Παράδοση: ένας κώδικας που προσδιορίζει την ποιότητα ζωής κάθε εποχής

12 Δεκεμβρίου 2016
[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bit.ly/2gixr1K]

Ό­ταν η δια­δι­κα­σί­α αυ­τή του σε­βα­σμού στο ή­θος, υ­πα­χθεί στη λο­γι­κή του τι εί­ναι πι­στό α­ντί­γρα­φο του χτες και τι ό­χι, τό­τε μοι­ραί­α ο­δη­γού­μα­στε στην τυ­πο­λα­τρί­α,  η ο­ποί­α με­ρι­μνά και φρο­ντί­ζει σε κά­θε λε­πτο­μέ­ρειά του το πε­ρίβλη­μα, την ώ­ρα που α­δυ­να­τεί να κα­τα­νο­ή­σει το πε­ριε­χό­μενό του· το πε­ριε­χό­με­νό του ως προ­ϊ­όν κά­ποιας χρο­νι­κής στιγ­μής και συ­γκυ­ρί­ας, πα­ρά­γω­γο πά­ντο­τε της κλη­ρο­νο­μιάς του ή­θους και του ύ­φους. Και ε­πει­δή βέ­βαια πα­ρα­θε­ω­ρεί­ται η ου­σί­α, το ε­πι­κε­ντρω­μέ­νο στον τύ­πο εν­διαφέ­ρον, τον κα­θι­στά πρω­τεύ­ο­ντα και α­πο­κλει­στι­κό στοι­χεί­ο της πα­ρά­δο­σης, της ο­ποί­ας ό­μως με­τα­το­πί­ζε­ται το φά­σμα.

paradosi3

Ας ε­πα­νέλ­θου­με στο πα­ρά­δειγ­μα της μου­σι­κο­χο­ρευ­τι­κής πα­ρά­στασης, το ο­ποί­ο α­να­φέρ­θη­κε στην αρ­χή και που, κα­τά γενι­κή ά­πο­ψη, θε­ω­ρεί­ται προ­σο­δο­φό­ρος τρό­πος προ­βο­λής και διά­σω­σης της πα­ράδο­σης. Ε­ξε­τά­ζο­ντάς το υ­πό το πρί­σμα των ό­σων πιο πά­νω α­να­φέρ­θη­καν, α­ντι­λαμβά­νε­ται εύ­κο­λα κα­νείς ό­τι πρό­κει­ται για μια κατ’ ε­ξο­χή πρά­ξη τυ­πο­λα­τρί­ας, ό­που ε­νώ με­γι­στο­ποιεί­ται η φρο­ντί­δα της αρ­τιό­τη­τας για την α­να­πα­ραγω­γή των πα­λαιών σχη­μά­των, δεν λαμ­βά­νε­ται καμ­μιά πραγ­μα­τι­κή μέ­ρι­μνα για τη με­τα­βί­βα­ση στην προ­ο­δευ­τι­κή ε­ξέ­λι­ξη του ή­θους που ε­γκλεί­ε­ται στη πυ­ρηνι­κή τους ου­σί­α. Και για γί­νω σα­φέ­στε­ρος προ­βαί­νω στην α­κό­λου­θη πα­ρα­τή­ρηση: Προ­κει­μέ­νου να ε­πι­τευ­χθεί το μέ­γι­στο της α­να­πα­ρά­στα­σης κα­τα­βάλ­λο­νται α­πε­ριό­ρι­στοι κό­ποι και ε­ξαι­ρε­τι­κές δα­πά­νες, για τις εν­δυ­μα­το­λο­γι­κές δα­πά­νες, την εκ­μά­θη­ση των χο­ρών και την μου­σι­κή συ­νο­δεί­α. Α­ντί­θε­τα, δεν κατα­βάλ­λε­ται σχε­δόν καμ­μιά προ­σπά­θεια για την κα­τα­νό­η­ση της α­γω­γής του λόγου, της μου­σι­κής και της όρ­χη­σης, που μπο­ρεί να υ­πάρ­χουν α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την ε­πο­χι­κή αμ­φί­ε­ση, η ο­ποί­α ού­τως ή άλ­λως α­πο­τε­λεί πα­ρελ­θόν και μου­σεια­κό εί­δος. Κι ό­μως ο λό­γος, η μου­σι­κή και ο χο­ρός που δεν χρειά­ζο­νται την υ­πο­στή­ρι­ξη των εν­δυμα­το­λο­γι­κών συ­νη­θειών καμ­μιάς ε­πο­χής  έ­χουν εξ  υ­παρ­χής την δυ­να­τό­τη­τα της με­τε­ξέ­λι­ξης και προ­σαρ­μο­γής στην ε­ναλ­λα­γή των ε­πο­χών.

Ο στί­χος, το μου­σι­κό θέ­μα και η κί­νη­ση εκ­φρά­ζουν τα λο­γής συ­ναι­σθή­μα­τα των αν­θρώ­πων α­νε­ξαρ­τή­τως και­ρού, μό­νο που κά­θε φο­ρά σχη­μα­το­ποιού­νται από τις ε­πι­κρα­τού­σες στο πε­ρι­βάλ­λον συν­θή­κες. Γι’ αυ­τό και η μου­σι­κή με­ταβάλ­λε­ται με την προ­σαρ­μο­γή του ορ­γα­νο­παί­χτη στην έκ­φρα­ση του σώ­μα­τος του χο­ρευ­τή, ό­ταν χο­ρεύ­ει στη γιορ­τή και το πα­νη­γύ­ρι εκ­δη­λώ­νο­ντας τον έ­ρωτα, τον κα­η­μό, τη χα­ρά και τη θλί­ψη του, συ­μπλη­ρώ­νο­ντας κά­πο­τε με ε­πι­τυ­χη­μένους στί­χους το πα­ρα­δε­δο­μέ­νο σώ­μα του τρα­γου­διού. Κι αυ­τό συμ­βαί­νει για­τί μέ­σα, βα­θιά στη συ­νεί­δη­σή του βρί­σκε­ται α­πό αιώ­νες α­πο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νη η ε­μπει­ρί­α και χα­ραγ­μέ­νος, εγ­γε­γραμ­μέ­νος, στα κύτ­τα­ρά τους ο κώ­δι­κας του ή­θους που διέ­πει την συ­μπε­ρι­φο­ρά τους μπροστά στα και­νού­ρια δε­δο­μέ­να, εν­δο­γε­νή ή ε­ξω­γε­νή.

Κά­θε άλ­λη ε­νέρ­γεια, που α­γνο­εί ή α­δια­φο­ρεί για τον κώ­δι­κα αυ­τόν, κι αν α­κό­μα πραγ­μα­τι­κά υ­πο­λή­πτε­ται την πα­ρά­δο­ση, φθείρει τη ζω­ντα­νή πα­ρου­σί­α της πα­ρά­δο­σης και τη με­τα­βάλ­λει σε μια συ­ντη­ρη­τική δια­δι­κα­σί­α λα­τρεί­ας των τύ­πων, που κρα­τά ναρ­θη­κω­μέ­νη την πε­μπτου­σί­α της. Και βέ­βαια, δεν εί­ναι κα­θό­λου εύ­κο­λο να ξε­χω­ρί­σει κα­νείς κά­θε φο­ρά, αν η ε­πί­κλη­ση της πα­ρά­δο­σης ε­μπε­ριέ­χει την α­να­φο­ρά στο ή­θος που δια­τρέ­χει τον τρό­πο ερ­μη­νεί­ας και α­ντι­με­τώ­πι­σης του αι­σθη­τού και υ­περ­βα­τι­κού κό­σμου ή πρό­κει­ται α­πο­κλει­στι­κά για τον θαυ­μα­σμό πα­ρελ­θου­σών μορ­φών, η α­να­βίω­ση των ο­ποί­ων ε­κτι­μά­ται ό­τι έ­χει τη μα­γι­κή δύ­να­μη να κα­τα­λύ­ει τις α­ντι­δρά­σεις  του πα­ρό­ντος. Διά­κρι­ση κα­θο­ρι­στι­κής ση­μα­σί­ας για τον προ­σα­να­το­λι­σμό των κοι­νω­νιών σε σχέ­ση με το ι­στο­ρι­κό παρελ­θόν τους και των ε­πι­λο­γών του μέλ­λο­ντός τους. Για­τί εί­ναι τε­λεί­ως διαφο­ρε­τι­κό πράγ­μα η α­πο­δο­χή ε­νός η­θι­κού κώ­δι­κα, ο ο­ποί­ος α­σκεί ρυθ­μι­στι­κό ρό­λο στη ε­ξέ­λι­ξη του αν­θρώ­πι­νου πο­λι­τι­σμού και τη δι­ϊ­στο­ρι­κή δια­μόρ­φωση των κοι­νω­νιών και εί­ναι ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό πράγ­μα ο ε­να­γκα­λι­σμός με την τυ­πο­λα­τρί­α και ο εν­στερ­νι­σμός μιας συ­ντή­ρη­σης που τρο­μά­ζει μπρο­στά στη με­τά­βα­ση α­πό ε­πο­χή σε ε­πο­χή.

Εν κα­τα­κλεί­δι η πα­ρά­δο­ση δεν εί­ναι ού­τε έ­να α­πο­στε­ω­μέ­νο λεί­ψα­νο του παρελ­θό­ντος που ε­πι­κα­λού­μα­στε ως μέ­τρο του σή­με­ρα, ού­τε κά­ποιος τύ­πος που μέ­σα του μπο­ρεί να κα­λου­πω­θεί το ε­περ­χό­με­νο για να μπο­ρέ­σει ν’ αρ­μο­σθεί και να ται­ριά­σει με το ι­στο­ρι­κό πα­ρελ­θόν, αλ­λά έ­να σύ­νο­λο αρ­χών που συ­ναπαρ­τί­ζουν έ­να κώ­δι­κα ή­θους προ­ο­ρι­σμέ­νου να προσ­διο­ρί­ζει το ύ­φος και την ποιό­τη­τα του βί­ου κά­θε ε­πο­χής. ΄Ε­τσι πα­ρά­δο­ση δεν εί­ναι ό,τι μι­μεί­ται το ύφος ή ε­πα­να­λαμ­βά­νει τους τρό­πους του χτες, αλ­λά η δυ­να­τό­τη­τα να εν­σω­μα­τώ­νο­νται στην κλη­ρο­νο­μιά οι προ­κλή­σεις του πα­ρό­ντος ως α­πο­τέ­λε­σμα ε­πε­νέρ­γειας του ή­θους που με­ταβι­βά­ζε­ται α­πό γε­νιά σε γε­νιά.