Παράδοση, κώδικας ήθους

26 Νοεμβρίου 2016

Η ευ­κο­λί­α ε­πί­κλη­σης της πα­ρά­δο­σης προκει­μέ­νου να δι­καιο­λο­γη­θούν πολ­λές φο­ρές –α­πό διά­φο­ρους λό­γους και αιτί­ες– προ­ε­πι­λεγ­μέ­νες δρά­σεις ή στά­σεις ζω­ής, ο­δη­γεί α­να­πό­φευ­κτα σε σκέψεις και συλ­λο­γι­σμούς για τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο προ­σλαμ­βά­νου­με το πε­ριεχό­με­νό της, κα­τα­νο­ού­με την έν­νοιά της και α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε  τη ση­μα­σί­α και τον ρό­λο της στην κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή και, φυ­σι­κά, στην ι­στο­ρι­κή ε­ξέ­λι­ξη.

Με πε­ρισ­σή ευ­χέ­ρεια  δρα­στη­ριό­τη­τες και γεγο­νό­τα ε­ντε­λώς α­ντι­φα­τι­κά με­τα­ξύ τους α­πο­δί­δο­νται συ­χνά στην ε­πε­νέρ­γειά της, ερ­μη­νεύ­ο­νται μ’ αυ­τή  και θε­ω­ρού­νται προ­ϊ­ό­ντα της, ε­νώ μό­νο εξ ε­φαπτο­μέ­νης θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς ό­τι σχε­τί­ζο­νται  μα­ζί της. Το φαι­νό­με­νο, ε­ξη­γεί­ται  α­πό το εύ­ρος της έν­νοιάς της, ό­που μέ­σα του μπο­ρούν να χω­ρέ­σουν πο­λυ­ποί­κι­λες και πα­ραλ­λάσ­σου­σες α­ντι­λή­ψεις. Στο πλα­τύ αυ­τό φά­σμα του εννοιο­λο­γι­κού προσ­διο­ρι­σμού της πα­ρά­δοσ­ης χω­ρούν, κα­θώς εί­ναι φυ­σι­κό, πολυει­δείς α­πό­ψεις· α­πό τις πιο α­πλο­ϊ­κές ως τις πιο σύν­θε­τες και  ε­ξε­ζη­τη­μέ­νες..

paradosiΘέ­λο­ντας κα­νείς να γί­νει συ­γκε­κρι­μέ­νος, δεν έ­χει πα­ρά να α­να­ζη­τή­σει την ε­πι­κρα­τού­σα ά­πο­ψη για το τι εί­ναι η πα­ρά­δο­ση, ποιο κα­τά γε­νι­κή ο­μο­λο­γί­α το πε­ριε­χό­με­νό της και το πως αυ­τή εν­νοιο­λο­γι­κά ο­ριο­θε­τεί­ται. Για­τί μό­νο έ­τσι μπο­ρεί να προ­σεγ­γι­στεί το πλαί­σιο μιας ε­μπε­δω­μέ­νης στην κοι­νή συ­νεί­δη­ση ά­πο­ψης.

Ε­κεί­νο που α­πο­κο­μί­ζει κα­νείς α­κού­γο­ντας τον κό­σμο να μι­λά για την πα­ράδο­ση, εί­ναι η ε­ντύ­πω­ση ό­τι πα­ρά­δο­ση ση­μαί­νει νο­σταλ­γι­κή α­ναδρο­μή στο ε­θνο­τι­κό πα­ρελ­θόν, κα­τα­φυ­γή στις ρί­ζες, α­νά­κλη­ση της κα­τα­γω­γής, ε­νερ­γο­ποί­η­ση της μνή­μης, α­να­βί­ω­ση του τε­λε­τουρ­γι­κού μιας πε­ρα­σμέ­νης επο­χής και άλ­λα πα­ρεμ­φε­ρή,  πα­ρεμ­φαί­νο­ντα την ε­πί­μο­νη προ­σπά­θεια α­να­γω­γής σ’ έ­να – λί­γο ή πο­λύ –  ό­χι ι­διαί­τε­ρα α­πο­μα­κρυ­σμέ­νο χτες. ΄Ε­να εξω­ρα­ϊ­σμέ­νο χτες, του ο­ποί­ου πα­ρα­βλέ­πο­ντας τα ό­ποια ψε­γά­δια και α­πο­σιω­πώντας τις ό­ποιες σκιές του ε­πι­χει­ρού­με την α­πο­κα­τά­στα­ση και α­να­στή­λω­σή του στο πα­ρόν.

Πό­σο ό­μως  η α­ντί­λη­ψη αυ­τή α­ντα­πο­κρί­νε­ται στην έν­νοια της πα­ρά­δο­σης και την α­κρί­βεια του προσ­διο­ρι­σμού του πε­ριε­χο­μέ­νου της;  Ό­λοι οι α­να­φερ­θέ­ντες  πα­ρα­πά­νω μη­χα­νι­σμοί και άλ­λοι, οι ο­ποί­οι εν­δε­χο­μέ­νως θα μπο­ρού­σαν να συ­να­ριθ­μη­θούν,  σε μι­κρό­τε­ρο ή με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό, πα­ρα­πέ­μπουν στο «πα­ρα­δε­δο­μέ­νο τοις με­τέ­πει­τα» και το «κα­τα­λε­λειμ­μέ­νο ως κλη­ρο­νο­μί­αν»[1] και ως εκ τού­του δεν θα μπο­ρού­σε κα­νείς να αμ­φι­σβητή­σει τη με­το­χή τους στη δια­τή­ρη­ση της μνή­μης και την α­νά­συρ­ση μέ­σα α­πό αυ­τή των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών γνω­ρι­σμά­των του πα­ρελ­θό­ντος. Ό­μως η βα­σι­κή αυ­τή λει­τουρ­γί­α δια­τή­ρη­σης και κα­τα­γρα­φής της μνή­μης, δεν εί­ναι πα­ρά ο πρό­δομος της πα­ρά­δο­σης· έ­νας προ­θά­λα­μος ό­που συλ­λέ­γε­ται η ύ­λη της ι­στο­ρι­κής ε­μπει­ρί­ας. Αυ­τός ο πλού­τος α­πό την στοι­βαγ­μέ­νη, με τον άλ­φα ή βή­τα τρό­πο, γνώ­ση, α­πο­τε­λεί πέ­ρα πά­σης αμ­φι­βο­λί­ας, έ­να πο­λύ­τι­μο υ­λι­κό, μια πρώ­τη ύ­λη που α­πό μό­νη της δεν εί­ναι πα­ρά α­δρα­νής ου­σί­α.

Το πώς μπο­ρεί να ε­κτι­μη­θεί και να α­ξιο­λο­γη­θεί, κα­θώς και το πώς, πό­τε και για­τί θα χρη­σι­μο­ποι­η­θεί, αν χρη­σι­μο­ποι­η­θεί, αυ­τό το σε μου­σεια­κή α­κι­νη­σία ευ­ρι­σκό­με­νο υ­λι­κό, εί­ναι μια υ­πό­θε­ση πο­λύ συν­θε­τό­τε­ρη και δια­φο­ρε­τι­κότε­ρη α­πό τη δρα­στη­ριό­τη­τα της συλ­λο­γής και της  α­πο­θη­σαύ­ρι­σής του. Μια υπό­θε­ση που δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στα ό­ρια της χρη­στι­κής δια­χεί­ρι­σης κε­κτη­μένου, αλ­λά ε­πε­κτεί­νε­ται στην κα­τά­κτη­ση και καλ­λιέρ­γειά του, που βρί­σκε­ται σε ά­με­ση  σχέ­ση αφ’ ε­νός μεν με τον τρό­πο θε­ώ­ρη­σης και φι­λο­σο­φί­ας της ι­στο­ρί­ας, αφ’ ε­τέ­ρου με τον ο­ρα­μα­τι­σμό και σχε­δια­σμό του μέλ­λο­ντος. Μια υ­πόθε­ση, τέ­λος, που συ­ναρ­τά­ται με το πώς α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε την πα­ρά­δο­ση.

Αν ε­πι­χει­ρή­σου­με να ερ­μη­νεύ­σου­με προσ­διο­ρι­στικά την α­ντί­λη­ψη πε­ρί την πα­ρά­δο­ση με βά­ση τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο κα­τη­γο­ριο­ποιού­με και με­τα­χει­ρι­ζό­μα­στε, ως ε­πί το πλεί­στον, τα μνη­μεί­α του πο­λι­τισμού μας, θα ο­δη­γη­θού­με σε κά­ποιες α­ξιο­ση­μεί­ω­τες πα­ρα­τη­ρή­σεις.

Μι­λά­με  λό­γου χά­ρη για το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι, ε­ντάσ­σο­ντάς το, αυ­θόρ­μη­τα και χω­ρίς δεύ­τε­ρη κου­βέ­ντα, στην πα­ρα­δο­σια­κή μας μου­σι­κή, ε­νώ μό­νο με­τά από σκέ­ψη συ­νει­δη­το­ποιού­με ό­τι α­πο­τε­λεί μνη­μεί­ο του λό­γου, α­πο­φεύ­γο­ντας ωστό­σο  να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τον ό­ρο πα­ρα­δο­σια­κή ποί­η­ση. Στη συ­νεί­δη­σή μας δη­λα­δή το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι ως εί­δος, βρί­σκε­ται κα­τη­γο­ριο­ποι­η­μέ­νο στη μου­σι­κή μας πα­ρά­δο­ση ε­νώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι, ταυ­τό­χρο­να και ί­σως και πρω­το­βάθ­μια, α­να­πό­σπα­στο μέ­ρος της λο­γο­τε­χνι­κής μας πα­ρά­δο­σης.

Η α­συ­ναί­σθη­τη αυ­τή διά­κρι­ση, δεί­χνει ό­χι μό­νο την πα­ρα­νό­η­ση α­να­φο­ρι­κά με το εί­δος του μνη­μεί­ου και την κα­τά­τα­ξή του, αλ­λά και τη δια­βάθ­μι­ση της ση­μα­σιο­λό­γη­σής μας για κα­θέ­να α­πό αυ­τά τα εί­δη.

(συνεχίζεται)

 

[1] H.G. Liddel l- R. Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Εκδ. Ι.Σιδέρη, τομ. III, σ. 442.