Προσβάσιμη σελίδα

«Ψαλτικής σταθερές»: Τα αδιαπραγμάτευτα και σταθερά στοιχεία ερμηνείας του βυζαντινού μέλους (2ο μέρος)

Για το πρώτο μέρος βλέπε εδώ 

Η τέταρτη ψαλτική σταθερά, συμφυής με τον χρόνο και τον ρυθ­μό, είναι η χρονική αγωγή, που δεν είναι παρά η απόλυτη α­ξία της χρο­νικής μονά­δος, η οποία καθορίζει πό­σο γρήγορη ή πόσο αργή είναι κάθε κί­νη­ση στον ρυθμικό πόδα. Απλούστερα, χρονική αγω­γή είναι η τα­χύ­τητα με την οποία ψάλ­λουμε έ­να μέ­λος. Το πόσο αργή ή σύντομη είναι η χρο­νική αγωγή σχετίζεται με το πό­σοι απλοί χρόνοι εκτελούνται κατά την διά­ρκεια ενός λε­πτού της ώρας, π.χ. αν η χρονική αγωγή προβλέπεται να είναι 100 (χτύποι), αυτό ση­μαί­νει ότι σε 60 δευτε­ρόλεπτα θα ψάλλουμε 100 χρόνους, δηλ. 100 φω­νητικούς χα­ρα­κτήρες.

Η χρο­νική αγωγή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον χαρα­κτήρα των ει­δών της με­λο­ποιίας (ειρμολογικό, στιχηραρικό, παπα­δι­κό) και των διαφόρων συν­θέσεων. Αποτελεί κα­­θο­ριστικό πα­ράγοντα, ο οποίος διαμορφώνει το λεγό­με­­νο ήθος της μελοποιίας και κατά συνέπεια το συναίσθημα που γεννάται στον ακροατή από το ανάλογο άκουσμα κάθε φορά.

nikopolitanous1

Το μου­σικό αυτό ήθος, όπως αναφέραμε παραπάνω, δια­κρί­­νε­ται σε δια­σταλ­τικό, συ­σταλτικό και ησυ­χαστικό. Δια­σταλτικό (εκ του δια­στέλλω, δηλ. ευ­ρύνω) είναι το ήθος που κρατεί τον ακροατή σε εγρήγορση με­σω της τα­χείας ε­ναλ­­λαγής των νοημά­των και της σχετικά σύντομης χρονικής αγωγής. Αρ­μό­ζει σε πανη­γυρική ατμόσφαιρα, εκφράζει δο­ξολογία και χαρά, εμπνέει εν­θου­­σια­σμό και ανδρείο φρόνημα. Συσταλτικό (εκ του συστέλ­λω, δηλ. περιο­ρί­ζω) είναι το ήθος που προκαλεί αίσθημα μετα­νοί­ας, χαροποιού πέν­θους, ταπει­νώσεως, με λίγα λόγια εμ­πνέει την συστολή· ο σκοπός του ήθους αυτού επιτυγ­χάνεται και με την αρ­γότερη χρονική αγωγή. Τέλος, το ησυχαστικό ήθος εκφρά­ζει την εσω­τε­ρική καταστάση ειρήνης, κατευνάζει τα πάθη, ε­ξου­δετε­ρώ­νει τον κοσμι­κό θόρυβο και τους λογισμούς, και δημιουργεί τις κατάλ­ληλες προϋπο­θέ­σεις μέσω της αργής και με ολιγό­λογο κεί­μενο με­λωδίας, όπως το χερου­βικό και το κοινωνικό, ώστε ο νους να μην περισπάται αλλά να σιγά με την νηπτική έννοια του όρου, κατά το «σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία».

Επισημαίνουμε συνακόλουθα ότι τα διάφορα είδη-κατηγορίες τρο­πα­ρίων ψάλλονται κατά την δική τους χρονική αγωγή. Τα απολυτίκια ψάλ­λονται συ­ντομότερα από τα κοντά­κια· τα καθίσματα αργό­τερα από τους αναβαθ­μούς· οι κανόνες συντομότερα από τις κα­τα­βα­σίες· η «Τιμιωτέρα» συντο­μό­τερα από τα ε­ξαπο­στει­λά­ρια κ.ο.κ. Οι χρονικές αγω­γές των διαφόρων μελών έχουν καθο­ριστεί από την παράδοση σε ένα ευρύτερο ελαστικό πλαίσιο, ωστό­σο η πολυε­τής εμπειρία στο αναλόγιο, καθώς και οι παραδοσιακές εκτελέσεις στέκονται α­­­ρω­γοί μας στην ανάπτυξη του αισθητηρίου της κατάλληλης κάθε φορά χρο­νι­κής αγω­γής. Εν­δει­­κτικά μόνο αναφέρουμε τον πίνακα με τις διάφορες χρονικές α­γω­γές που έχει δημο­σιεύσει ο Θρασύβουλος Στανίτσας στο παράρ­τη­μα του Τριωδίου του – αν και αρκετές απ᾿ αυτές δεν ανταποκρί­νο­νται ακριβώς στην πραγ­μα­τικότητα μήτε και τηρούνται πάντοτε από τον Άρχοντα στις ερμηνείες του.

Γεγονὸς πάντως είναι πως οι ψάλτες αλλά και οι λειτουργοί ψάλλοντας ή εκφω­νώ­ντας σε λαν­θασμένες χρονικές αγωγές κουράζουν τον λαό του Θεού. Συνεπώς, η χρονική αγωγή μελών και εκφωνήσεων, όταν προσαρ­μό­ζεται κα­λώς στο όλο νόημα και ήθος της ψαλ­μω­­δίας, αποδεικνύεται καθοριστική συ­νι­στώσα μιας λατρείας ευ­χά­ρι­στης, «εύκαμπτης», εκ­φρα­στι­κότερης και ζω­ντα­νής.

Θα πρέπει τέλος να επισημάνουμε ότι οι ταχείς ρυθμοί της σύγ­χρο­νης ζω­­ής έχουν επηρεάσει και την αντίληψη των πιστών, κληρικών και λαϊκών, υ­πέρ της ταχύτερης χρο­νικής αγωγής της ψαλ­μωδίας, οπότε αυτό είναι ανάγκη να ληφθεί υπ᾿ όψιν, εφ᾿ όσον εί­μα­στε ψάλ­τες στο έναγχο σή­με­ρα και όχι στο ολιγο­μέριμνο χθες.

Πέμπτη σταθερά του εκκλησιαστικού μέλους είναι τα σημεία ποι­ό­τη­τος  – κατά τους παλαιούς χειρονομικά σημάδια – που υποδεικνύουν τις λεγό­μενες α­να­λύσεις και τα διά­φο­ρα ποι­κίλ­ματα, τις «κινήσεις της ψυ­­­χής», όπως θα έλεγε και ο εθνικός μας ποιητής. Το σπου­δαίο και άκρως ενδια­φέ­ρον θέμα των ανα­λύ­σεων – ορθότερα της ερμηνείας – έχει να κά­νει με τον διαφορετικό τρόπο πα­ρα­σήμανσης της ίδιας μελωδικής θέσης, πότε με την χρήση λι­γότερων και πότε περισσότερων μουσικών χαρακτήρων.

Ο ποιοτικός αυτός εμ­πλουτισμός του μέλους το κάνει πιο ευ­χάριστο στην ακοή, καθώς α­πο­φεύγεται η ξηροφωνία, που καμία σχέση δεν έχει με την ψαλ­τι­κή πα­ρά­δοση. Οι α­να­λύσεις από μόνες τους αποτελοῦν ευρύτατο θέμα, το ο­ποίο δεν μπορεί να καλυφθεί μέσα σε λίγες γραμμές. Περιο­ρι­ζό­μα­στε να πούμε ότι δεν εκ­τελούμε τα σημεία ποιό­τη­τος ψυχαναγκαστικά ή δεοντο­λο­γι­κά υπα­κούοντας απλώς σε κανόνες της θεωρίας και της μου­σι­κής ορθογρα­φί­ας. Οι αναλύσεις είναι μέρος σύνολης της ερμηνείας, γι᾿ αυτό και υπο­τάσ­σο­νται αρ­μονικά στην φυσιολογική ροή του μουσικού κειμένου. Αποφεύγουμε ταυ­τό­χρο­να και την επιτήδευση αλλά και την ξηροφωνία, την άρνηση δηλ. εκτέ­λεσης ποι­ο­τικών σημεί­ων γιατί τάχα πρέπει να ψάλλουμε μό­νο ό,τι βλέ­που­με – πα­ρεμ­πιπτόντως κανένας παραδο­σιακός ψάλτης δεν ψάλ­λει μόνο ό,τι βλέπει. Τό­σο η επι­τήδευση, όσο και η ξηροφωνία ζη­μι­ώ­νουν εξ ίσου την ψαλμω­δία. Βέ­βαι­ο πάντως είναι πως απαιτείται άσκηση και πείρα πολ­λών ετών, για να μά­­θου­με να εκφραζόμαστε μέσα από τις αναλύσεις και να μην τις εκτε­λού­­­με μη­χανι­κά. Χρειάζεται ακόμη ωριμότητα για να κατα­νοή­σουμε το πως, το πότε, το για­τί των ανα­λύ­σε­ων· για να εν­το­πίσουμε την σχέση του κάθε ήχου και του κάθε είδους με­λο­ποιίας με τα α­ντί­στοιχα ποικίλματα, που ανα­δει­κνύουν την μουσι­κή του ιδιοσυγκρα­σία· για να συνειδητοποιήσουμε ότι το ίδιο μέλος δια­φορε­τι­κά ε­κτε­λείται σε δια­­φορετικές στιγμές της ακολουθίας· για να μά­θουμε να προ­σαρ­μό­ζου­με την ερμηνεία μας στην χρονική αγωγή και στην προσωπική μας φωνητική δεξιότητα. Αυτονόητα, τέλος, είναι ανάγκη να ποι­κί­λλουμε το μέ­­­­λος λαμ­βά­νο­ντας πάντοτε υπ᾿ όψιν ότι η ερμηνεία των ποιοτικών ση­μείων ο­φεί­λει να εκφράζει τον δικό μας χαρακτήρα, τον δικό μας εσωτερικό κόσμο, την δική μας ψαλτική ιδιοπροσωπία, εξω­στρε­φή ή όχι, μονα­στηριακή ή κο­σμι­κή, μο­νο­φω­νική ή χορωδιακή.

Βοηθητικὸ μέσο για την καλλιέργεια της μουσικής διά­κρι­σης σχε­τι­κά με τις ανα­λύ­σεις και την οργανική συνάφειά τους με την όλη ερμη­νεία, έχει το πα­ραδοσιακό άκουσμα σε συνδυα­σμό με την ταυτόχρονη παρακο­λού­θη­ση του α­ντί­στοιχου μουσικού κειμένου. Εν­δει­κτι­κό της δυνατότητας, που δίνεται σε ό­σους θέλουν να εμβαθύνουν, είναι το μνη­μειώ­δες εκδο­τικό έργο του Μα­­νόλη Χα­­τζη­­για­­κουμή, Μνημεία Εκκλησια­στι­κής Μου­σι­κής και Σύμμεικτα Εκ­κλη­σια­στικής Μουσικής, στο οποίο αποτυπώνονται κορυφαίες ερμη­νείες με­γά­λων και σπουδαίων μουσικών μαθημά­των και ερμηνευτών συνοδευόμενες με τα ερμη­νευό­μενα μουσικά κείμενα.

Όλα τα ανωτέρω δομικά στοιχεία της Ψαλτικής καταστέφο­νται από την έννοια του ύφους, που ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα υφαίνω. Ο κα­λός ψάλτης, ο άρτιος ερμη­νευτής της παραδοσιακής υμνωδίας λειτουργεί όπως η υ­φάντρα που συνδυάζοντας υφάδι και στημόνι, χρώματα και σχέ­δια, δημιουργεί το δικό της αριστούρ­γημα, απλό ή σύνθετο, λιτό ή πολυτελές, λαϊκής ή α­στικής τέχνης. Ομοίως ο ψάλ­της συνδυάζοντας διαστήματα, χρόνο, ρυθμό, ανά­λογη χρο­νική αγωγή και προσεκτική έκφραση των ποικιλ­μά­των δη­μι­ουργεί το δικό του καλλι­τέ­­χνημα και το προσφέρει στην Εκκλησία. Η ορθή και με ανα­φορά στις πηγές της ψαλτική παι­δεία οδηγεί αναπόδραστα στην από­κτηση του λεγο­μέ­νου εκκλησιαστικού ύφους, στο να καταστεί δηλ. η προσω­πι­κή μας προ­σπά­θεια λειτουργική τέχνη, θεραπαινίδα της λατρείας του ζώντος Θεού.

Περατώνοντας την αναφορά αυτή στις σταθερές της Ψαλτικής δεν θα μπο­­ρούσαμε να μη σημειώσουμε ότι η Ψαλτική στην ουσία της δεν είναι αυτό­νομη τέ­χ­νη, αλλά εξάπαντος διακονία του εκκλησιαστικού και υμνογρα­φι­κού λό­γου. Και η δια­κονία αυτή όσο φρο­ντι­σμένη και αν είναι, όσο καλλιτεχνικά άρ­τια, αν η εκφορά του λόγου δεν είναι ευκρινής, αν βασι­λεύει ένα άκουσμα έρρι­νο ή ανορθόφωνο, τότε σε μεγάλο βαθμό ματαιώνεται η μου­σι­κή προσπά­θεια, που με κόπο κατα­βάλ­­λουμε. Η σαφήνεια και η καθαρότητα στην εκφορά του λει­τουρ­γικού λό­γου είναι προαπαιτούμενο για την τελέση μιας λα­τρείας κατ᾿ ε­ξο­χήν λο­γι­κής.

Θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα από τον πρόλογο Ιωάννου του Λα­μπα­δα­ρίου και Στε­φάνου του Α΄ Δομεστίχου της Μεγάλης Εκ­κλησίας, δημοσιευ­μέ­νο στην Μουσική Πανδέ­κτη (Κωνσταντινούπολη, 1850), που εξέδωσαν από κοι­νού:

«…Ιδία δε προς τους μουσικολογιωτάτους ιεροψάλτας των αγίων του Θεού Εκκλη­σι­ών, και μάλιστα τους πρωτοπείρους αυ­τών, καθήκον ως εκ της θέσεως ημών επι­βεβλη­μένον νομίζομεν, ίνα παρακαλέσωμεν αυ­τούς απέχειν από πά­σης ξενοφωνίας, επιμένοντας πιστώς και απαρε­γ­κλίτως εις το αρχαίον και γνήσιον ύφος της Εκκλησιαστικής υμνωδίας, το σεμνόν, το κατανυκτικόν, το σοβαρόν, το σώφρον τε και νηφάλιον. Τούτο δε κατορθώ­σου­σιν, εὰν προ της χοροστατικής α­παγ­γε­λίας προ­μελετώσι και άπαξ και δις και πολλάκις τα ψα­λη­σόμενα μαθήμα­τα, και μάλιστα συμμελετώσιν άπαντες οι του χορού, ίνα φυλάττηται μεν απα­ρά­χορδος η συμφωνία, συμβαίνη δε και συγ­χο­ρεύη, ούτως ειπείν, ο χρονικός ρυθμός ευτάκτως και απαρεν­σα­λεύτως, εάν προεξερευνώσι είτε οίκοθεν, είτε εκ διδα­σκα­­λίας άλ­λων την έννοιαν και την δύναμιν των ιε­ρών της Εκκλη­σίας ασμά­των, και επί πάσιν, εάν εν τω μέλπειν αυτά έ­χωσι πάντοτε την διάνοιαν ανυψωμένην προς τον ύψιστον Θεόν τον κλίνοντα το ούς αυτού εις τας δεήσεις και ικεσίας των πιστών αυτού λατρευτών, και ψάλ­λωσι μετ᾿ ευλαβείας, συντριβής τε και κατανύ­ξεως, δοξο­λογούντες το υπερ­ύμ­­νη­τον αυτού όνομα και εξαιτούμενοι το πλού­­σιον αυτού έλεος, ευκρινώς προφέροντες τα της ικεσίας και δοξολογίας ρήματα περί­τρα­να και διηρ­θρω­μένα, ίνα γένω­νται και τοις ακροωμένοις ευξύ­νε­τα, μηδέ συμ­πνί­γο­ντες αυτά εις την αση­μα­ντό­λογον φωνασκίαν και τον διακνέοντα τας α­κοάς διάρρινον και νυσταλέον τον­θο­ρισμόν, στε­ρούντες ούτω της πνευ­μα­τικής τρο­φής, και εις τα μέγιστα ζημιούντες τον λαόν του Κυρίου τον πε­ριούσιον· αναλογιζέ­σθω­σαν δε διηνε­κώς, ότι η ε­πί­γειος της Εκκλη­σίας χοροστασία οφείλει είναι ει­κών και μίμησις της ουρα­νί­ου χοροστασίας, και ότι οι εν ταις Εκκλησίαις ψάλ­λο­ντες εικο­νί­ζου­σι τα Χερουβίμ και τα Σε­ραφίμ τα διαπαντός υμνού­ντα και δοξολο­γούντα της δόξης τον Κύριον, επομένως ότι πολ­λής και μεγάλης χρήζει της προ­σο­χής, όστις μέλλει, ίνα τολμήση ακατακρίτως α­νοί­ξαι τα χείλη αυτού εν τω μέ­σω της Εκκλησίας και εκφωνήσαι τας θείας αινέσεις ως εκ παντός του της Εκ­κλη­­σίας πλη­ρώματος. Έρρωσθε εν Κυρίω και εύχεσθε υπέρ ημών!».

­

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Μαρκέλλου Πιράρ «Έτσι ψάλανε οι παππούδες»
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Θωμά Αποστολόπουλου «Δέκα λεπτομέρειες για τη βυζαντινή μουσική»
Μνήμη Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμή: σκαπανέας, διασώστης, κιβωτός
«Το ευ ζην μου εδίδαξε ο Λυκούργος Αγγελόπουλος»
«Θα ανοίξω το στόμα της ψυχής μου και θα γεμίσει από Άγιο Πνεύμα»