια της Μινεσότα, που προαπαιτούν για τη διαπίστωση του εγκεφαλικού θανάτου την ύπαρξη γνωστής και ανεπανόρθωτης ενδοκρανιακής βλάβης και οριοθετούν την ανεπανόρθωτη βλάβη του εγκεφαλικού στελέχους, ως το «σημείο χωρίς επιστροφή»[5]. Την άποψη αυτή ασπάσθηκε με δύο διαδοχικές αποφάσεις της, το 1976 και το 1979 ο ανάλογος Βρετανικός κώδικας[6], ο οποίος δημοσίευσε κριτήρια για τη διάγνωση του ε.θ. και για πρώτη φορά έγινε αναφορά σε απαραίτητες προϋποθέσεις και δοκιμασίες, ενώ δεν θεωρήθηκε ότι το Η.Ε.Γ. είναι απαραίτητο για τη διάγνωση[7].
Το 1981, νέα επιτροπή εμπειρογνωμόνων για το θέμα του θανάτου, που συστήθηκε από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, διατύπωσε τον «ενιαίο ορισμό» (uniform determination) του θανάτου, τόσο από ιατρικής, όσο και από νομικής πλευράς[8]. Σύμφωνα με αυτόν ισχύουν συνοπτικά τα εξής:
Άτομο με μη αναστρέψιμες λειτουργίες της κυκλοφορίας του αίματος και της αναπνοής, θεωρείτο νεκρό.
Άτομο με μη αναστρέψιμη την παύση όλων των λειτουργιών του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένου και του στελέχους, θεωρείται νεκρό.
(συνεχίζεται)