Η πολυεπίπεδη υπόσταση του φωτός
8 Δεκεμβρίου 2016[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bit.ly/2fW4LM1]
«Λόγω παλαίει πας λόγος», θα μπορούσε να σχολιάσει εδώ ο ησυχαστής Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης[8]. Και ασφαλώς θα συμπλήρωνε ο ουρανοφάντωρ Επίσκοπος Καισαρείας ότι μπορεί με το μεγάλο αυτό δώρο του Θεού να διαλύεται η κατήφεια και να φαιδρύνεται ο κόσμος, ήταν όμως εξαρχής άμικτο από το σκότος, ώστε να διαχωριστεί αργότερα από το Δημιουργό[9].
Ο κατά σάρκα αδελφός του Γρηγόριος προχωρά κάπως περισσότερο. Θεωρεί ότι το φως υποστασιάζεται σε πολλά επίπεδα. Στην προοπτική της θείας οικονομίας, το άχρονο φως αναμιγνύεται με το χρονικό[10]. Γιατί, εκτός από το φυσικό φως, φως είναι ο Θεός, το υπέρτατο και απρόσιτο, φως είναι και οι άγγελοι, εξαρτώμενο από το Θεό. Φως είναι και ο άνθρωπος, κατά το μέτρο της δικής του μετοχής στο θείο[11]. Και αν συνυπολογίσουμε την ελευθερία με την οποία προικίστηκε, θα λέγαμε ότι εκείνος ρυθμίζει την ένταση του δικού του φωτός, αν θα αρθεί πέρα από τις σκιές της φθοράς και του θανάτου ή το φως της κάθαρσης[12]. Σε μια βαθμίδα παραμέσα, αν θα θελήσει ο άνθρωπος να φωτιστεί ή να κρυφτεί από το νοητό φως που λάμπει μέσα του και δεν δύει ποτέ, όπως προεκτείνει από την πλευρά του αυτή τη δυσεξήγητη φύση ανθρώπου και φωτός ο Κλήμης Αλεξανδρέας, αναπτύσσοντας τη σκέψη του Εφέσιου Ηράκλειτου[13].
Επιτρέψτε μου στη συνέχεια ένα άλλο άλμα, με την προσδοκία της περαιτέρω διερεύνησης. Κατά τη δημιουργία του Σύμπαντος, λέει η Θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης, αυτό διήλθε μια φάση αδιαφάνειας, παγίδευσης του φωτός από την ύλη. Σε περίπου 380.000 χρόνια από τη γέννησή του, όμως, το φως κατάφερε να «απελευθερωθεί από τον εναγκαλισμό» αυτόν και να συνεχίσει το ταξίδι του μέχρι το άδηλο για την ώρα τέλος του Σύμπαντος, ή μέχρι την εξαφάνισή του στο αδυσώπητο κάποιας μαύρης τρύπας. Το απομεινάρι, τώρα, αυτού του «λευτερώματος» είναι μια κοσμική ακτινοβολία στα μικροκύματα, που διατρέχει όλο το χώρο – η 50ή επέτειος δε της (τυχαίας) ανακάλυψής της συνιστά την τέταρτη αιτία του διανυόμενου εορτασμού[14].
Όλος ο χώρος λοιπόν κατακλύζεται από το αρχέγονο αυτό φως. Και μιας και μιλάμε για το σύνολο του χώρου, να πούμε τι γνωρίζουμε γι’ αυτόν: περίπου το 4-5%. Το υπόλοιπο είναι σκοτεινό. Κατά σύμβαση βέβαια, με την έννοια ότι το ονομάζουμε έτσι, σκοτεινή ενέργεια και σκοτεινή ύλη, επειδή δεν μας είναι ορατό, αλλά κυρίως επειδή δεν γνωρίζουμε την ακριβή του σύσταση, αλλά συμπεραίνουμε μόνο τη συνολική του ύπαρξη από άλλα δεδομένα.
Σε περισσότερο καθημερινό επίπεδο δε, αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κόσμου και της ζωής μάς επιφυλάσσει κι άλλες εκπλήξεις. Φώτα αόρατα σ’ εμάς, αλλά ορατά σε άλλα πλάσματα, κατάμαυρα (μέλανα, κατά την τυπική ορολογία) σώματα που ακτινοβολούν, πλήθος οπτικές απάτες, που κλονίζουν τις βεβαιότητές μας για το αξιόπιστο των αισθήσεων.
Το φως έχει τη δική του διαλεκτική ενότητα λοιπόν. Η παρουσία του εκφράζει μία εκδοχή ενότητας των αντιθέτων[15]. Και ο άνθρωπος, συμμετέχοντας κατά τα δικά του μεγέθη σ’ αυτήν, διαμορφώνει τους δικούς του όρους στην επιλογή με ποια πλευρά του ζεύγματος θα συνταχθεί[16]. Ίσως όχι αναίτια ο εμπνευστής του τίτλου μας αναρωτιόταν: «Αν το φως της μέρας και το αίμα του ανθρώπου ήταν το ίδιο πράγμα;»[17].
Ο άνθρωπος διαλέγει με τα έργα του αν θα ζήσει μέσα στα «κρόσσια του ήλιου»[18] ή αν θα αγαπήσει το σκοτάδι[19] και θα υποκύψει στα φωτοειδή φάσματα της ανομίας[20]. Αν θα αποδεχθεί δηλαδή, οι καπνοί κάθε ιερής εξέτασης και οι πολυέλαιοι της αδικίας να αμαυρώνουν το φως του θείου ελέους και να υποδαυλίζουν τις πλαστές λάμψεις της ψευδώνυμης γνώσης. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε ακόμη και να κατανοήσουμε γιατί η περίοδος της κοινωνικής αποδοχής της Εκκλησίας, του κατεξοχήν χώρου του φωτός, ονομάστηκε «Σκοτεινοί Αιώνες» (άραγε μήπως και πάλι επειδή ήταν άγνωστοι;) και ανέμενε τον «Αιώνα των Φώτων» για να δει την αλήθεια.
Ο Λόγος όμως και η Σοφία του Θεού, αυτός που είναι το φως του κόσμου[21], μας προειδοποιεί να προσέξουμε[22] αυτήν την παλινδρόμηση των νοημάτων[23]. Οι εντολές του όμως δεν είναι άχρωμη καθηκοντολογία αλλά το ίδιο το φως του[24], γιατί στην Εκκλησία του ο χρόνος ο ίδιος φωτίζεται από το φως της προσμονής των εσχάτων[25]. Με την προσδοκία του ανεσπέρου φωτός της Αναστάσεως, ζούμε την αυγή της μυστικής ημέρας. Στην Ευχαριστία δε, η ύπαρξη αποκτά ζωογόνες ρωγμές, μέσα από τις οποίες εισέρχονται οι ακτίνες μιας άλλης ζωής[26].
Θα κλείσουμε στη βάση μιας άλλης παράθεσης του ίδιου εμπνευστή: «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», λέει[27]. Θα αντιπαραβάλαμε ότι οι άγιοι προχωρούν στα φωτεινά, σ’ ένα φως όμως άλλης τάξης, που είναι ενθάρρυνση και κατόρθωμα μαζί, αποκαλυπτικό όσο και αινικτικό.